π. Αθανάσιος Μυτιληναίος
«Τί εἶναι μόδα; Ἡ λέξη εἶναι ξένη, εἶναι τό «mode», πέρασε στήν γλῶσσα μας μέ τήν ἴδια λέξη, καί τό d τό κάναμε δ. Ἑλληνικά λέγεται «συρμός». Συρμός ἤ μόδα θά πεῖ: Ἡ ἀντίληψη πού ἔχει ἕνα κοινωνικό σύνολο γιά κάποια πράγματα μέσα στή ζωή ἤ γιά τή ζωή. Γιά παράδειγμα, πῶς θά ντυθοῦμε, νά εἴμαστε κάτω ἀπό τόν ἴδιο συρμό, τή μόδα. Σήμερα δέν φορᾶνε φουστανέλες οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά φορᾶνε οἱ ἄνδρες αὐτά, τά ὁποῖα λέγονται «φράγκικα ροῦχα». Παλιά, τά ραφτάδικα, εἰδικά στά χωριά, ἔγραφαν ἀπό ἔξω: «Ἑλληνοράφτης», δηλαδή ὁ ράφτης πού ράβει φουστανέλες.
Στίς πόλεις παλιά ἔγραφαν οἱ ραφτάδες: «Φραγκοράφτης», ἐν ἀντιθέσει μέ τό «ἑλληνοράφτες», γι’ αὐτό λέγονταν «φραγκοράφτες». Θά πεῖ: Αὐτός πού ράβει παντελόνια. Ὑπῆρξε ἐποχή, ὁ συρμός, ἡ μόδα, πού φοροῦσαν φουστανέλες οἱ ἄνδρες. Σήμερα φορᾶμε παντελόνια, δέν φορᾶμε φουστανέλες. Ἡ μόδα λοιπόν εἶναι ἕνας τρόπος νά ντυθοῦμε, ἕνας τρόπος τί θά φᾶμε, ἕνας τρόπος πῶς θά χτίσομε τό σπίτι μας, νά εἶναι ἴδιο μέ τά ἄλλα. Θυμᾶμαι, προπολεμικῶς, κυκλοφοροῦσε κάποιος, Μιχάλη τόν ἔλεγαν, στόν τόπο πού ἔμενα, καί φοροῦσε ἀρχαῖο χιτῶνα καί ἱμάτιο ἀπό πάνω, φοροῦσε πέδιλα ἀρχαιοπρεπῆ, καί τόν ἔλεγαν:
«Ὁ Μιχάλης ὁ ἀρχαῖος». Ὅλοι τόν κοιτοῦσαν. Καμάρωνε νά περπατᾶ ἔτσι, καθόταν στό ζαχαροπλαστεῖο μέ τήν ἀρχαιοπρεπῆ του στολή, ἦταν ἄλλο πρᾶγμα, τόν ἔπαιρναν τά πιτσιρίκια ἀπό πίσω. Καταλαβαίνετε, δέν πρέπει νά εἶναι κανείς ντεμοντέ, δηλαδή ἔξω ἀπό τή μόδα, νά ντυθοῦμε ὅλοι τό ἴδιο, εἶναι ὁ συρμός, ἡ μόδα.
Εἶναι καί κάτι ἀκόμη ἡ μόδα, ἐδῶ θέλω νά προσέξετε. Ἡ μόδα εἶναι καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο σκεπτόμαστε. Σήμερα λένε οἱ ἄνθρωποι, ὅταν δοῦνε μία ἰδέα, μία ἀντίληψη διαφορετική, πού ἀνήκει ἴσως σέ κάποια ἄλλη ἐποχή, λένε: «Αὐτό εἶναι παλιό, εἶναι ντεμοντέ, εἶναι ἐκτός μόδας, πρέπει νά σκεπτόμαστε ὅπως σκέπτονται σήμερα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι».
Ὥστε ἡ μόδα δέν περιορίζεται μόνο σέ κάποια ἐξωτερικά πράγματα, ἀλλά καθορίζει καί τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι σκέπτονται. Τό νά ντυθεῖς ὅπως ντύνονται οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς σου δέν εἶναι κακό. Πῶς ντύνονται οἱ ἄντρες; Μέ παντελόνι καί σακάκι. Πῶς ντύνονταν οἱ γυναῖκες; Μέ φουτσάνι, πού ἦταν ποδήρης χιτώνας, ἕως τόν ἀστράγαλο. Τώρα εἶναι πιό πάνω, ἀρκεῖ νά εἶναι σεμνό. Αὐτό τό καταλαβαίνομε, δέν θά σταθοῦμε ἔξω ἀπό τήν ἐποχή μας, ἀλλά ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά πρέπει νά προσέξομε εἶναι τό πῶς ἡ ἐποχή μας σκέπτεται καί ἄν αὐτό ἀποτελεῖ οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς μόδας. Πρέπει νά τό προσέξομε, ἄν πρέπει ἔτσι νά σκεπτόμαστε ἤ ὄχι.
Συμπέρασμα: Δέν θά βγῶ ἀπό τήν ἐποχή μου, θά εἶμαι στήν ἐποχή μου μέσα. Πῶς ντύνεστε; Ὅπως ντύνεστε. Μήν κοιτᾶτε πού παλιότερα τά ἀνδρικά κουστούμια ἔβαζαν πέντε κουμπάκια στό μανίκι, τήν ἄλλη χρονιά ἡ μόδα ἔλεγε τρία κουμπάκια στό μανίκι, τή μία χρονιά ἡ μόδα ἔλεγε στό σακάκι ὁ γιακάς νά εἶναι κλειστός, τήν ἄλλη χρονιά τό σακάκι νά ἔχει μεγάλα πέτα. Αὐτά τώρα … μικρολεπτομέρειες, γιά νά ἀλλάζουμε, νά ἔχομε δουλειά νά βρισκόμαστε. Αὐτά εἶναι μικρολεπτομέρειες καί δέν ἔχουν πάρα πολλή σημασία. Μήν εἶστε κυνηγοί αὐτῆς τῆς μόδας, θά ντυθοῦμε σέ ἕναν μέσον ὄρον, πού ὑπάρχει στήν ἐποχή μας. Γιά τόν ἄνδρα τί εἶναι; Σακάκι, παντελόνι. Μήν τρέχομε στίς μικροδιαφοροποιήσεις, λίγο πιό στενό, ἤ νά εἶναι καμπάνα τό παντελόνι, τίποτε. Θά ἔχομε μία συντηρητικότητα, μήν σπεύδομε νά ἀκολουθοῦμε τά δεδομένα τῆς μόδας.
Ἡ μόδα ἔχει καί ἕνα ἄλλος μέρος: Τό πῶς σκεπτόμαστε. Αὐτό θά τό προσέξομε. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ μόδα εἶναι στούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τούτου. Μήπως καί οἱ ἅγιοι δέν ντύθηκαν μέ τή μόδα τῆς ἐποχῆς των; Ὅταν ἐμεῖς φορᾶμε ράσα, ξέρετε τί εἶναι; Εἶναι ἡ μόδα μιᾶς περασμένης ἐποχῆς, πού δέν ἐξελίχθηκε. Ὁ Χριστός φοροῦσε τά ροῦχα τῆς ἐποχῆς. Ἀλλά στό θέμα τῆς νοοτροπίας, τό πῶς σκέφτεται ὁ κόσμος, θά πρέπει νά προσέξομε πολύ.
Ὁ κόσμος βρίσκεται μακριά ἀπό τό Θεό, σκέπτεται ὑλιστικά, ἀθεϊστικά, ἁμαρτωλά, καί λέμε ὅτι μόδα εἶναι σήμερα νά διασκεδάζομε μέ αὐτόν τόν τρόπο, νά πηγαίνομε σέ καφετέριες. Ἐδῶ πρέπει νά συμβαδίσομε μέ τή μόδα; Ὄχι, αὐτά εἶναι ἡ νοοτροπία τοῦ κόσμου τούτου. Εἶναι αὐτό πού λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον, μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ». Αὐτά πού εἶναι μέσα στόν κόσμο εἶναι οἱ νοοτροπίες τοῦ κόσμου, τό πῶς σκέπτεται ὁ κόσμος. Μά, θά μᾶς γελάσουν οἱ ἄλλοι … Γιατί νά μᾶς γελάσουν, γιατί πρέπει νά γελάσουν αὐτοί καί νά μήν γελάσω ἐγώ μέ αὐτούς; Μά, θά μοῦ πεῖτε: Αὐτοί εἶναι οἱ πολλοί, καί πρέπει νά ἀκοῦμε τή γνώμη τῶν πολλῶν. Ξέρετε τί ἔλεγε ὁ Σωκράτης; «Δέν ἔχει ἀξία ἡ γνώμη τῶν πολλῶν, ἀλλά ἡ γνώμη τοῦ ἑνός, ἡ γνώμη τοῦ εἰδήμονος».
Ἄς προσέξομε τή μόδα, ὡς πρός τόν τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι. Ὡς πρός δέ τά ἐξωτερικά πράγματα, πῶς θά ντυθοῦμε, θά φᾶμε κτλ., προσέξτε, μήν σπεύδομε, ἄν κάτι δέν ἔχει παλιώσει, ὥστε αὐτό πού πάλιωσε πιά νά μήν προκαλεῖ, τίποτε, νά μήν εἴμαστε κυνηγοί τῆς μόδας. Θά ὑπάρχει μία σεμνότητα, μία συντηρητικότητα. Τή μία φορά εἴχαμε τίς μαλλοῦρες, τίς πλεξοῦδες τά ἀγόρια, ἔτσι πού νά μοιάζουν σάν κορίτσια. Τώρα ἔμαθα ὅτι κουρεύονται μέ τήν ψιλή μηχανή. Γιατί νά κουρευτῶ μέ τήν ψιλή ἤ νά ἀφήσω μαλλιά σάν χαίτη λιονταριοῦ; Ὑπάρχει λόγος; Θά ἀφήσω κάποια μαλλιά καί θά τά κόψω ὅσο πρέπει νά τά κόψω. Μήν τρέχομε πάντα γι’ αὐτό τό κάτι καινούριο, γιατί εἶναι μία ἀλαζονεία τοῦ βίου, ἡ ὁποία δέν ὁδηγεῖ σέ καλά ἀποτελέσματα».
(Ὁμιλία στίς 19-2-1989, ἐπί ἀποριῶν νέων)