Ορθόδοξος συναξαριστής για σήμερα Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022. Εκκλησιαστική γιορτή σήμερα: Άγιος Ιερομάρτυς Βαβύλας επίσκοπος Αντιοχείας και τα Τρία Παιδιά που μαρτύρησαν μαζί μ’ αυτόν Αμμώνιος, Δονάτος και Φαύστος.
Βίος
Ο Άγιος Βαβύλας έζησε κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Νουμεριανός (284 μ.Χ.) και διαδέχθηκε το Σεβίνο στον επισκοπικό θρόνο της Αντιοχείας.
Τον καιρό εκείνο, ο Νουμεριανός δολοφόνησε το γιο του βασιλιά των Περσών τον οποίο κρατούσε αιχμάλωτο.
Την ενέργεια αυτή ο επίσκοπος Αντιοχείας Βάβυλας την αποδοκίμασε έντονα.
Και όταν κάποια στιγμή θέλησε ο Νουμεριανός να παρακολουθήσει τη λειτουργία στον Ιερό Ναό της Αντιοχείας, του απαγόρευσε την είσοδο λέγοντάς του ότι στο ναός δεν έχουν θέση κοινοί εγκληματίες σαν αυτόν.
Ο αυτοκράτορας οργισμένος διέταξε να τον συλλάβουν και να τον φυλακίσουν.
Την επόμενη μέρα τον αποκεφάλισαν.
Τρεις μαθητές του Βαβύλα έτρεξαν να του συμπαρασταθούν.
Συνελήφθησαν και αυτοί, και αποκεφαλίστηκαν αφού δεν δέχτηκαν να αρνηθούν την πίστη τους.
Απολυτίκιο
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχίας τῷ φωτὶ ἀπαστράπτων, δικαιοσύνης φυτοκόμος ἐδείχθης, ἀποτεμῶν τὴν ἄκανθαν τῆς πλάνης ἀληθῶς, ὅθεν τῶν αἱμάτων σου, φοινιχθεῖς ταὶς ρανίσι, τῷ Χριστῷ παρέστηκας, ἀνακράζων Βαβύλα, ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδὶα Ἰησοῦ ὅθεν προσδέχου, ἠμᾶς ὡς ηὐδόκησας.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει σχετικά:
Ούτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Νουμεριανού εν έτει σπδ’ [284], γέγονε δε Επίσκοπος της Αντιοχείας, τον Ζεβίνον διαδεξάμενος, κατά τον Ευσέβιον (βιβλ. ζ’, κεφ. κθ’). Ούτος λοιπόν μανθάνωντας, ότι ο βασιλεύς Νουμεριανός απανθρωπότατα έσφαξε τον υιόν του βασιλέως Περσών, τον οποίον είχε λάβη ενέχειρον και αμανέτι της προς τους Πέρσας ειρήνης· και ότι εθυσίασεν εις τα είδωλα (1)· τούτο, λέγω, μανθάνωντας, και ότι ο Νουμεριανός επεχείρει ακόμη να μολύνη και την Εκκλησίαν των Χριστιανών, με το να εζήτει να έμβη μέσα εις αυτήν τοιούτος φονεύς και ειδωλολάτρης: τούτου χάριν εστάθη εις τας πόρτας της Εκκλησίας ανδρειότατα ο αοίδιμος Βαβύλας, και σχίσας τους σωματοφύλακας και δορυφόρους, εξάπλωσε την δεξιάν του χείρα εις το στήθος του μιαρού βασιλέως.
Και αφ’ ου τούτον επετίμησεν ικανώς, εδίωξεν αυτόν και έξω από την Εκκλησίαν. Ο δε βασιλεύς κατά το παρόν μεν εσιώπησεν, και δεν έκαμε κανένα κίνημα, φοβούμενος, μήπως ήθελε γένη καμμία επανάστασις από το πλήθος των Χριστιανών, οπού ήτον συνηθροισμένον εκεί. Βαρέως όμως και πικρώς την ύβριν ταύτην και ατιμίαν υπέμεινε. Την δε ερχομένην ημέραν εκαλέσθη ο Άγιος, και παρασταθείς έμπροσθεν του βασιλικού βήματος, ερωτήθη από τον βασιλέα. Και επειδή κατέπληξεν αυτόν με τας σοφάς αυτού αντιρρήσεις, και μήτε με κολακείας, μήτε με δυνατούς φοβερισμούς έστερξε να αφήση την εις Χριστόν πίστιν, τούτου χάριν εδέθη από τον λαιμόν και από τους πόδας με σιδηράς αλυσίδας. Και ούτως ατίμως αλυσοδεμένος, επέρασεν από το μέσον της πόλεως, και εβάλθη εις φυλακήν.
Είχε δε ο Άγιος ακολουθούντα εις αυτόν και τρία παιδία, αδέλφια κατά σάρκα. Τα οποία, κατά μεν την ηλικίαν, ήτον πολλά νέα, κατά δε την γνώσιν, ήτον γέροντες. Ταύτα λοιπόν δεν ήθελαν να χωρισθούν από την ιεράν και γλυκυτάτην διδασκαλίαν και συνοδίαν του διδασκάλου των. Όθεν ο βασιλεύς παραστήσας αυτά έμπροσθέν του, και ερωτήσας, αν αρνούνται τον Χριστόν και τον διδάσκαλόν τους Βαβύλαν, και αν θυσιάζουν εις τα είδωλα, εύρεν αυτά στερεά και ανδρειωμένα. Καλέσας δε και την μητέρα των, και ευρών και αυτήν βεβαίαν και αμετάθετον εις την του Χριστού πίστιν, επρόσταξε, την μεν μητέρα να κτυπήσουν εις το πρόσωπον, εις δε τα παιδία, να δώσουν τόσας ξυλίας, όσων χρόνων ήτον το καθ’ ένα.
Έπειτα, ευγάνει μεν τα παιδία έξω, φέρει δε έσω τον διδάσκαλον αυτών Βαβύλαν, και λέγει εις αυτόν, θέλωντας να τον απατήση. Ιδού τα παιδία είναι έτοιμα να θυσιάσουν εις τους θεούς. Ο δε Άγιος ήλεγξεν αυτόν, ότι ψευδώς τούτο λέγει. Όθεν προστάζει ο απάνθρωπος τύραννος να κρεμασθή ο Άγιος ομού με τα τρία παιδία, επάνω εις ξύλα, και να καταξέεται με σιδηρά ονύχια. Έπειτα, τον μεν διδάσκαλον Βαβύλαν, κλείει μέσα εις ένα μικρόν οίκον, οπού ήτον εκεί κοντά. Τους δε παίδας και μαθητάς του, επεχείρει να κολακεύση με διαφόρους και πολυτρόπους κολακείας. Αφ’ ου δε εγνώρισεν ότι ματαίως κοπιάζει, έφερε πάλιν έμπροσθέν του τον Άγιον, και εσυμβούλευεν αυτόν δια να διδάξη τα παιδία να αρνηθούν την ευσέβειαν.
Επειδή δε είδεν αυτόν προθυμότερα από το πρώτον αντιλέγοντα και απολογούμενον, άναψεν από τον θυμόν, και αποφασίζει να θανατωθή με το ξίφος. Και λοιπόν ο μακάριος Βαβύλας βαλών έμπροσθέν του τα τρία άκακα παιδία, όταν είδεν αυτά πρότερον αποκεφαλισθέντα, είπεν εκείνο το του Ησαΐου· «Ιδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός». Είτα ακολούθως απεκεφαλίσθη και αυτός εν έτει σπγ’ [283] και ετάφη από τους Χριστιανούς έτζι ως ήτον με τας αλυσίδας εις τον λαιμόν και εις τους πόδας, καθώς εις αυτούς επαρήγγειλεν έτι ζώντας ο Άγιος (2). (Τον ελληνικόν Βίον αυτού συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Νουμεριανού τα σκήπτρα»· σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα.)
(1) Σημείωσαι, ότι ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, δύω εγκωμιαστικούς λόγους έπλεξεν εις την κορυφήν του Ιερομάρτυρος τούτου Βαβύλα. Εν τω δευτέρω ουν λόγω αναφέρει και περί της υποθέσεως ταύτης, λέγων· «Λαβών γαρ (ο Νουμεριανός δηλαδή) νόμω φιλίας και συνθηκών το παιδίον εκείνο το βασιλικόν, πάντα ομού κατεπάτησε και ανέτρεψε, τους όρκους, τας συνθήκας, την προς ανθρώπους αιδώ, την προς το θείον ευλάβειαν, τον από της ηλικίας έλεον… τούτων, λέγω, ουδέν εις νουν ο μιαρός εκείνος εβάλετο, αλλά πάντα ρίψας αθρόως από της ψυχής, τον φόνον εκείνον, τον πάντων εναγέστατον των φόνων, εργάζεται» (τομ. ε’ της εν Ετόνη εκδόσεως).
Περί τούτου γράφει και ο Θεοδώρητος εν βιβλ. γ’, κεφ. θ’, της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, ότι ο παραβάτης Ιουλιανός μέλλων απελθείν εις την Περσίαν και πολεμήσαι, ερώτησε τον εν Δάφνη Απόλλωνα να του προειπή τα μέλλοντα. Ο δε είπεν ότι εμποδίζεται από τους γειτονεύοντας νεκρούς, εννοώντας ο ψευδόμαντης, το λείψανον του καλλινίκου τούτου Μάρτυρος Βαβύλα, και των συναθλησάντων αυτώ Παίδων. Τούτου χάριν ο Ιουλιανός, γινώσκωντας των Μαρτύρων την δύναμιν, επρόσταξε και εσήκωσαν από εκεί οι Χριστιανοί τα άγια λείψανα του θείου Βαβύλα, οίτινες χορεύοντες κατά την οδόν, και την δαβιτικήν άδοντες μελωδίαν, καθ’ έκαστον κώλον επεφθέγγοντο· «αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοις γλυπτοίς». Ήτταν γαρ του δαίμονος υπελάμβανον, του Μάρτυρος την μετάθεσιν.
(2) Και ο Χρυσορρήμων βεβαιοί τούτο, οπού λέγει εδώ ο Συναξαριστής. Φησί γαρ· «μέλλων τοίνυν ο μακάριος αποσφάττεσθαι Βαβύλας, μετά του σιδήρου το σώμα ταφήναι επέσκηψε, δεικνύς, ότι τα δοκούντα επονείδιστα είναι, ταύτα, όταν δια τον Χριστόν γίνεται, σεμνά τε εστι και λαμπρά. Και ου μόνον ουκ εγκαλύπτεσθαι, αλλά και σεμνύνεσθαι επ’ αυτοίς χρη τον πάσχοντα. Καν τούτω τον μακάριον Παύλον μιμούμενος, ος άνω και κάτω τα στίγματα, τα δεσμά, την άλυσιν έστρεφε, καυχώμενος και μεγαλοφρονών, εφ’ οις ησχύνοντο έτεροι» (Λογ. β’ εις τον Ιερομάρτυρα τούτον Βαβύλαν). Και καθώς οι εν πολέμω νικήσαντες, ήτον συνήθεια, και εθάπτοντο μαζί με τα άρματα εκείνα με τα οποία ενίκησαν τους εχθρούς· τοιουτοτρόπως και ο Ιερομάρτυς ούτος Βαβύλας ηθέλησε να ενταφιασθή μαζί με τας αλυσίδας εκείνας, με τας οποίας ενίκησε τον Διάβολον.
Έχων προς τούτοις και τον θώρακα της πίστεως, και την περικεφαλαίαν του σωτηρίου και τα άλλα νοητά άρματα. Όθεν είπεν ο ίδιος Χρυσορρήμων· «έτι γαρ και νυν παράκειται ταύτα τα όπλα τοις του Χριστού στρατιώταις. Και καθάπερ τους αριστέας μετά των όπλων θάπτουσιν οι βασιλείς, ούτω και ο Χριστός εποίησε, και μετά των όπλων αυτούς έθαψεν. Ίνα και προ της αναστάσεως δείξη πάσαν την δόξαν και την δύναμιν των Αγίων» (Λογ. εις τον Μάρτυρα Βαρλαάμ).
Χρόνια πολλά