Σήμερα, αδελφοί μου, διδάσκαλός μας δεν θα είναι ούτε κάποιος προφήτης ούτε κάποιος απόστολος ούτε κάποιος ασκητής ούτε κάποιος άλλος διδάσκαλος της Εκκλησίας· σήμερα διδάσκαλός μας θα γίνη μία αμαρτωλή γυναίκα.
Μια αμαρτωλή γυναίκα; θα πήτε· και τι έχει να διδάξη στην Εκκλησία μια αμαρτωλή γυναίκα; Έχετε, αγαπητοί μου, λίγη υπομονή και η απορία σας θα λυθή. Γιά να μη σκανδαλίζεται πάντως κανείς, σας λέω από τώρα, ότι η γυναίκα αυτή δεν έμεινε για πάντα στην αμαρτία· ήρθε μια ευλογημένη μέρα που έπαυσε ν᾽ αμαρτάνη, άλλαξε ζωή, πήρε το δρόμο του Θεού, αγίασε και εορτάζει σήμερα· είνε η οσία Μαρία η Αιγυπτία, της οποίας τη μνήμη τιμά η Εκκλησία δύο φορές το έτος· την 1η Απριλίου και την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών. Αντί λοιπόν να σας ερμηνεύσω σήμερα το ευαγγέλιο η τον απόστολο, έκρινα καλό να πούμε λίγες λέξεις για την αγία αυτή.
Η οσία Μαρία, όπως γράφουν τα βιβλία, έζησε τον έκτον (Στ΄) αιώνα, στα χρόνια του αυτοκράτορος Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, τη μεγάλη πόλι της Αιγύπτου, κέντρο εμπορίου, πλούτου και γραμμάτων, αλλά και μεγάλης διαφθοράς. Οι γονείς της όμως, που δεν γνωρίζουμε τα ονόματά τους, έδειξαν ασυγχώρητη αμέλεια στην ανατροφή του παιδιού τους, με αποτέλεσμα το μικρό κορίτσι να ξεφύγη από την επιτήρησί τους και να πάρη από νωρίς το δρόμο τον κακό.
Δεν χάρηκε επί πολύ την παιδική αθωότητα· ζώντας στη μεγαλούπολι της Αλεξανδρείας μολύνθηκε γρήγορα από τη διαφθορά του περιβάλλοντος και σε ηλικία 12 ετών εξώκειλε πολύ στην αμαρτία. Από τότε και επί 17 ολόκληρα χρόνια εθήτευε στην ακολασία. Ζούσε από «μισθώματα πορνείας», όπως λέει ο προφήτης (Μιχ. 1,7). Προσείλκυε πλήθος εραστάς, εμπορευόταν τη σάρκα της, κέρδιζε πλούτη πολλά, αλλά πλούτη επαίσχυντα. Είχε γίνει φοβερή παγίδα και δίχτυ αμαρτίας για θύματα.
Όταν ήταν περίπου 30 ετών αποφάσισε ν᾽ ακολουθήση έναν όμιλο προσκυνητών που αναχωρούσε για τους Αγίους Τόπους. Πήγε μαζί τους, αλλά με άλλα κίνητρα, όχι από ευλάβεια. Μοιάζει κάπως στο σημείο αυτό της ζωής της η οσία Μαρία με τους προσκυνητάς εκείνους που τρέχουν και τώρα σε γιορτές και πανηγύρια εξωκκλησίων όχι για να προσκυνήσουν, αλλά για να διασκεδάσουν και ν᾽ αμαρτήσουν περισσότερο. Και πρέπει να πούμε, ότι σε τέτοιες μέρες πουθενά αλλού δεν γίνονται τόσες αμαρτίες όσες εκεί. Με παρόμοια διάθεσι ξεκίνησε κι αυτή για τους Αγίους Τόπους. Και έφτασε τελικά στα Ιεροσόλυμα.
Ήταν Σεπτέμβριος και στις 14 του μηνός γινόταν η εορτή του τιμίου σταυρού. Πλήθος κόσμου συνέρρεαν στην εκκλησία να προσκυνήσουν. Όταν υψώθηκε ο σταυρός πήγε να μπή μαζί με όλους στο ναό, αλλ᾽ αυτό στάθηκε αδύνατον. Ενώ επιχείρησε τρείς – τέσσερις φορές να περάση το κατώφλι, κάποια μυστηριώδης δύναμις δεν την άφηνε. Γιά πρώτη φορά τότε συναισθάνθηκε, ότι δεν είνε άξια να μπή στο ναό λόγω των αμαρτιών της. Δάκρυα έτρεξαν απ᾽ τα μάτια της κ᾽ έκανε μέσα της μια προσευχή θερμή στην Παναγία· Κυρία Θεοτόκε, σύ που γέννησες τον Υιό του Θεού, μη με απορρίψης· αξίωσε κ᾽ εμένα να προσκυνήσω τον τίμιο σταυρό, και σου υπόσχομαι ότι στο εξής θ᾽ αλλάξω ζωή, θα εγκαταλείψω την αμαρτία! (βλ. Ε.Π. Migne 87Γ΄, 3713C-D).
Μόλις τελείωσε την προσευχή, αισθάνθηκε ελεύθερη και μπήκε στο ναό. Προσκύνησε το τίμιο Ξύλο και είπε πάλι στην Παναγία· Σ᾽ ευχαριστώ, που με άκουσες· λοιπόν, Οδηγήτρια του κόσμου, οδήγησε κ᾽ εμένα όπου κρίνει η ευσπλαχνία σου· ό,τι μού πής θα κάνω, Παναγία μου… Κ᾽ ενώ έλεγε αυτά, ακούει κάποιον να φωνάζη από μακριά· «Εάν τον Ιορδάνην διέλθης, καλήν ευρήσεις ανάπαυσιν» (έ.α. 87Γ΄, 3716Α). Κι αμέσως εκτελεί την οδηγία. Χαίρε κόσμε μάταιε, χαίρετε άνθρωποι και πολιτείες της αμαρτίας, η Μαρία σας αποχαιρετά!…
Ήταν 9 το πρωί. Της έδειξαν το δρόμο, βάδισε όλη μέρα, και το ηλιοβασίλευμα έφτασε στον Ιορδάνη, όπου υπήρχε ναός του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Προσκύνησε κ᾽ έβρεξε το πρόσωπο και τα χέρια της με το νερό του ποταμού. Εκεί μετέλαβε τα άχραντα μυστήρια, ήπιε νερό από τον Ιορδάνη, και διανυκτέρευσε πλαγιάζοντας κατά γης στην όχθη. Την άλλη μέρα βρήκε ένα πλοιάριο και πέρασε απέναντι. Εκεί προσευχήθηκε πάλι στην Παναγία να την οδηγήση όπου είνε αρεστό σ᾽ αυτήν. Έτσι άρχισε μέσα στην έρημο μια ζωή σκληρή, συντροφιά με τα θηρία, και με περιπλάνησι που κράτησε 47 χρόνια!
Ποιος τώρα να διηγηθή τους πειρασμούς της, τον πόλεμο του σατανά, τους κινδύνους, τους αγώνες της, τις προσευχές της, τα θαυμαστά σημεία της; 17 χρόνια πάλεψε με τις αναμνήσεις του παρελθόντος και τις κοσμικές επιθυμίες που την τάραζαν. Οι λογισμοί άλλοτε της θύμιζαν την Αλεξάνδρεια και της έλεγαν, Πόσο ανόητη είσαι που άφησες τη μεγαλούπολί σου για να έρθης να θαφτής σ᾽ αυτή την έρημο…! άλλοτε τις θύμιζαν τα συμπόσια, τα πλούσια φαγητά και ποτά, τις μουσικές, τα πορνικά τραγούδια, τους χορούς, τους εραστάς, τα πλούτη, τα πολυτελή ρούχα, όλα όσα μπορούν ν᾽ ανάψουν την πυρκαϊά των παθών.
Ικέτευε τον Κύριο πέφτοντας στα γόνατα και βρέχοντας το έδαφος με δάκρυα. Οδηγό, βοηθό και παρήγορό της είχε την Παναγία, στην οποία κατέφευγε κάθε φορά. Κι όταν πλέον ο εχθρός είδε ότι δεν μπορεί να τη νικήση, την άφησε. Έζησε έτσι στην έρημο άλλα 30 χρόνια, εν συνόλω δηλαδή 47.
Στο διάστημα αυτό, άλλοτε μέσα την παγωνιά του χειμώνα κι άλλοτε μέσα στον καύσωνα του θέρους, το ρούχο που φορούσε έλειωσε, το σώμα της στέγνωσε, τα μαλλιά της άσπρισαν· Τρεφόταν με ό,τι μπορεί να βρεθή στην έρημο. Άνθρωπο δεν είδε. Βιβλία να διαβάση δεν είχε – δεν ήξερε άλλωστε γράμματα. Μόνη πηγή ενισχύσεως η αγάπη στο Θεό, η πίστι στην πρόνοιά του, η διαρκής προσευχή.
Προς το τέλος του βίου της οικονόμησε ο Θεός, κατά τη συνήθεια των μοναχών, να βγή στην έρημο τις ημέρες της μεγάλης Τεσσαρακοστής ένας ασκητής, ο αββάς Ζωσιμάς. Η οσία Μαρία, υπό συνθήκες θαυμαστές, συναντήθηκε μαζί του και του διηγήθηκε όλη την ιστορία της. Προτού ν᾽ αποχωριστούν τον παρακάλεσε, τη Μεγάλη Πέμπτη του επομένου έτους να της φέρη το σώμα και το αίμα του Κυρίου να κοινωνήση. Ο Ζωσιμάς δεν το ξέχασε. Παίρνει τα τίμια δώρα και έρχεται. Αλλά πως να περάση το ποτάμι; Βλέπει όμως την οσία στην απέναντι όχθη να κάνη το σημείο του σταυρού στον ποταμό –ήταν νύχτα με πανσέληνο–, να περπατάη πάνω στα νερά και να ᾽ρχεται προς αυτόν. Ο Ζωσιμάς κοίταζε κατάπληκτος. Μετά, αφού είπε το Πιστεύω και το Πάτερ ημών, την κοινώνησε. Εκείνη ύψωσε τα χέρια στον ουρανό και με δάκρυα είπε· «Νύν απολύεις την δούλην σου, ώ Δέσποτα, …ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου» (Λουκ. 2,29-30). Τέλος του ζήτησε, να ξαναέρθη του χρόνου· «Ελθέ πάντως διά τον Κύριον, και πάλιν όψει με καθώς θέλει ο Κύριος» (έ.α. 87Γ΄, 3721Β-D).
Μετά από ένα έτος, όταν ήρθε πάλι ο άγιος Ζωσιμάς, τη βρήκε νεκρή στο μέρος όπου συναντήθηκαν την πρώτη φορά. Κοντά στο κεφάλι της είδε χαραγμένα στη γη τα λόγια· «Θάψον, αββά Ζωσιμά, εν τούτω τώ τόπω της ταπεινής Μαρίας το λείψανον» (έ.α. 87Γ΄, 3724Β-C). Την έθαψε με τη βοήθεια ενός λιονταριού, που έσκαψε με τα νύχια του τον τάφο της.
Αυτός με συντομία είνε ο βίος και το τέλος της σημερινής αγίας. Όλα αυτά τα διηγήθηκε η ίδια στον άγιο Ζωσιμά· από αυτόν έγινε γνωστός ο βίος και η άθλησί της, και τον 7ο αιώνα τα έγραψε ο άγιος Σωφρόνιος πατριάρχης Ιεροσολύμων (βλ. Βίος Μαρίας Αιγυπτίας της από εταιρίδων οσίως ασκησάσης κατά την έρημον του Ιορδάνου· Ε.Π. Migne 87Γ΄, 3697-3726).
Το πρώτο ασφαλώς που εντυπωσιάζει στον βίο της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας είνε, αγαπητοί μου, η δύναμι της μετανοίας. Πως μια ψυχή χαμένη κερδήθηκε για τον Κύριο! «Μεγάλη η μετάνοια» θ᾽ ακούσουμε τη Μεγάλη Τετάρτη (αίν.). Αν δεν υπήρχε μετάνοια, θα είχε αγίους ο παράδεισος; όλοι θα ήταν για την κόλασι.
Και το δεύτερο που κάνει εντύπωσι είνε η στάσι, ο σεβασμός της οσίας προς τον ιερέα. Ήταν αγία, ζούσε υπέρ φύσιν, έκανε θαύματα· και όμως, για να σωθή, είχε ανάγκη από το πετραχήλι. Γι᾽ αυτό κι ο άγιος Κοσμάς δίδασκε· Αν συναντήσης έναν άγγελο και έναν ιερέα, τον ιερέα να προσκυνήσης πρώτα (ημ. έργ. σ. 153).
Άς μετανοήσουμε κ᾽ εμείς, άς μισήσουμε την αμαρτία, άς αναζητήσουμε καλό πνευματικό πατέρα, με την ευλογία του άς κοινωνήσουμε τα θεία μυστήρια, και ο Θεός ασφαλώς θα μας αξιώση του ελέους του· αμήν.
(†) επίσκοπος Αυγουστίνος