Τα ερωτήματα και ο προβληματισμός για τη συχνότητα της θείας Κοινωνίας, για τη σχέση ανάμεσα στο μυστήριο της Ευχαριστίας και της εξομολόγησης, όπως και τα ερωτήματα που αφορούν την ουσία και τον τύπο της εξομολόγησης, είναι σήμερα σημάδια ζωντάνιας και εγρήγορσης του εκκλησιαστικού σώματος.
Φανερώνουν ότι ανάμεσα στους Ορθοδόξους υπάρχει φανερό ενδιαφέρον για το ουσιώδες και δίψα για ό,τι είναι πνευματικά γνήσιο. Θα ήταν λοιπόν εσφαλμένο να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε τέτοια ερωτήματα απλώς με “διοικητικά” μέτρα, με θεσπίσματα και απαγορευτικές εγκυκλίους. Γιατί, στην πραγματικότητα αυτό με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι είναι ένα καίριο πνευματικό ερώτημα που αφορά ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας.
Μόνο ένας πνευματικά τυφλός και αδιάφορος άνθρωπος θα αρνιόταν ότι παρά τη σχετική της ευημερία, εξωτερική και υλική, αυτό που απειλεί την Εκκλησία προέρχεται εκ των έσω και δεν είναι παρά ο κίνδυνος της εκκοσμίκευσης, της βαθιάς πνευματικής αποσύνθεσης. Τα τραγικά συμπτώματα αυτού του μαρασμού έχουν εμφανισθεί πολύ καιρό πριν. Οι ατελείωτες διαμάχες πάνω στα καταστατικά των ενοριών, το ευρέως διαδεδομένο ενδιαφέρον των ενοριτών για την προάσπιση των “συμφερόντων”, των “δικαιωμάτων” και των “περιουσιακών” έναντι της ιεραρχίας και του κλήρου, η απίστευτη ευκολία με την οποία ακόμη και παλιές και ιστορικές ενορίες απλά εγκαταλείπουν την Εκκλησία χάριν αυτών των “δικαίων αιτημάτων”, ο εγκεντρισμός ουσιαστικά όλων των εκκλησιαστικών συμβουλίων, εθνικών, επισκοπικών και ενοριακών πάνω στα εξωτερικά, τα υλικά και τα “νόμιμα” – όλα αυτά αποκαλύπτουν τέτοια βαθιά εκκοσμίκευση του νου και της συνείδησης που προκαλούν ανησυχία για το μέλλον της Εκκλησίας, η οποία αντιθέτως δεν δείχνει να συνειδητοποιεί το πραγματικό εύρος και βάθος της κρίσης.
Κι όμως, είναι ακριβώς αυτή η εκκοσμίκευση, που οδηγεί τόσους ανθρώπους και ιδιαίτερα νέους μακριά από την Εκκλησία, αφού κανείς δεν τους μιλά για το αληθινό της νόημα και τι σημαίνει να είναι μέλη της. Μέσα στην ίδια την Εκκλησία η έκκληση για εμβάθυνση στην εσωτερική και πνευματική ζωή ακούγεται σπάνια και συχνά το “πνευματικό” εξαντλείται σε συνεστιάσεις, επετειακές πανηγύρεις, οικονομικές εξορμήσεις και ψυχαγωγικά προγράμματα.
Υπάρχει μία τάση να επιλύουμε όλα τα φλέγοντα και δύσκολα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της μετοχής στη θεία Κοινωνία, με απλές αναφορές στο παρελθόν: στις πρακτικές που χαρακτηρίζονταν ως κανονικές στη Ρωσία, την Ελλάδα, την Πολωνία, κ.λπ. Αυτή η τάση, ωστόσο, δεν είναι μόνο λανθασμένη αλλά και επικίνδυνη. Γιατί συχνά το παρελθόν, ανεξαρτήτως χώρας, απείχε πολύ από το να είναι ορθόδοξο και σωστό. Για να αντιληφθούμε το γεγονός αυτό αρκεί να διαβάσουμε, για παράδειγμα, τις παρατηρήσεις του καθολικού σώματος της Ρωσικής ιεραρχίας στα έτη 1905-1912 [..]. Κυριολεκτικά χωρίς εξαιρέσεις, οι τότε Ρώσοι επίσκοποι, από τους πιο καταρτισμένους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αναμφίβολα από τους πιο παραδοσιακούς, χαρακτήρισαν την πνευματική, λειτουργική, εκπαιδευτική κ.λ.π. κατάσταση της Εκκλησίας ως βαρύτατα ελλιπή, και απαιτούσαν επείγουσες αλλαγές. Κατ’ αρχήν ο Χομιάκοφ αποκήρυξε κάθε τι που έδενε στο άρμα του δυτικού Σχολαστικισμού και Νομικισμού τα αληθινά ζωντανά και παραγωγικά στοιχεία της Ρωσικής θεολογίας. Ο Μητροπολίτης Άντονυ (Κραποβίτσκυ) έκανε έκκληση για ριζική αναμόρφωση των Ρωσικών ιερατικών σχολών και ακαδημιών. Και ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης καταδίκαζε με αυστηρότητα την χλιαρότητα και τον τυπικό ευσεβισμό της Ρωσικής κοινωνίας που είχε υποβαθμίσει τη μετοχή στη θεία Κοινωνία σε μία “άπαξ του έτους υποχρέωση” και την Θεανδρική ζωή της εκκλησίας στο επίπεδο των “εθίμων”. Κάτω από αυτή την οπτική γωνία, οι απλές αναφορές και εκκλήσεις στο παρελθόν δεν θα ήταν δόκιμες, αφού το ίδιο το παρελθόν χρήζει επαναξιολόγησης υπό το φως της γνήσιας ορθόδοξης παράδοσης. Το μοναδικό κριτήριο είναι πάντοτε και σε κάθε περίπτωση αυτή η ίδια η Παράδοση και ο προβληματισμός αφορά τον τρόπο που θα την ενσωματώσουμε στην παρούσα κατάσταση, που διαφέρει τόσο ριζικά από το παρελθόν.
Αυτή η κατάσταση προσδιορίζεται κυρίως από μία βαθιά πνευματική κρίση της κοινωνίας, του πολιτισμού, του ίδιου του ανθρώπου. Η εκκοσμίκευση είναι η απομάκρυνση της ανθρώπινης ζωής από τον Θεό. Αυτή είναι η κρίση που αρχίζει να επηρεάζει και την Εκκλησία. Είναι επικίνδυνο και αφελές να νομίζει κανείς ότι η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας μπορεί να σταματήσει με αποφάσεις και διοικητικές πράξεις. Γιατί, καταρχήν, η εκκοσμίκευση πλήττει τον θησαυρό της Εκκλησίας, τα άγια των αγίων – τα θεία Μυστήρια.
Εκκοσμίκευση & μυστήρια
Αν ξεκινώ αυτή την αναφορά στα μυστήρια με γενικές παρατηρήσεις που αφορούν την κατάσταση του κόσμου και της Εκκλησίας, είναι γιατί είμαι πεπεισμένος ότι το νέο ενδιαφέρον πάνω στις μυστηριακές πρακτικές και τους κανόνες πηγάζει από αυτή τη μεγάλη κρίση και συνδέεται άμεσα μαζί της. Έχω τη γνώμη ότι ο προβληματισμός για τη συμμετοχή του λαού στα Μυστήρια είναι στην πραγματικότητα το κλειδί για την είσοδο στην καθολικότητα της εκκλησιαστικής ζωής· στη λύση αυτού του προβλήματος στηρίζεται εν τέλει το μέλλον της Εκκλησίας, η αναγέννηση ή η αποσύνθεσή της.
Εκεί όπου η Ευχαριστία και η θεία Κοινωνία έχουν γίνει και πάλι “το κέντρο της χριστιανικής ζωής”, τα προβλήματα των σχέσεων της ενορίας με την Εκκλησία και την ιεραρχία, τα προβλήματα με τους κανόνες και τις οικονομικές δεσμεύσεις, παύουν να υπάρχουν. Κάτι, βέβαια, που δεν είναι τυχαίο. Γιατί, όπου η ενοριακή ζωή δεν θεμελιώνεται πάνω απ’ όλα στον Ιησού Χριστό – που σημαίνει πάνω σε μια ζωντανή και σταθερή κοινωνία μαζί Του και μέσω Αυτού με το μυστήριο της Παρουσίας Του, τη θεία Ευχαριστία – εκεί, αργά ή γρήγορα αλλά αναπόφευκτα, κάτι διαφορετικό θα αναδυθεί και θα επικρατήσει: τα “περιουσιακά” και η “διεκδίκησή τους”, οι πολιτικές σκοπιμότητες, τα εθνικιστικά φρονήματα, οι υλικές επιτυχίες, η “καύχηση” της κοινότητας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι πλέον ο Χριστός, αλλά κάτι άλλο που διαμορφώνει, και εντέλει απ-οικοδομεί, την ενοριακή ζωή.
Μέχρι πρόσφατα και για πολύ καιρό, οι ενορίες μας παράλληλα με τη θρησκευτική τους αποστολή είχαν ένα είδος φυσικού υποστηρίγματος: φυλετικού, εθνικού, γλωσσικού. Οι ενορίες ήταν το πλαίσιο και ο τρόπος ένωσης των μεταναστών, δηλαδή των εθνικών εκείνων μειονοτήτων που αναζητούσαν συγκροτημένη ταυτότητα και επιβίωση στην Αμερικανική κοινωνία, που αρχικά ήταν ξένη και αργότερα εχθρική απέναντί τους. Τώρα, ωστόσο, αυτή η “μεταναστευτική” περίοδος της ιστορίας της εκκλησίας μας οδηγείται ραγδαία προς το τέλος της. Αυτή η “φυσική” βάση γρήγορα καταρρέει και εξαφανίζεται. Το επόμενο ερώτημα είναι το εξής: Τι θα την αντικαταστήσει; Μήπως είναι οδυνηρά ξεκάθαρο ότι εάν δεν αντικατασταθεί από την ίδια την αλήθεια και εμπειρία της Εκκλησίας – την εν Χριστώ ενότητα – τότε αναγκαστικά θα εκφυλιστεί σε μία αθεολόγητη, ή και αντίχριστη θεώρηση της ενορίας ως απλού αποδέκτη και διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων; … Γιατί, είναι πλέον γνωστό και αποδεδειγμένο ότι αυτό που δεν καταφέρνει να ενώσει τους ανθρώπους γύρω του, τους συσπειρώνει εναντίον του. Κι εδώ βρίσκεται η τραγική διάσταση της παρούσας κατάστασης.
Αυτός είναι ο λόγος που το ερώτημα περί μυστηρίων έχει τέτοια ιδιαίτερη σημασία. Μόνο στα μυστήρια μπορούμε να βρούμε αυτό που μας τροφοδοτεί μ’ έναν θετικό τρόπο: την αρχή της ενότητας, που τόσο φανερά λείπει από την εκκλησιαστική ζωή σήμερα. Μόνο στα μυστήρια είναι ριζωμένη αυτή η δυνατότητα για αλλαγή της νοο-τροπίας μας. Εάν έχει προκύψει ένας έντονος προβληματισμός σήμερα, είναι γιατί όλο και περισσότεροι άνθρωποι, συνειδητά ή ασυνείδητα, αναζητούν μία επαναθεώρηση, μία νέα “βάση” που θα έδινε τη δυνατότητα στην ενορία να ανακαλύψει το εκκλησιαστικό της νόημα και να θέσει τέρμα στη ραγδαία και λυπηρή “εκκοσμίκευση”.
Πηγή: “Εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία”, του πρωτοπρ. Αλεξάνδρου Σμέμαν, περιοδικό Επίγνωση, τ. 86, Φθινόπωρο 2003.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)