Ορθόδοξα Νέα

Ο εορτασμός της Κυριακής των Μυροφόρων στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων

Η Κυριακή, 4η Μαΐου 2025, εορτάσθηκε υπό του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων ως Κυριακή των Μυροφόρων, κατά την οποίαν η Εκκλησία τιμά την μνήμην Ιωσήφ, του κηδευτού του Κυρίου, καταγομένου εξ Αριμαθαίας -σημερινής Ρέμλης -ευσχήμονος βουλευτού, του ζητήσαντος παρά του Πιλάτου (Μαρκ. 15, 43-46) και ενταφιάσαντος μετά Νικοδήμου και των Μυροφόρων Γυναικών το άχραντον Σώμα του Κυρίου Ιησού.

Το γεγονός αυτό εορτάσθηκε:

Α΄ Εις Ρέμλην, εις την Ιεράν Μονήν των αγίων Μυροφόρων γυναικών και Ιωσήφ του από Αριμαθαίας του Πατριαρχείου, μετά από ένθερμον υποδοχήν των Σωμάτων των Προσκόπων – μαθητών του Σχολείου του Πατριαρχείου, διά θείας Λειτουργίας την πρωΐαν, προεξάρχοντος της Α.Θ.Μ. του Πατρός ημών και Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου, συλλειτουργούντων Αυτώ των Σεβασμιωτάτων Αρχιερέων Μητροπολίτου Καπιτωλιάδος κ. Ησυχίου, Αρχιεπισκόπου Ιόππης κ. Δαμασκηνού και Κωνσταντίνης κ. Αριστάρχου, Αγιοταφιτών Ιερομονάχων, ων πρώτος ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου εις Αθήνας Αρχιμανδρίτης π. Ιερώνυμος, Αραβοφώνων Πρεσβυτέρων των ομόρων περιοχών εν συμμετοχή πυκνού λαού Ορθοδόξων της πόλεως.

Εις το Κοινωνικόν της θείας Λειτουργίας ο Μακαριώτατος εκήρυξε τον θείον λόγον ως έπεται:

«Τω καιρώ εκείνω…, ελθών ‘Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του ‘Ιησού», (Μαρκ. 15, 43), και διαγενομένου του Σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του ‘Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν…”, (Μαρκ. 16,1).

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,

Ευλαβείς Χριστιανοί και προσκυνηταί,

Η Χάρις του Αναστάντος Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συνήγαγε πάντας ημάς σήμερον εν τη αγιογραφική πόλει υμών Αριμαθεία, ίνα εορτάσωμεν το λαμπροφόρον γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού, τιμώντες εν ταυτώ τους κεκρυμμένους μαθητάς Αυτού, Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας και Νικόδημον τον ελθόντα προς τον Ιησούν νυκτός το πρώτον, φέροντα μείγμα Σμύρνης και αλόης ως λίτρας εκατόν», (Πρβλ. Ιωάν. 19,38-39).

Κατά τον άγιον Κύριλλον Αλεξανδρείας ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει ότι ουχί μόνον εις μαθητής είχε σώφρονα διάθεσιν διά τον ενταφιασμόν του Σώματος του Χριστού, διό και επισυνάπτει (προσθέτει) τω πρώτω Ιωσήφ και δεύτερον τον Νικόδημον. Και τούτο διά να συγκεντρώση την μαρτυρίαν, συμφώνως τω Μωσαικώ Νόμω λέγοντι: «επί στόματος δύο μαρτύρων ή τριών σταθήσεται παν ρήμα», (Ματθ. 18, 16/ Δευτ. 19,15).

Όσον δ΄ αφορά εις τας Μυροφόρους γυναίκας και δη Μαρίαν την Μαγδαληνήν, ο Πατήρ ημών Κύριλλος λέγει: «Επειδή η Μαρία η Μαγδαληνή διετήρει γνήσιον το φρόνημα της αγάπης αυτής διά τον Χριστόν, διά φωνής αγγέλων αγίων του καθ’ εαυτόν μυστηρίου την γνώσιν ο Σωτήρ εχαρίζετο. Με άλλα λόγια, ο Αναστάς Ιησούς εχάρισε την γνώσιν, δηλαδή την πληροφορίαν του Μυστηρίου της εκ νεκρών τριημέρου εγέρσεως Αυτού εις τας ψυχάς των αγαπώντων Αυτόν, των μαθητών δηλονότι και των Μυροφόρων γυναικών κατά διαφόρους τρόπους. Οι μεν μαθηταί του Χριστού εγνώριζον περί του Μυστηρίου της Αναστάσεως και εκ των Αγίων Γραφών, εν ω αι γυναίκες δεν εγνώριζον τας Γραφάς, ούτε και το βάθος του Μυστηρίου της Αναστάσεως. Ακούσωμεν και του υμνωδού λέγοντος: «Μετά φόβου ήλθον αι Γυναίκες, επί το μνήμα, αρώμασι το σώμά σου μυρίσαι σπουδάζουσαι, και τούτο μη ευρούσαι, διηπόρουν προς αλλήλας, αγνοούσαι την Ανάστασιν· αλλ΄ επέστη αυταίς Άγγελος, και είπεν· Ανέστη Χριστός, δωρούμενος ημίν το μέγα έλεος».

Η Αγία του Χριστού Εκκλησία τιμά και γεραίρει την μνήμην των κεκρυμένων μαθητών Ιωσήφ και Νικοδήμου ως και των Μυροφόρων Γυναικών. Και τούτο, διότι αι γυναίκες εγένοντο μάρτυρες αψευδείς και πρώται της Αναστάσεως. Αύται πρώται είδον την Ανάστασιν, τουτέστιν τον Αναστάντα Χριστόν και ταύτην την Ανάστασιν ευηγγελίσαντο εις τους μαθητάς του Χριστού. «Έρχεται Μαρία η Μαγδαληνή απαγγέλλουσα τοις μαθηταίς ότι εώρακε τον Κύριον και ταύτα είπεν αυτή· μη μου άπτου· ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου· πορεύου δε προς τους αδελφούς μου και ειπέ αυτοίς· αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα υμών και Θεόν μου και Θεόν υμών», (Ιωάν. 20, 17-18).

Ερμηνεύων τον Κυριακόν λόγον ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει: «ει γαρ και εγήγερτο Χριστός εκ νεκρών, αλλ΄ ούπω το Πνεύμα το Άγιον δέδοτο τη ανθρωπότητι παρά Πατρός δι’ Αυτού (Χριστού)· ανελθών γαρ προς τον Θεόν και Πατέρα, κατέπεμψεν ημίν Αυτό, διό και έλεγε: «Συμφέρει υμίν, ίνα εγώ απέλθω, εάν γαρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ου μη έλθη προς υμάς· εάν δε απέλθω, πέμψω αυτόν προς υμάς», (Ιωάν. 16,7) … ως ούπω (επειδή ακόμη) το Πνεύμα λαβούσαν απείργει (=εμπόδιζε) την Μαριάμ, λέγων μη μου άπτου, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα, τουτέστιν, ούπω το Άγιον Πνεύμα κατέπεμψα προς υμάς».

Όσον δ’ αφορά εις τους κεκρυμμένους μαθητάς, τον Ιωσήφ και Νικόδημον, ούτοι επίσης εγένοντο αψευδείς μάρτυρες της Ταφής και της Αναστάσεως του Σωτήρος ημών Χριστού κατά την μαρτυρίαν και πάλιν του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού και Θεολόγου λέγοντος: «… ηρώτησε τον Πιλάτον ‘Ιωσήφ ο από ‘Αριμαθαίας, …, ίνα άρη το σώμα του ‘Ιησού· και επέτρεψεν ο Πιλάτος. ήλθεν ούν και ήρε το σώμα του ‘Ιησού. ήλθε δε και Νικόδημος ο ελθών προς τον ‘Ιησούν νυκτός το πρώτον, φέρων μίγμα σμύρνης και αλόης ως λίτρας εκατόν… καθώς έθος εστί τοις ‘Ιουδαίοις ενταφιάζειν», (Ιωάν. 19, 38-40).

Αξιοσημείωτον ότι, οι μεν κεκρυμμένοι φίλοι του Χριστού εμφανίζονται κατά την στιγμήν της εσχάτης καταφρονήσεως Αυτού. Αι δε Μυροφόροι γυναίκες είναι εκείναι, αι οποίαι παρέμειναν πισταί και αφωσιωμέναι εις τον διδάσκαλον αυτών Ιησούν, ως μαρτυρείται τούτο υπό του Ευαγγελιστού Λουκά λέγοντος: «ειστήκεισαν δε πάντες οι γνωστοί αυτού από μακρόθεν, και γυναίκες αι συνακολουθήσασαι αυτώ από της Γαλιλαίας, ορώσαι ταύτα», (Λουκ. 23, 49) τουτέστιν τα περιστατικά της Σταυρώσεως του Κυρίου και τα λοιπά σημεία και τέρατα, τα προκαλέσαντα τρόμον και φόβον.

Τόσον εις τους κεκρυμμένους μαθητάς του Χριστού, όσον και εις τας Μυροφόρους γυναίκας διακρίνεται η δύναμις της του Κυρίου αγάπης, περί της οποίας ο θείος Παύλος λέγει: «η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς, κρίναντας τούτο, ότι ει εις υπέρ πάντων απέθανεν, άρα οι πάντες απέθανον· και υπέρ πάντων απέθανεν, ίνα οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι», (Β’ Κορ. 5,14-15).

Κατά τον ερμηνευτήν Ζιγαβηνόν, οι Χριστιανοί οφείλομεν να ζώμεν κατά την αρέσκειαν και τους νόμους του υπέρ ημών αποθανόντος και Αναστάντος Χριστού, του καινήν πολιτείαν νομοθετούντος. «Όπου γαρ παν έργον αγαθόν, εκεί πάσα αρέσκεια Θεού», λέγει ο άγιος Θεοφύλακτος, σχολιάζων τον λόγον του θείου Παύλου: «περιπατήσαι υμάς αξίως του Κυρίου εις πάσαν αρέσκειαν», (Κολ. 1-10).

Αυτήν ακριβώς την του Κυρίου αρέσκειαν επέδειξαν διά της αληθινής αγάπης αυτών οι κεκρυμμένοι μαθηταί και αι Μυροφόροι γυναίκες· και οι μεν διά της τόλμης αυτών, «ελθών Ιωσήφ τολμήσας ητήσατο το Σώμα του Ιησού» (Μαρκ. 15,43), αι δε διά της ανδρείας της ασθενούς αυτών (γυναικείας) φύσεως: «και διαγενομένου του σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του ‘Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν», (Μαρκ. 16,1). Αμφοτέρων η πίστις και η αγάπη εις τον Χριστόν ενίκησε τον φόβον και την δειλίαν, διό και ηξιώθησαν όχι μόνον να τιμήσουν τον νεκρόν Διδάσκαλον, αλλά και να προσκυνήσουν τον Αναστημένον Κύριον και Θεόν αυτών.

Ημείς δε, αγαπητοί μου αδελφοί, μετά του υμνωδού είπωμεν: «Ευφραίνου, αγάλλου, (Θεοτόκε Παρθένε Μαρία), η θεία πύλη του φωτός· Και ο ευσχήμων Βουλευτής ανυμνείσθω Ιωσήφ, συνάμα Νικοδήμω, μετά των Μυροφόρων και των θείων μαθητών ως κηρύκων όντων και τούτων, της εγέρσεως Χριστού, Αμήν».

Χριστός Ανέστη και έτη πολλά, αναστάσιμα και ειρηνικά».

Μετά την θείαν Λειτουργίαν ηκολούθησε Ιερά Λιτανεία πέριξ της Μονής, κέρασμα και τράπεζα παρατεθείσα υπό του Ηγουμένου Αρχιμανδρίτου π. Νήφωνος και υπό της Κοινότητος, εις την οποίαν τράπεζαν και πάλιν προσεφώνησεν ο Μακαριώτατος ως έπεται:

«Αι Μυροφόροι γυναίκες τον τάφον σου καταλαβούσαι και μη ευρούσαι το άχραντον Σώμα Σου οδυρόμεναι μετά σπουδής ήλθον λέγουσαι· τις έκλεψεν ημών την ελπίδα»;

Εξοχωτάτη Πρέσβυς της Ελλάδος κ. Μαρία Σολωμού,

Σεβαστοί Άγιοι Πατέρες και Αδελφοί,

Αξιότιμε Πρόεδρε και σεβαστά μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου

Αγαπητοί εν Χριστώ Αδελφοί,

Ευφραίνεται και αγάλλεται σήμερον η αρχαία και αγιογραφική υμών πόλις Αριμαθαία, διότι το φως της Αναστάσεως και πάλιν εφέτος επέλαμψεν εις τας καρδίας πάντων υμών. Καυχάται εν Χριστώ η πόλις υμών, διότι εγένετο μάρτυς αψευδής της Αναστάσεως του Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού διά του κεκρυμμένου μαθητού του Χριστού του ευσχήμονος βουλευτού Ιωσήφ του από Αριμαθαίας. Ούτος «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού», (Μαρκ. 15,43).

Αι δε Μυροφόροι Γυναίκες, καταλαβούσαι τον Τάφον και μη ευρούσαι το Σώμα του Χριστού, οδυρόμεναι έλεγον· τις έκλεψεν ημών την ελπίδα; Εις το ερώτημα τούτο των Μυροφόρων γυναικών διατυπούται η άνευ ελπίδος τραγική κατάστασις του ανθρώπου, η οποία ελπίδα εν προκειμένω δεν είναι άλλη από την Ανάστασιν του Χριστού.

Ο σοφός Απόστολος Παύλος απολογείται προς τον Αγρίππαν διά την περί Μεσσίου Χριστού ελπίδα λέγων: «περί ης ελπίδος εγκαλούμαι, βασιλεύ Αγρίππα, υπό των ‘Ιουδαίων», (Πραξ. 26,7) ·απευθυνόμενος προς τους ομογενείς αυτού λέγει: «τι άπιστον κρίνεται παρ’ υμίν ει ο Θεός νεκρούς εγείρει;», (Πραξ. 26,8)

Την ελπίδα εις τον Αναστάντα Χριστόν ταυτίζει ο θείος Παύλος με το Μυστήριον της θείας Οικονομίας, δηλαδή με την σωτηρίαν του ανθρώπου, διό και παραγγέλλει εις τους Θεσσαλονικείς λέγων: «υμείς δε (οι Χριστιανοί) ημέρας όντες (τέκνα) νήφωμεν, ενδυσάμενοι θώρακα πίστεως και αγάπης και περικεφαλαίαν ελπίδα σωτηρίας· (Α΄ Θεσ. 5,8). Ερμηνεύων τον λόγον τούτον του Παύλου, ο Ζιγαβηνός λέγει: «Ώσπερ η περικεφαλαία το καίριον μέρος του σώματος φυλάττει, ούτω και το ελπίζειν, την σωτηρίαν προσδοκάν, την απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών το καιριώτατον νούν φυλάττει άτρωτον»· και τον λογισμόν η ελπίς ουκ αφίησιν διαπεσείν, αλλ’ ορθόν ίστησιν ώσπερ κεφαλήν, ουδέν των έξωθεν εις αυτόν πεσείν εώσα», λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος.

Αυτή αύτη η ελπίδα εις τον Αναστάντα Θεόν και Σωτήρα ημών Χριστόν, τον αρχηγόν της πίστεως ημών, (Πρβλ. Εβρ. 12,2) διεφύλαξεν ως περικεφαλαίαν την διά μέσου των αιώνων ευλογημένην ύπαρξιν ημών εις τους τόπους, τους ποτισμένους με το απολυτρωτικόν αίμα της δικαιοσύνης του σταυρωθέντος και Αναστάντος Χριστού.

Την ελπίδα ταύτην της Αναστάσεως του Χριστού ενσαρκώνει και μαρτυρεί το Παλαίφατον Ρωμαιο-Ορθόδοξον Πατριαρχείον Ιεροσολύμων, τουτέστιν η Εκκλησία των Ιεροσολύμων μετά του ευλαβούς και Χριστεπωνύμου γηγενούς ποιμνίου αυτού. Την μαρτυρίαν ταύτην της ελπίδος του Αναστάντος ημών Χριστού καταγγέλλομεν και κηρύττομεν και ημείς εν τη σημερινή Πασχαλίω Συνάξει ημών. Την ελπίδα της Αναστάσεως ομολογούμεν εν τω Συμβόλω της Πίστεως ημών εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης, κρίναι ζώντας και νεκρούς ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος… Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».

Την παραγγελίαν ταύτην της ελπίδος της Αναστάσεως απευθύνει και προς ημάς αγαπητοί μου αδελφοί, εν μέσω συγχύσεως, αβεβαιότητος και ταραχών εν τω συγχρόνω ημίν κόσμω γενικώτερον και τη δοκιμαζομένη ημών περιοχή ειδικώτερον, ο θεσπέσιος Παύλος λέγων: «Γρηγορείτε, στήκετε εν τη πίστει, ανδρίζεσθε, κραταιούσθε», (Α΄ Κορ. 16,13)· κατέχοντες την ομολογίαν της ελπίδος ακλινή· πιστός γαρ ο επαγγειλάμενος» (Εβρ. 10,23). Χριστός Ανέστη. Έτη πολλά ευλογημένα και εν Χριστώ τω Αναστάντι ελπιδοφόρα. Αμήν».

Β΄ Το γεγονός τούτο εωρτάσθη και εις το παρεκκλήσιον των Μυροφόρων Γυναικών, προσκείμενον εσωτερικώς εις τον Καθεδρικόν Ναόν του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου διά θείας Λειτουργίας, προεξάρχοντος εν χοροστασία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Σεβαστείας κ. Θεοδοσίου, συλλειτουργούντων των εφημερίων του Ναού, ψάλλοντος του Πρωτοψάλτου του Ναού της Αναστάσεως διακόνου π. Ευσταθίου και της χορωδίας του Ναού υπό τον κ. Ριμόν Κάμαρ εν συμμετοχή των Ιεροσολυμιτών ενοριτών του Καθεδρικού Ναού τούτου και τινων ευλαβών προσκυνητών.

Εις το τέλος της θείας Λειτουργίας ο Σύλλογος των Μυροφόρων Γυναικών της Κοινότητος του Ναού τούτου και οι Επίτροποι έδωσαν αναψυχήν εις το κέντρον Ουζούντ.

Πηγή: Πατριαρχείο Ιεροσολύμων