ΕΡΕΥΝΑ

Πότε η προσέλευση στη Θεία κοινωνία είναι επιζήμια; Β’

 

 

 

 

Η συμμετοχή πολλών ανθρώπων στο άγιο μυστήριο γίνεται σαν κάτι εθιμοτυπικό ανάμεσα στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, τα οποία πρέπει να επιτελέσουν απέναντι στον Θεό. Ακόμη και η λέξη «καθήκοντα» που επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν κουβαλά μέσα της τον καθωσπρεπισμό και την συνήθεια, και όχι την καρδιακή πίστη και αγάπη. Όλα γίνονται γιατί πρέπει και από μία προληπτική σχέση με τον Θεό για να Τον εξευμενίσουν, ώστε να είναι κοντά τους. Η αληθινή ανάγκη να ενωθεί ο άνθρωπος με τον Θεό γίνεται μία τυπική πράξη, βγαλμένη μέσα από την άγνοια και την συνεχή επανάληψη μιας παραδοσιακής κουλτούρας και εθίμου. Όμως η Θεία Κοινωνία δεν είναι ένα έθιμο, αλλά ένωση με τον Θεό, δεν είναι μία τυπική θρησκευτική πράξη, αλλά η μετοχή του ανθρώπου με το θείο. Δεν είναι μία μαγική πράξη για το καλό και την υγεία, αλλά η εν Χριστώ ζωή. Δεν κοινωνεί ο χριστιανός δύο φορές τον χρόνο για το καλό των εορτών, αλλά η θεία Κοινωνία είναι συνεχής τρόπος της εν Χριστώ ζωής του.

Η επιζήμια συνήθεια

Έτσι παρατηρεί κανείς πλήθος μεγάλο να κοινωνά στις μεγάλες εορτές. Προσέρχονται τις ημέρες αυτές, Αγ. Θεοδώρων, Μ. Πέμπτη και Μ. Σάββατο, τα Χριστούγεννα και της Παναγίας, στην Θεία Κοινωνία σαν μάζες ανθρώπων που σπρώχνουν, που συνωθούνται, που αγανακτούν, που απαιτούν να κοινωνήσουν πρώτοι τσαλαπατώντας τους άλλους. Όλα αυτά γίνονται σαν να είναι μία υποχρέωση και έθιμο αναγκαίο που το εκπληρώνουν και φεύγουν γρήγορα για τις δουλειές τους. Ο Ιερός Χρυσόστομος έβλεπε την προσέλευση του λαου να γίνεται «απλώς και ως έτυχε και συνηθεία» και κήρυττε ότι καιρός μετοχής στο Μυστήριο δεν είναι η γιορτή, αλλά η της «ψυχής ειλικρίνεια και καθαρότης». Είναι το μόνο πνευματικό εφόδιο για την συμμετοχή του κάθε πιστού, όχι μόνο για μία ημέρα γιορτής, αλλά και για κάθε μέρα της ζωής του. Στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε μία τεράστια διαδικασία καθαρμών πριν προχωρήσουν στις θυσίες. Αυτό φανέρωνε την ευλάβεια που χρειάζεται ο άνθρωπος για να προσεγγίσει τον Θεό. Ήταν παράλληλα και κάτι προφητικό και συμβολικό για την καθαρότητα όχι την εξωτερική, αλλά της καρδιάς που χρειάζεται για την μετοχή στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Σήμερα, στην εποχή της χάριτος, δεν μπορεί να συμμετέχει κάποιος στην θυσία του Χριστού επειδή το λέει η γιορτή και χωρίς προετοιμασία. Η σχέση του πιστού με τον Θεό δεν είναι περιστασιακή, ούτε ορίζεται μόνο από τις γιορτές. Δεν είναι χριστιανός με δόσεις, ούτε εποχιακός και ακόλουθος της παράδοσης. Δεν κοινωνά μία ή δύο φορές τον χρόνο για το καλό των ημερών του Πάσχα ή των Χριστουγέννων, αλλά είναι κάθε Κυριακή ενωμένος με τον Θεό, με φόβο Θεού και πόθο Θεού. Δεν τον κάνουν άγιο οι ημέρες, ούτε και η νηστεία, αλλά η προσωπική κάθαρση και μετάνοια. Είναι ύβρις στον Θεό να πλησιάζει με βρώμικα χέρια και χείλη και καρδιά για να κοινωνήσει το Σώμα του Χριστού. Ένας έλεγχος έρχεται να τραντάξει την κάθε ψυχή. Κανείς δεν θα τολμούσε με στόμα που δυσοσμεί να ασπασθεί τον βασιλιά. Κι όμως πώς τολμά με ψυχή που αναδύει την δυσοσμία της αμαρτίας να γευτεί ολόκληρο τον Χριστό;

«Πολλούς βλέπω να κοινωνούν το Σώμα του Χριστού, οι πιο πολλοί απροετοίμαστοι, όπως νά ’ναι και από έθιμο, παρά σύμφωνα με τον λόγο του Θεού, συνειδητά και με επίγνωση. Αν έρθει ο καιρός της Σαρακοστής, όπως κι αν είναι κάποιος πηγαίνει και κοινωνεί των Μυστηρίων και αν έρθουν τα Χριστούγεννα το ίδιο. Όμως, δεν είναι η γιορτή των Χριστουγέννων ο κατάλληλος καιρός, ούτε η Σαρακοστή τον κάνει άξιο να προσέλθει, αλλά η ειλικρίνεια της ψυχής και η καθαρότητα. Με αυτήν την καθαρότητα πάντα να πλησιάζεις, και ποτέ σου χωρίς αυτήν. Κοίταξε τι λέγει, «όποτε το κάνετε αυτό, τον θάνατο του Κυρίου καταγγέλλετε». Δηλαδή είναι σαν να λέει, στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας ζείτε πραγματικά την σωτηρία που σας έδωκα, την δικιά μου ευεργεσία. Σκέψου εκείνους που συμετείχαν στις θυσίες της Π. Διαθήκης, με τι φόβο τις τελούσαν. Τι έπρατταν και τι έκαναν από πριν; Πάντοτε τελούσαν καθαρμούς για τον εαυτό τους. Συ όμως όταν πρόκειται να πλησιάσεις στην θυσία του Χριστού, όπου και αυτοί οι άγγελοι φρίττουν, την προσέλευσή σου την κανονίζεις σύμφωνα με τις ημέρες των εορτών; Και πώς θα σταθείς μπροστά στο βήμα του Χριστού, με μιαρά χέρια και χείλη, τολμώντας να κοινωνήσεις αυτό το Σώμα του Χριστού; Και τον βασιλιά δεν θα τον πλησίαζες να τον ασπαστείς με το στόμα σου που βρωμά· όμως τον Βασιλέα του ουρανού τον καταφιλείς με ψυχή που εκπνέει δυσωδία αμαρτίας; Ύβρις είναι αυτή η προσέλευσή σου. Πες μου, άραγε θα επέτρεπες στον εαυτό σου να προσέλθει στην Θυσία με λερωμένα χέρια; Δεν το πιστεύω· αλλά θα προτιμούσες να μην έλθεις καθόλου παρά με χέρια ρυπαρά. Κι αν είσαι ευλαβής στα μικρά πράγματα, πώς μπορείς και τολμάς να προσέρχεσαι και να αγγίζεις τον Θεό έχοντας βρώμικη ψυχή; Και ενώ μέσα στα χέρια σου λίγο κρατιέται το Σώμα του Χριστού, όμως, μέσα στην ψυχή σου εισέρχεται ολόκληρος Αυτός και συγχωνεύεται. Τι όμως; Δεν βλέπεις τα άγια σκεύη πόσο καθαρά και λαμπερά είναι; Πιο καθαρές πρέπει να είναι οι ψυχές μας, πιότερο άγιες και λαμπρές. Τι λοιπόν; Εκείνα τα σκεύη έγιναν έτσι για μας. Εκείνα δεν κοινωνούν με το περιεχόμενο που βαστάζουν, τον Χριστό, δεν αισθάνονται. Εμείς όμως ναι. Και ενώ δεν τολμάς να χρησιμοποιήσεις ρυπαρό σκεύος, τολμάς με ρυπαρή ψυχή να προσέλθεις;».

 

Διαβάστε επίσης: Πότε η προσέλευση στη Θεία κοινωνία είναι επιζήμια Α’

Μέσα σ’ αυτόν τον έλεγχο του Ιερού Χρυσοστόμου έρχεται με την σειρά του και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός να προσθέσει την αγωνία του και τον προσωπικό έλεγχο την ώρα που πρόκειται να δεχθεί μέσα του «όλον το Σώμα» του Χριστού. Πολύ όμορφα σε μία ευχή της Θείας Μεταλήψεως καταθέτει τον εαυτό του εν μετανοία και συναισθήσει της αμαρτωλότητός του. Αγωνιά για τον εαυτό του και παρακαλεί τον Κύριο να τον ελεήσει και να τον αποδεχτεί όπως τον Ληστή, την Χαναναία, τον Τελώνη, την Αιμορροούσα και την Πόρνη. Όλα τα πρόσωπα αυτά εκφράζουν την δική του αμαρτωλότητα, την μετάνοια και τον πόθο του να ενωθεί με τον Χριστό.

«Μπροστά στις πόρτες του ναού σου παρευρίσκομαι κι από τους κακούς λογισμούς δεν μπορώ να ξεφύγω, αλλά συ Χριστέ μου ο Θεός μου, που τον Τελώνη δικαίωσες και την Χαναναία ελέησες και στον Ληστή τις πόρτες του Παραδείσου άνοιξες, άνοιξε και σε μένα τα σπλάγχνα της φιλανθρωπίας σου και να με δεχτείς τώρα που προσέρχομαι και σ’ αγγίζω σαν την Πόρνη και την Αιμορροούσα· η μία, όταν άγγιξε το άκρο του ενδύματός σου αμέσως πήρε την γιατρειά της, ενώ η άλλη όταν κράτησε τα άχραντα πόδια σου, έλαβε την λύση των αμαρτημάτων της. Εμένα όμως τον ελεεινό που τολμώ όλο σου το Σώμα να δεχτώ, μη με καταφλέξεις· αλλά να με δεχτείς όπως και εκείνες, και να φωτίσεις τα αισθητήρια της ψυχής μου, κατακαίγοντάς μου τα εγκλήματα της αμαρτίας με τις πρεσβείες της Παναγίας, που σε γέννησε με άσπορο σύλληψη, και των επουρανίων δυνάμεων. Ότι συ είσαι ευλογητός εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Τα πανηγύρια και οι γιορτές

Στην εποχή μας η σχέση πολλών χριστιανών με την Εκκλησία είναι σχέση διακοπών και πανηγύρεων. Στις ημέρες των εορτών η αργία είναι επιβεβλημένη και ο εκκλησιασμός με την Θεία Κοινωνία ένα κομμάτι του πανηγυρισμού. Γινόμαστε Εκκλησία των πανηγύρεων, όπου συνωστίζεται ο λαός με μία θρησκευτικότητα που έχει στοιχεία παγανισμού και έντονη τυπικότητα. Κοινωνούν οι εκκλησιαζόμενοι «για το καλό» χωρίς συναίσθηση, προσεύχονται και απαιτούν το θαύμα, προσφέρουν αγαθά και περιμένουν την ανταπόδοση των Αγίων. Το βλέπουν ως μία εμπορική συναλλαγή, κατά την οποία παίρνουν και δίνουν με μία τέτοια τυπικότητα, που δεν είναι ούτε πίστη ούτε κοινωνία Θεού. Είναι μία πανήγυρη που συνδυάζει την Θεία Λειτουργία με όλη την κοσμική έκφραση και παραδοσιακή εκδήλωση. Όλα συνευδοκούν σε μία τυπική εκδήλωση, όπου πρώτοι βαστούν τον χορό οι εκκλησιαστικοί άρχοντες. Οι ψάλτες φωνασκούν και αναδεικνύουν όλο το μεγαλείο της μουσικής, χωρίς να γίνεται καταληπτός ο λόγος του Θεού που μεταφέρεται μέσα από αυτήν. Οι ιερείς συναγωνίζονται στην ψαλτική, χωρίς να μπορεί ο λαός να συμμετέχει και να κατανοεί. Τα κεριά, ο διάκοσμος, τα λαμπερά άμφια και το πομπώδες και ανούσιο κήρυγμα, σε μία θεολογική πανηγυρική προσέγγιση, έρχονται να συμπληρώσουν την όλη διακόσμηση. Και ο ακατήχητος λαός, που συμμετέχει άβουλα, υπομονετικά και παραδοσιακά, κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων χωρίς συναίσθηση, και με βιασύνη για να τελειώσει από αυτό το χρέος του προς τον Θεό και τον Άγιο.

Ας δούμε πώς μιλούσε στους χριστιανούς ο Ιερός Χρυσόστομος τις ημέρες των μεγάλων εορτών, ενώπιον των αναμενόντων την Θεία Κοινωνία. Θα νιώσουμε μπροστά μας να ξετυλίγονται εικόνες από το σήμερα.

«Όμως σήμερα πολλοί πιστοί έφθασαν σε τέτοια απερισκεψία και καταφρόνηση, ώστε ενώ είναι γεμάτοι από μύρια αμαρτήματα και δεν έχουν καμία πνευματική επιμέλεια, όπως νά ‘ναι προσέρχονται κατά τις εορτές στην Αγία Τράπεζα, και δεν ξέρουν ότι ο κατάλληλος καιρός της Θείας Κοινωνίας δεν είναι ο ερχομός της γιορτής και της πανήγυρης, αλλά η καθαρή συνείδηση και η ζωή χωρίς αμαρτήματα. Και όπως για εκείνον που βλέπει πως η συνείδησή του δεν του καταμαρτυρεί κάτι φαύλο, μπορεί κάθε ημέρα να κοινωνεί, έτσι και γι’ αυτόν που είναι δεμένος από τις αμαρτίες του και δεν μετανοεί, δεν είναι ασφαλές ούτε και στην γιορτή να κοινωνήσει. Το να κοινωνάμε μία φορά το χρόνο, δεν μας απαλλάσσει από τα αμαρτήματά μας, αν ανάξια προσερχόμαστε, αλλ’ αυτό μας καταδικάζει τεράστια, διότι και την μία φορά που προσερχόμαστε είναι κι αυτή ανάξια. Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους σας να μην πλησιάζετε στα Θεία Μυστήρια απλώς και μόνον επειδή σας ωθεί η γιορτή· αλλά όταν πρόκειται να συμμετάσχετε στην αγία αυτή προσφορά, από μέρες πριν να καθαρίζετε τους εαυτούς σας με την μετάνοια και την προσευχή και την ελεημοσύνη και με την ασχολία στα πνευματικά, και να μην ξαναγυρίζετε πάλι στις ίδιες αμαρτίες σας, σαν το σκυλί που γυρίζει πίσω και τρώει τον εμετό του…».

Στις μεγάλες γιορτές ένα σημαντικό κομμάτι των χριστιανών είναι απλώς παρόντες και θεατές του μυστηρίου της εορτής και της Θείας Ευχαριστίας. Ένα μεγάλο κομμάτι από την άλλη είναι οι τυπικά μετέχοντες και κοινωνούντες όπως έτυχε και κατά έθιμο, λόγω της εορτής. Ο πιστός όμως χριστιανός ζει την αληθινή γιορτή με την μετοχή του στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Κέντρο του εορτασμού είναι αυτό. Ζει την εορτή βιωματικά και πνευματικά μέσα του. Το Πάσχα ζει τον προσωπικό του θάνατο και την ανάσταση μέσα στην Θεία Ευχαριστία και τα Χριστούγεννα βιώνει την γέννηση του Χριστού μέσα στο σπήλαιο της καρδιάς του με την Θεία Κοινωνία. Κέντρο όλων των εορτών και τελικός σκοπός των νηστειών είναι η ένωσή του με τον Θεό. Πλησιάζει και αγγίζει τον Άγιο Θεό με την καθαρότητα της καρδιάς του και τα αγαθά έργα της αγάπης του. Συνήθως ο καιρός των εορτών είναι καιρός κενοδοξίας και επίδειξης ρούχων, καθώς και γαστριμαργίας και ανάπαυσης. Όμως για έναν χριστιανό το κέντρο της ζωής του και του εορτασμού του είναι μόνο η συμμετοχή του στο τραπέζι του Θεού, στην Θεία Κοινωνία. Σε πολλά μέρη σε γιορτές αγίων δεν παραλείπουν και να τελούν θυσίες ζώων, για να εξευμενίσουν τον Άγιο, να μην τους καταστρέψει τις δουλειές τους. Είναι μία συνέχεια ειδωλολατρικών θυσιών που δεν μπόρεσαν οι χριστιανοί να τις αποβάλλουν, διότι το όλο περιβάλλον του γλεντιού ντυμένο με το ένδυμα του παραδοσιακού είναι ριζωμένο μέσα τους.

«Όμως ο Απ. Παύλος δεν μας πρόσταξε έτσι, αλλά έναν μόνο καιρό γνωρίζει κατάλληλο για προσέλευση και Θεία Κοινωνία, την καθαρότητα της συνειδήσεως… και πρέπει ο προσερχόμενος να έχει εξαντλήσει πρώτα όλη την προετοιμασία και μετά νά συμμετάσχει στην καθαρή αυτή Θυσία, και να μη στέκεται ράθυμα και ταλαίπωρα και από ανάγκη για την γιορτή να προσέρχεται, αλλά ούτε και πάλι, ενώ είναι κατανενυγμένος και προετοιμασμένος, να μην κοινωνεί επειδή δεν είναι εορτή. Εορτή είναι φανέρωση των αγαθών και ευλάβεια ψυχής και ακρίβεια στην πνευματική ζωή· κι αν τα έχεις όλα αυτά, συνέχεια μπορείς να γιορτάζεις και συνεχώς να κοινωνείς των Αχράντων Μυστηρίων. Γι’ αυτό λέγει ο Απ. Παύλος, «να δοκιμάζει ο καθένας τον εαυτό του», και μετά να προσέρχεται»..

 

 

Αρχ. Σεβαστιανός Τοπάλης

(Συνεχίζεται)

 

Πηγή:  alopsis.gr