Ορθοδοξία

Ο Αββάς Ωρ

Εκκλησία, κεριά

Είπε Γέρων…Το Γεροντικόν σε νεοελληνική απόδοση, υπό Βασιλείου Πέντζα εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1999.

α΄. Έλεγαν για τον Αββά Ωρ και τον Αββά Θεόδωρο, ότι κάποτε έβαζαν λάσπη σ’ ένα κελλί και είπαν μεταξύ τους: «Αν μας επισκεφθεί τώρα ο Θεός, τι θα γίνει μ’ εμάς;». Και κλαίγοντας, παράτησαν τη λάσπη και πήγε ο καθένας στο κελλί του.

β΄. Έλεγαν για τον Αββά Ωρ, ότι ούτε είπε ψέμα ποτέ, ούτε ορκίσθηκε, ούτε καταράσθηκε άνθρωπο, ούτε μίλησε χωρίς να είναι ανάγκη.

γ΄. Έλεγε ο Αββάς Ωρ στον μαθητή του Παύλο: «Πρόσεχε, ποτέ να μη φέρεις μέσα στο κελλί σου ξένα λόγια».

δ΄. Πήγε κάποτε ο Παύλος, ο μαθητής του Αββά Ωρ, να αγοράσει φοινικοβλαστούς και βρήκε ότι άλλοι πρόλαβαν και έδωσαν προκαταβολή. Ποτέ δε ο Αββάς Ωρ δεν έδινε προκαταβολή, αλλά όταν ήταν ώρα έστελνε το αντίτιμο και αγόραζε. Πήγε λοιπόν ο μαθητής του και σε άλλο τόπο για βάγια.

Και του λέει ο περιβολάρης: «Κάποιος πριν μου έδωσε προκαταβολή, αλλά δεν φάνηκε ακόμη. Πάρε λοιπόν συ τα βάγια».

Τα πήρε και γύρισε στον γέροντα. Και του ανακοίνωσε τα σχετικά. Και ακούγοντας ο γέροντας, χτύπησε τα χέρια του, λέγοντας: «Ο Ωρ δεν εργάζεται εφέτος». Και δεν άφησε τα βάγια μέσα, ωσότου τα γύρισε πίσω.

ε΄. Είπε ο Αββάς Ωρ: «Αν με βλέπεις να έχω λογισμό εναντίον κάποιου, γνώριζε ότι και αυτός τον ίδιο λογισμό έχει για μένα».

στ΄. Ήταν ένας κόμης στα μέρη του Αββά Ωρ, Λογγίνος λεγόμενος, οπού πολλές ελεημοσύνες έκανε. Και όταν τον επισκέφθηκε κάποιος από τους πατέρες, τον παρακάλεσε να τον πάει στον Αββά Ωρ. Πηγαίνοντας λοιπόν ο μοναχός στον γέροντα, εγκωμίαζε τον κόμητα, ότι καλός είναι και πολλές ελεημοσύνες κάνει.

Και καταλαβαίνοντας ο γέροντας, λέει: «Ναι, καλός είναι».

Άρχισε λοιπόν ο μοναχός να τον παρακαλεί, λέγοντας: «Κάνε του τη χάρη, Αββά, να έλθει και να σε δει».

Και αποκρίθηκε ο γέροντας και είπε: «Σε βεβαιώνω, ότι δεν περνά αυτό το φαράγγι για να με δει».

ζ΄. Παρακάλεσε ο Αββάς Σισώης τον Αββά Ωρ, λέγοντας: «Πες μου κάτι ωφέλιμο».

Και του είπε: «Έχεις εμπιστοσύνη σ’ εμένα;».

Και είπε: «Ναι».

Του λέει τότε: «Πήγαινε και ό,τι με είδες να κάνω, κάνε το και συ».

Και του είπε: «Τι βλέπω, πάτερ, σε σένα;».

Και του είπε ο γέροντας: «Ο λογισμός μου με θέτει πιο κάτω από όλους τους ανθρώπους».

η΄. Έλεγαν για τον Αββά Ωρ και τον Αββά Θεόδωρο, ότι περνούσαν τον καιρό τους με άγιες αποφάσεις και ευχαριστούσαν τον Θεό διαρκώς.

θ΄. Είπε ο Αββάς Ωρ: «Η ταπεινοφροσύνη είναι στέφανος του μοναχού».

ι΄. Είπε πάλι: «Όποιος τιμάται και επαινείται πάνω από ό,τι αξίζει, πολύ ζημιώνεται. Όποιος όμως καθόλου δεν τιμάται από τους ανθρώπους, άνωθεν θα δοξασθεί».

ια΄. Πάλι είπε: «Όταν τρυπώσει μέσα σου λογισμός υψηλοφροσύνης και υπερηφανείας, ψάξε στη συνείδηση σου, αν όλες τις εντολές τήρησες, αν αγαπάς τους εχθρούς σου και λυπάσαι για την ελάττωση τους και θαρρείς τον εαυτό σου δούλο άχρηστο και πιο αμαρτωλό απ’ όλους. Αλλά και τότε μη καυχηθείς, ότι όλα τα κατόρθωσες, ξέροντας ότι αυτός ο λογισμός όλα τα καταστρέφει».

ιβ΄. Είπε πάλι: «Σε κάθε πειρασμό, μη μέμφεσαι άνθρωπο, αλλά μονάχα τον εαυτό σου, λέγοντας, ότι εξ αιτίας σου, σού συμβαίνουν αυτά».

ιγ΄. Πάλι είπε: «Μη πεις μέσα σου εναντίον του αδελφού σου, ότι είσαι πιο νηφάλιος και πιο ασκητικός. Αλλά να υποτάσσεσαι στη χάρη του Χριστού με πνεύμα πτωχείας και αγάπης ανυπόκριτης, για να μη γλιστρήσεις σε πνεύμα καυχήσεως και χάσεις τον κόπο σου. Γιατί είναι γραμμένο: ‘‘Ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέσει’’. Και να είσαι άλατι ηρτυμένος εν Κυρίω».

ιδ΄. Είπε πάλι: «Ή φεύγοντας φεύγε τους ανθρώπους ή ας εμπαίξεις τον κόσμο και τους ανθρώπους, κάνοντας τον εαυτό σου στα πολλά να φαίνεται μωρός».

ιε΄. Πάλι είπε: «Αν κατακρίνεις τον αδελφό σου και διαμαρτυρηθεί η συνείδηση σου, πήγαινε βάλε του μετάνοια και πες: ‘‘Σε κατέκρινα’’. Και ασφαλίσου, ώστε ποτέ πλέον να μην εμπαιχθείς. Γιατί θάνατος της ψυχής είναι η καταλαλιά».

Ετικέτες