ΕΡΕΥΝΑ

Παλαιά Διαθήκη και αρχαιολάτρες

 

 

 

Καθημερινό φαινόμενο είναι πλέον οι μασκαρεμένοι, δυστυχώς όχι λόγω αποκριάς,  ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί αρχαιολάτρες, οι οποίοι δεν χάνουν ευκαιρία να επιτεθούν στην Παλαιά Διαθήκη.

Μέσα από τα βιβλία τους και τις τηλεοπτικές τους εκπομπές, έχουν εφαρμόσει το μασονικό – Γκεμπελίστικο τέχνασμα της σταδιακής αποδοχής, δηλαδή σε μια προκαθορισμένη χρονικά περίοδο ετών, τα πρώτα χρόνια επικεντρώνουν την προσπάθεια τους ώστε οι μάζα να τους αποδεχτεί ως πατριώτες, αξιόπιστους, χαρισματικούς κ.τ.λ, τα επόμενα χρόνια φορούν τη μάσκα του αδελφού Ορθόδοξου Χριστιανού, εκδίδοντας συνήθως βιβλία εύπεπτα βιβλία με προφητείες και τέλος αφού πλέον έχουν χαρακτηριστεί από τον αδαή και ακατήχητο τηλεθεατή – αναγνώστη – θύμα ως Ελληνορθόδοξοι πατριώτες, αρχίζουν σταδιακά να ξερνούν το αιρετικό δηλητήριο τους κυρίως γνωστικιστικού και συγκρητιστικού περιεχομένου, που δυστυχώς απομακρύνει πολύ κόσμο από την Εκκλησία και τον καθιστά πολέμιο της Ορθοδοξίας και οπαδό μιας «Ορθοδοξίας» η οποία υπάρχει μόνο μέσα στο ακατήχητο και ακατοίκητο κεφάλι του.

Στα πλαίσια λοιπόν αυτού του φαινομένου εκδίδουμε μια σειρά άρθρα με πρώτο αυτό που ακολουθεί:

 

orthodoxia.online


Μέσα στην πλούσια ελληνορθόδοξη παράδοση μας, πνέει ούριος ο άνεμος της καταλλαγής δυο εκ πρώτης όψεως αγεφύρωτων κόσμων: του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού. Έπρεπε εν πρώτοις, ο Ελληνισμός να αποβάλει το παγανιστικό του περιεχόμενο και απαλλαγμένος από την πλάνη της ειδωλολατρίας, να διακονήσει το Χριστό.

Βέβαια η Νέα Τάξη Πραγμάτων, η Νέα Εποχή, το νεοειδωλολατρικό περιεχόμενο της οποίας εκφράζεται και μέσα από το κίνημα του Ολυμπισμού – Ελλαδισμού, διατυμπανίζει ευθέως και ευρέως τη διάζευξη Ελληνισμού / Χριστιανισμού. Περιορίζονται τάχα στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά η αμφισβήτηση τους εμμέσως στρέφεται και κατά της Καινής. Η Νέα Τάξη επαγγέλλεται μεν την ενοθρησκεία, μια δηλ. θρησκεία για όλους, ενισχύει ταυτόχρονα όμως την αναβίωση αρχαίων παγανιστικών λατρειών, οπού γης.

Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, εμφανίστηκαν οι υποτιμητές της Παλαιάς Διαθήκης. Ο άγιος Χρυσόστομος αναφέρει για βλασφημίες εναντίον της από αιρετικούς1. Παλαιές αιρέσεις με πλατωνική επίδραση επίσης, την πολέμησαν με πάθος, όπως π.χ. οι Γνωστικοί και ιδίως ο Μαρκίων. Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ή ο Πληθών ο Γεμιστός- σε άλλη εποχή ο καθένας- την απέρριπταν υβρίζοντας την. Προτεστάντες θεολόγοι ακόμη, όπως π.χ. ο Von Harnack (1851-1930).

Ο Χίτλερ το 1933, πολεμώντας τον Ιουδαϊσμό, πολέμησε και την Παλαιά Διαθήκη. Οι οπαδοί του «Deutsche Christen» (:Γερμανοί χριστιανοί), την απέρριπταν με φανατισμό2. Κατά κανόνα η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης συνδέεται με πλατωνικό δυαλισμό (: αντίθεση σώματος – ψυχής, κάλου – κάκου), θρησκευτικό συγκρητισμό (μίξη δηλ. χριστιανικών, αρχαιοελληνικών, βαβυλωνιακών, ιρανικών, αιγυπτιακών κ.λ.π. στοιχείων) και αντιιουδαϊσμό δηλ. ρατσισμό πού μπορεί να καταλήξει και σε φασισμό – ολοκληρωτισμό.

Ως προς τα ελληνικά δεδομένα της υπόθεσης, προσφυέστατα ο γνωστός γλωσσολόγος καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης ομιλεί σε άρθρο του περί νεοπαγανισμού για «θρησκευτικό αττικισμό» ή ακόμη καλύτερα για «φολκλορικό ελληνισμό της χλαμύδας»3.

Η προπαγάνδα των Ολυμπιστών παίρνει και τη μορφή της προσπάθειας να καταργηθούν τα θρησκευτικά στα σχολεία και ν’ αντικατασταθούν απ’ τη θρησκειολογία. Η διδασκαλία της Αγίας Γραφής χαρακτηρίζεται «έγκλημα κατ’ εξακολούθησιν, νόθευση της ελληνικής συνείδησης και αποπροσανατολισμός του λάου στο σύνολο του»4.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν ευρύτατη αρχαιοελληνική παιδεία. Χωρίς να παραβλέπουμε κάπου κάποτε αξιοκατάκριτες πράξεις μεμονωμένων φανατικών χριστιανών, η αλήθεια είναι ότι τα κείμενα των αρχαίων σοφών και ποιητών, ιστορικών και θεατρικών συγγραφέων διασώθηκαν κυρίως από μοναχούς αντιγραφείς, μέσα στα βυζαντινά scriptoria. Διέσωζαν τα κείμενα, τα έργα τέχνης θα τα κατέστρεφαν; Αντέγραψαν οι χριστιανοί μοναχοί έως και τις προκλητικές κωμωδίες του Αριστοφάνη, τα μνημεία θα γκρέμιζαν;

Οι Ολυμπιστές χρησιμοποιούν εναντίον μας επιχειρήματα των λογίων της εποχής των διωγμών. Αναφέρονται κυρίως στους Κέλσο, Ιεροκλή και Πορφύριο του 3ου αϊ. Αυτοί όμως έχουν πλήρως καταρριφθεί από αντίστοιχα έργα των χριστιανών συγγραφέων των πέντε πρώτων αιώνων, απολογητών, αλεξανδρινών και άλλων5.

Την πίστη στους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, είχαν ελέγξει και αμφισβητήσει όλοι οι διάσημοι ποιητές, νομοθέτες και φιλόσοφοι των αρχαίων Ελλήνων: Όμηρος, Ησίοδος, Σόλωνας, Αίσωπος, Πυθαγόρας, Ξενοφάνης, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Πίνδαρος, Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης, Μένανδρος, Επίκουρος. Έκτος από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και αυτοί μαζί, προετοίμασαν τον ειδωλολατρικό κόσμο να δεχτεί το μήνυμα του Σταυρού και της Αναστάσεως. Αυτούς τίμα η Εκκλησία μας ως προ Χριστού χριστιανούς και τοποθετεί τις εικόνες τους στους πρόναους. Όχι μόνο έλεγξαν την ειδωλολατρία, αλλά μίλησαν για ένα Θεό, «άγνωστο, αιώνιο, δημιουργό και κυβερνήτη του κόσμου, πάνσοφο, πανταχού παρόντα και προστάτη των ταπεινών και των αδυνάτων».6 Εδώ θα επανέλθουμε αργότερα.

Γνωστοί Πατέρες της Εκκλησίας μας όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ιερός Φώτιος, ο Ευστάθιος ή ο Αρέθας όταν μελετούσαν, παρέπεμπαν ή μιλούσαν για τους αρχαίους. Το ίδιο και οι Ευγένιος Βούλγαρης, Άνθιμος Γαζής και Κωνσταντίνος Οικονόμος. Τιμούν και διδάσκονται από τον ορθό λόγο των αρχαίων ελλήνων, ενώ προσπερνούν -και σωστά- την μυθολογία τους εφόσον αυτή θεοποιεί τα ανθρώπινα πάθη.

Η Εκκλησία ανέκαθεν προσελάμβανε ο,τι υγιές, άπ’ οπουδήποτε, όπως και οι Έλληνες. Στην ομιλία του «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», ο Μέγας Βασίλειος δηλώνει: «και ποιηταίς, και λογοποιοίς και ρήτορσι και πασιν ανθρώποις ομιλητέον, όθεν αν μέλλη προς την της ψυχής επιμέλειαν ωφέλεια τις έσεσθαι», ο δε φίλος του άγιος Γρηγόριος συμπληρώνει: «Ουκούν ατιμαστέον την παίδευσιν ότι τούτο δοκεί τισίν»7. Ρωτάμε: ποιος από τους σημερινούς πολέμιους της Παλαιάς Διαθήκης δίκην αρχαιοπρεπείας και αρχαιοηθείας γνωρίζει κατ’ ελάχιστο τα αρχαία ελληνικά των προμνημονευθέντων Πατέρων;

Αλλά ακόμη και όταν αναφέρουν τον όρο «έλληνας» ή «ελληνικός» οι Πατέρες, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν αναφέρονται στο έθνος μας το ελληνικό, αλλά απορρίπτουν ήθη και διδάγματα των ειδωλολατρών και των πολυθεϊστών γενικά και όχι ειδικά των Ελλήνων. Αναφέρονται σχεδόν πάντα σε μη χριστιανούς.

Η αξία και η σημασία της Παλαιάς Διαθήκης είναι πολύ μεγάλη. Τονίζει ο ίδιος ο Χριστός: «ερευνάτε τας γραφάς ότι εκείναι εισίν αι μαρτυρούσαι περί εμού» (Ίωάν. 6,3). Όλη η Παλαιά Διαθήκη είναι προφητεία για τον ερχομό του Χριστού και αποκάλυψη της αγάπης του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Χωρίς τη γνώση της Παλαιάς Διαθήκης, είναι αδύνατον να κατανοήσουμε τα γεγονότα της Καινής. Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι μόνο «παιδαγωγός εις Χριστόν» (Γαλ. 3,24), δεν παιδαγώγησε μόνο τον άνθρωπο να δεχτεί την Καινή, αλλά τον παρηγόρησε και τον πληροφόρησε με το «Πρωτευαγγέλιο» (Γεν. 3,15), ότι θα ερχόταν ο Χριστός στη Γη. Στο πρόσωπο του Χριστού συναντούμε τις δυο Διαθήκες όπως τονίζει ο Ιερός Χρυσόστομος: «προσέλαβεν την Καινήν η Παλαιά και ηρμήνευσεν την Πάλαιαν η Καινή».8

Η Παλαιά Διαθήκη έχει μεγάλη μορφωτική και παιδευτική αξία. Αποκαλύπτει το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου και τον ξεχωριστό τρόπο της πλάσεως του ανθρώπου. Προβάλλει «οικολογικό ήθος» ότι ο κόσμος και η φύση δεν είναι κτήση του ανθρώπου, αλλά δώρο του Θεού με σκοπό «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» ( Γεν. 2,15). Διακηρύσσει την ισότητα των δυο φύλων και την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο με τη δυνατότητα να γίνει θεός κατά χάριν. Αναφέρει γεγονότα βίας, εγκληματικότητας και ανηθικότητας γιατί είναι βιβλίο ρεαλιστικό. Αποκαλύπτει αμαρτίες επιφανών ανδρών όπως του Δαβίδ και του Σολομώντα, για να δείξει πού φτάνει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος μακριά απ’ το Θεό9. Άλλα στα θέματα αυτά θα επανέλθουμε αναλυτικά.

Για μας τους Έλληνες ειδικότερα, η Παλαιά Διαθήκη είναι ένα από τα ωραιότερα γραπτά μνημεία του πολιτισμού μας. Σε πολλά βιβλία της, ιδιαίτερα όμως στα Μακκαβαίων Α, Β, Γ και Δ, γίνονται συχνές αναφορές στον πολιτισμό 115 ελληνικών πόλεων. Αναφορές γίνονται ακόμη και στο Μέγα Αλέξανδρο ως «βασιλέα και άρχοντα των Ελλήνων» (Μακ. 6,2, Δαν. 8,20-21). Αυτή η μαρτυρία ειδικά επιβεβαιώνει και την ελληνικότητα της Μακεδονίας, η οποία αμφισβητείται συχνά από τους βόρειους -και όχι μόνο- γείτονες μας.

Οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης και πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας, πού έγραψαν και αυτοί στην ελληνική γλώσσα χρησιμοποίησαν ως προς την Παλαιά Διαθήκη τη μετάφραση των Ο’ για βοήθημα τους, εγκυρότερη απ’ ο,τι φαίνεται από το εβραϊκό textus receptus – παραδεδεγμένο κείμενο. Και στο θέμα του κειμένου της Παλαιάς θα επιμείνουμε αναλυτικότερα.

[the_ad id=”74172″]

Α1. Βαθύτεροι λόγοι υποτίμησης της Παλαιάς Διαθήκης

Η Παλαιά Διαθήκη υποτιμάται και από χριστιανούς και από μη χριστιανούς. Το λάθος βρίσκεται στο ότι την ερμηνεύουμε ιστορικά και ηθικά και όχι θεολογικά με αποτέλεσμα να επέρχεται σύγχυση και σκανδαλισμός. Την υποτιμούμε λοιπόν διότι:

Δεν βλέπουμε σ’ αυτήν τον άσαρκο -ακόμη- Ιησού Χριστό.

Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι ένα βιβλίο πού λέει την Ιστορία των Εβραίων, αλλά ένα Ιερότατο βιβλίο πού μιλάει για τον Ιησού Χριστό. Παρουσιάζει τον Χριστό, έχει θεοφάνειές Του, μιλάει για δικαίους, πατριάρχες, προφήτες, πού είχαν θεοπτίες του Ιησού Χριστού, του δευτέρου εκ των προσώπων της Αγίας Τριάδος και αναφέρει τις θεοπτίες τους αυτές. Το να την παρουσιάζουμε να μας μιλάει για ένα Θεό οργισμένο και κεραυνοβολούντα είναι αιρετική απόκλιση μάλιστα γνωστική, μαρκιωνιστική ακριβέστερα, διότι κυρίως οι γνωστικοί μιλούσαν για καλό και κακό Θεό.

Η Παλαιά Διαθήκη λοιπόν είναι βιβλίο δράσεως του Ιησού Χριστού πριν ακόμη σαρκωθεί, ο Όποιος εμφανιζόταν μεταξύ των ανθρώπων ως άσαρκος Υιός του Θεού, σαν να βιαζόταν να λάβει σάρκα και να μας συναντήσει. Καταχρηστικώς βέβαια μιλάμε για Ιησού Χριστό πριν τη σάρκωση Του γιατί «ότε γέγονεν σαρξ ο Λόγος, τότε και ωνομάσθαι λέγομεν αυτόν Χριστόν Ιησούν»10. Στην Παλαιά Διαθήκη εμφανίζεται με την έκφραση «ο άγγελος του Κυρίου» (MAL’ ΑΚ-JΑΗVΕ στο εβραϊκό) ένα μυστηριώδες πρόσωπο, το οποίο παρουσιάζεται ως Θεός και ονομάζεται ενίοτε ρητώς «Γιαχβέ».

Στην παλαιά μελέτη του με τίτλο «MAL’ ΑΚ-JΑΗVΕ», ο καθηγητής Βασίλειος Βέλλας έχοντας υπόψη βασικά πατερικά κείμενα, αποδεικνύει ότι ο εμφανιζόμενος ως άγγελος Κυρίου είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Πατρός11. Αυτός στο (Ήσ. 9,6) ονομάζεται «μεγάλης βουλής άγγελος», στο δε (Μαλ. 3,1) χαρακτηρίζεται ως ο «άγγελος της διαθήκης». «Άγγελος» επειδή μας ανήγγειλε την «πατρικήν βουλήν κατά την αυτού φωνήν» λέει ο Θεοδώρητος12.

Πρόκειται περί προσώπου της Θεότητας αφού το πρόσωπο αυτό ονομάζεται «Γιαχβέ». «Ας δούμε το (Γεν. 22,11-12). Ο άγγελος του Κυρίου λέει στον Αβραάμ: «Αβραάμ, … νυν έγνων ότι φόβη συ τον Θεόν και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι’ εμέ». Δηλαδή εδώ ο άγγελος και διακρίνεται από το Θεό αλλά και ταυτίζεται. Μία η ουσία, διαφορετικές οι υποστάσεις. Ο Αβραάμ εδώ λοιπόν είχε θεοπτία! Είδε τον άσαρκο -ακόμη- Υιό του Θεού! Γι’ αυτό και ο Κύριος είπε σχετικά μ’ αυτό το γεγονός: «Αβραάμ ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και εΐδε και εχάρη»! (Ίωάν. 8,56).

Ο Ιακώβ όταν ετοιμάζεται να φύγει από τη Μεσοποταμία είπε: «είπε μοι ο άγγελος του Θεού καθ’ ύπνον, εγώ ειμί ο Θεός, ο οφθείς σοι εν τόπω Θεού». (Γεν.31,11).

Άλλη θεοφάνεια του αγγέλου του Κυρίου έχουμε στο (Εξ. 3,2-21) οπού ο Μωυσής βρίσκεται ενώπιον της φλεγόμενης και μη καιομένης βάτου: «Ώφθη δε αυτώ άγγελος Κυρίου εν πυρί φλογός και είπεν: εγώ ειμί ο Θεός του πατρός σου…». Άλλες θεοφάνειες βλ. Ίησ. Ν. 5,13-15, Κριτ. 2,1-5.

Άλλα ενώ οι άγιοι Πατέρες μας ομόφωνα συμφωνούν ότι ο άγγελος του Κυρίου πού εμφανίζεται είναι ο άκτιστος Λόγος του Θεού -άσαρκος- ο Ιερός Αυγουστίνος ερμηνεύει λανθασμένα ότι πρόκειται για κτιστό άγγελο. Το λάθος του είναι ότι δεν έκανε διάκριση ουσίας και ενέργειας στο Θεό κι επομένως αν ο άγγελος ήταν άκτιστος, αυτό θα σήμαινε για τον Ι. Αυγουστίνο φανέρωση της θείας ουσίας, όπερ άτοπον. Η ερμηνεία αυτή αποτελεί τη βάση της θεολογίας των φραγκολατίνων με συνακόλουθη υποτίμηση της Παλαιάς Διαθήκης, αφού αυτή πια ερμηνεύεται ηθικολογικά.

Εμείς οι Ορθόδοξοι την ερμηνεύουμε θεολογικά – χριστολογικά. Λέει ο άγιος Χρυσόστομος: «Α περί του Πατρός Μωυσής λέγει, Παύλος εις τον Υιόν εκλαμβάνει, πολλήν την ισότητα δεικνύς»13.

Η Παλαιά Διαθήκη στα α’ και β’ κεφάλαια της Γένεσης μιλάει για το Χριστό ως Δημιουργό του κόσμου, γιατί «πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν». (Ίωάν. 1,3) και «εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα». (Κολ. 1,16). Ο προφήτης Βαρούχ πάλι, παρουσιάζοντας το Θεό ως νομοθέτη στο Σινά, λέει: «εξεύρε πάσαν οδόν επιστήμης και έδωκεν αυτήν Ιακώβ» και στον επόμενο στίχο: «μετά ταύτα επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (3, 37-38), δηλαδή ο Θεός είναι ο Χριστός μας!

Σχολιάζοντας ο απ. Παύλος το (Εξ. 17,5-6) και (Αριθμ. 20,7-11) οπού ο Μωυσής χτυπάει με τη ράβδο του την πέτρα, τον βράχο και πίνει νερό ο λαός, κάμει χριστολογική ερμηνεία: «έπινον εκ της πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, ή δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α’Κόρ. 10,1-4).

Ενώ η Παλαιά Διαθήκη λέει ότι οι Ισραηλίτες στην έρημο επείρασαν τον Γιαχβέ και περιέπεσαν σε ποικίλους πειρασμούς (Ταλ. 77,18-20), ο απ. Παύλος λέει ότι έπείρασαν τον Χριστό και «υπό των όφεων απώλοντο» (Α’ Κορ. 10,1-4). Άρα ο Γιαχβέ είναι ο Χριστός.

Ο Χριστός μας λοιπόν ασάρκως φανερούται στην Παλαιά Διαθήκη και ενσάρκως στην Καινή. Όπως λέει ο άγιος Χρυσόστομος: «και προ της παρουσίας της ενσάρκου πάντα αυτός (ο Χριστός) ωκονόμει και πάντα αυτός έπραττε, νομοθετών, προνόων, κηδόμενος, ευεργετών»14. Και άλλου: «δυο διαθήκαι και δυο παιδίσκαι και δυο άδελφαί τον ένα Δεσπότην δορυφορούσιν. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλεται, Χριστός εν Καινή κηρύσσεται… ουκ εσβέσθη τα παλαιά, ηρμηνεύθη γαρ εν τη Καινή»15. Και άλλου πιο όμορφα: «…και εν τη Παλαιά προηγείται νόμος και ακολουθούσιν προφήται, και εν τη Καινή… προηγείται το Ευαγγέλιο και ακολουθούσιν απόστολοι»16.

Υποτιμούμε λοιπόν εν πρώτοις και οι εντός της Εκκλησίας την Παλαιά Διαθήκη γιατί δεν την ερμηνεύουμε χριστολογικά, κατ επίδραση αυγουστίνεια φραγκολατινική, εκτός πού ερμηνεύουμε νομικά το προπατορικό αμάρτημα όπως οι λατίνοι, σαν ένοχη δηλαδή του Αδάμ η οποία κληρονομείται στους απογόνους του. Συνακόλουθα υποτιμούμε και το λαό της Παλαιάς Διαθήκης.

Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μας όμως, οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης ήταν φίλοι του Θεού ακόμη και πριν από την καταλλαγή της σταυρικής θυσίας του Χριστού στο Γολγοθά, γιατί το μυστήριο του Σταυρού ενεργείτο και σ’ αυτούς. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει στην ΙΑ’ ομιλία του «Εις τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν»17, ότι φίλοι του Θεού υπήρχαν και πριν το Σταυρό, την καταλλαγή επί του Γολγοθά δηλαδή. Αναφέρει για παράδειγμα ο Δαυίδ: «εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός». Πώς οι προ του Σταυρού είναι φίλοι του Θεού; Με τον ίδιο τρόπο πού ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ομιλεί περί του Αντίχριστου σαν να έχει ήδη έρθει: «και νυν αγαπητοί ο αντίχριστος εν τω κοσμώ εστίν ήδη» (Ίωάν. α’ 4,3). Έτσι και ο Σταυρός υπήρχε προγενέστερα (πριν το Γολγοθά).

[the_ad id=”74172″]

Η πατερική άποψη λοιπόν λέει ότι υπήρχε σωτηρία και στην Παλαιά Διαθήκη δια του αγγέλου του Θεού. Οι σύγχρονοι του αγίου Χρυσοστόμου πολεμώντας την Παλαιά Διαθήκη έλεγαν γι’ αυτήν ότι «ουκ εισάγει εις την βασιλείαν». Ο άγιος ο όποιος δεχόταν τη σωτηρία του προ Χριστού κόσμου δια της Παλαιάς Διαθήκης τους άπαντα: «και ο Λάζαρος δε των μεγάλων επάθλων απολαύων, εν τοις εκείνου (Αβραάμ) κόλποις φαίνεται ενδιαιτώμενος. Και πάντες, όσοι μεθ’ υπερβολής έλαμψαν εν τη Παλαιά, δια ταύτης έλαμψαν άπαντες»18. Η εις Άδου Κάθοδος βέβαια του Κυρίου μας, τακτοποίησε τα πάντα.

Άλλα και όσα έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη, για χάρη του Χριστού έγιναν σύμφωνα με τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά19: «όταν λοιπόν ο Πατήρ είπε από πάνω για τον κατά σάρκα βαπτιζόμενο -ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα (Ματθ. 3,17)- έδειξε ότι όλα εκείνα πού είχαν προαναγγείλει οι προφήτες, οι νομοθεσίες, οι επαγγελίες, οι υιοθεσίες, ήταν ατελή και δεν ειπώθηκαν και δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το κυρίως θέλημα του Θεού, αλλά απέβλεπαν στον παρόντα σκοπό, στον ίδιο τον Χριστό και με αυτά πού τώρα γίνονται τελειοπούνται και τα παλαιά εκείνα. Μα γιατί περιορίζομαι μόνο στις προφητείες, νομοθεσίες, επαγγελίες, υιοθεσίες; Και η ίδια η δημιουργία του κόσμου, στο Χριστό απέβλεπε, ο οποίος τώρα κάτω βαπτίζεται ως υιός ανθρώπου, από πάνω όμως μαρτυρείται ως μόνος αγαπητός Υιός Θεού από τον οποίο έγιναν τα πάντα και για τον οποίο έγιναν τα πάντα, όπως λέγει και ο Απόστολος (Έβρ. 2,10). Συνεπώς και η εξαρχής δημιουργία του ανθρώπου γι’ Αυτόν έγινε, για το Χριστό, και γι’ αυτό ο Αδάμ πλάστηκε κατ’ εικόνα του Θεού, για να μπορέσει κάποτε να χωρέσει το αρχέτυπο. Άλλα και ο νόμος της υπακοής (με τον καρπό στον Παράδεισο), γι’ Αυτόν δόθηκε, πού έκανε τέλεια υπακοή. Αλλιώς δε θα χρειαζόταν ο νόμος της υπακοής στον Παράδεισο, αν δεν επρόκειτο να εφαρμοσθεί ποτέ. Και όλα αυτά πού μετέπειτα ειπώθηκαν από το Θεό κι εκπληρώθηκαν όλα σχεδόν, γι’ Αυτόν έγιναν, θα τολμήσω να πω και όλα τα υπερκόσμια, οι άγγελοι και τα αγγελικά τάγματα και οι ουράνιες θεσμοθεσίες έγιναν γι’ αυτό το σκοπό, για την κατά σάρκα οικονομία του Θεού Λόγου την οποία υπηρέτησαν από την αρχή ως το τέλος». Δηλαδή με άλλα λόγια, ο άγιος μας λέγει ότι ο Χριστός ως Λόγος του Θεού, είναι η αιτία και ο σκοπός του σύμπαντος κόσμου.

Ο Θεός λοιπόν της Παλαιάς Διαθήκης είναι ένας Θεός αγάπης. [Ως Κύριος Παντοκράτωρ δεν ανέχεται προσκύνηση άλλου Θεού καθώς ρητά τονίζει στις πρώτες εντολές, εκλαμβάνει δε την απιστία και την ειδωλολατρία ως πορνεία: «αρχή πορνείας επίνοια ειδώλων» (Σοφ. Σολ. 14,12) και «επόρνευσαν οπίσω θεών» (Α’ Παραλ. 5,25). Παραπονείται, παραπικραίνεται, θέλει μπροστά στην υπέρμετρη αγάπη Του προς τον λαό Του ν’ ανταποκρίνονται και οι πιστοί με την ανάλογη προς Αυτόν αγάπη. Αυτό είναι το θέλημα Του, η αποκάλυψη του εαυτού Του και η αντίστοιχη ανταπόκριση του ανθρώπου με την τήρηση των εντολών Του, πράγμα πού μέχρι σήμερα ισχύει. Συνεπώς ο Νόμος Του, η Τορά, δεν είναι μία νομικίστικη δικανική αντίληψη οπού ο άνθρωπος υποχρεώνεται να πειθαρχήσει άβουλα και άνευ ορών, αλλά είναι σχέση αγάπης, ελευθερίας και κοινωνίας μαζί Του αφού ο Θεός είναι φύσει καλός. Ο Νόμος έστω και ατελής καθίσταται «παιδαγωγός εις Χριστόν» (Γαλ. 3,24) και δεν παρερμηνεύεται. Ούτε απορρίπτεται όπως νομίζουν οι Προτεστάντες, ούτε τυποποιείται όπως νομίζουν οι Εβραίοι και οι Παπικοί. Εφαρμογή του Νόμου σημαίνει θεία ζωή και θεοκοινωνία]20.

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.Ιωάννου Χρυσοστόμου « Εις το κατά Ματθαίον» ομιλία XVI, ΡG 57,241.

2.Παναγιώτου Μπρατσιώτου «Επίτομος εισαγωγή εις την Πάλαιαν Διαθήκην» Αθήναι 1955, σελ. 2 και Αθανασίου Χαστούπη «Εισαγωγή εις την Πάλαιαν Διαθήκην» Αθήναι 1981, σελ. 20-21.

3.Έφημ. «Το Βήμα» 3/8/2003 και 24/8/2003.

4.Ίερομον. Αρτεμίου Γρηγοριάτου «Ή Παλαιά Διαθήκη: ιστορία – ήθος – Άλληγορία», έφημ. «Χριστιανική» Όκτ-Νοε. 2002.

5.Εταιρία Ορθοδόξων Σπουδών «Πορίσματα του Συνεδρίου για τη Νεοειδωλολατρία», 25-27/5/2003. σελ. 4.

6.Έφημ. «Χριστιανική» άρθρο: Ανεκτίμητος θησαυρός η Παλαιά Διαθήκη, Ιούνιος 2002.

7.Βλ. παραπ. 3.

8.Ίω. Χρυσοστόμου Ομιλία εις το «Εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος…» ΡG 50, 796.

9.Βλ. παραπ. 6.

10.Ίω. Δαμασκηνού «Έκδοσις ακριβής περί της Ορθοδόξου Πίστεως» εκδ. ΕΠΕ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ.

11.Άρχιμ. Ιερεμίου Φούντα «Η Παλαιά Διαθήκη πολεμουμένη και απολογουμένη» περιοδ. ΘΥΜΙΑΜΑ, τεύχ. 34, Αθήνα 2003, σελ. 8 κ.ε.

12.Θεοδώρητος Κύρρου «Ερμηνεία κατ’ εκλογήν εις τον Ησαΐαν» ΡG 81, 296.

13.Ίω. Χρυσοστόμου «Ομιλία εις τον Η’ Ψαλμόν» ΡG 55, 120.

14.Ίω. Χρυσοστόμου « Προς τέ Ιουδαίους και Έλληνας απόδειξις ότι…» ΡG 48, 815.

15.Βλ. παραπ. 8.

16.Ίω. Χρυσοστόμου «Ομιλία Γ περί δημιουργίας του κόσμου» ΡG 56, 433.

17.Γρηγορίου του Παλαμά «ΙΑ’ Ομιλία εις τον   Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν» ΕΠΕ 9,281 κ.ε.

18.Ίω. Χρυσοστόμου «Ομιλία XVI   δ’   εις   το κατά Ματθαίον». ΡG 57, 244.

19.Γρηγορίου του Παλαμά «Λόγος εις την εορτήν των Φώτων.» ΕΠΕ, 11,532-537.

20.Βλ. παραπ. 4.

 

Παλαιά Διαθήκη

και αρχαιολάτρες

του Αρχιμανδρίτη Εφραίμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου

Ιεροκήρυκα Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης

Εντεταλμένου επί θεμάτων αιρέσεων

Β’ έκδοση Σιάτιστα 2004