Όταν ομιλούμε περί προσευχής εσωτερικής, νοεράς, δεν λέμε προσευχή νοερά, αλλά λέμε «ευχή». Ενώ, όταν ομιλούμε περί προσευχής, βάζομε και αυτήν την πρόθεσι μπροστά «προς», γιατί δείχνει αμέσως ότι η προσευχή είναι η πορεία προς εν συγκεκριμένο πρόσωπο, με σκοπόν την ένωσι με το πρόσωπο αυτό.
Ενώ η ευχή είναι στάσις, ας το πούμε έτσι, και απόλαυσις εν τινι σημείω, όπου υπάρχει και ο Θεός — υπάρχει μία αντιδιαστολή, βλέπετε.
Η προσευχή, λοιπόν, λέμε ότι είναι μία στροφή προς ένα πρόσωπο. Επομένως, για να υπάρχη προσευχή, πρέπει να υπάρχη το πρόσωπο αυτό. Και για να πω ότι προσεύχομαι εγώ, πρέπει να υπάρχη για μένα ενεργός η παρουσία του προσώπου αυτού. Εγώ να μπορώ να οικειοποιούμαι την παρουσία του και την ύπαρξί του. Ο Χριστός, ο ενυπάρχων, ο πανταχού παρών, γίνεται για μένα παρών μέσα εις την ζωή μου, δια της λατρευτικής μου συμμετοχής, δια της συμμετοχής μου μέσα εις την λατρεία και, ιδιαίτατα, δια της συμμετοχής μου εις την θεία κοινωνία.
Διά της συμμετοχής μου εις την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας, εγώ συνδέομαι με τον Χριστόν και γίνομαι μέλος του σώματος του Χριστού• και εφ’ όσον είμαι μέλος, δια να είμαι ζωντανό μέλος του Χριστού, θα πρέπη να συμμετέχω εις τας ιδιότητας του Χριστού, ώστε να γίνεται η περιχώρησις και η αντίδοσις των ιδιωμάτων, όπως εγίνετο και εις τας δύο φύσεις του Χριστού. Αυτό πραγματοποιείται δια της θείας κοινωνίας πλέον, που με καθιστά μέτοχον των ιδιωμάτων της κεφαλής μου μετά της οποίας ενώθηκα.
Επομένως, η λατρεία και η θεία κοινωνία είναι αδιάσπαστα ηνωμένα. Και τι κάνουν;
Καθιστούν παρόντα τον Θεόν και τον Θεόν ζωντανόν για μένα. Οπότε τώρα τι απομένει;
Εγώ να ομιλήσω εις Αυτόν, να απευθυνθώ προς Αυτόν, ο οποίος έρχεται προς εμένα. Και έτσι Εκείνος, δια της λατρείας, τείνει προς εμέ και εγώ, δια της προσευχής, τείνω προς Αυτόν, μέχρις ότου γίνη η ολοκληρωτική μας ένωσις. Αυτή η δική μου τώρα πλέον η στροφή, γίνεται δια της μυστικής οδού που είναι αδιάλειπτος, και γίνεται αρχικώς και ουσιαστικώς, όπως σας είπα, δια της προσευχής.
Αυτό που γίνεται έν τινι χρόνω μέσα εις την εκκλησία, κατά τον εσπερινό, ή μέσα εις την λειτουργία με την θεία κοινωνία, αυτό συνεχίζεται με την προσευχή• και δεν μπορώ να πω ότι θα πάω στην εκκλησία, άμα δεν προσευχόμουν. Είναι περιττό να πάω στην εκκλησία και δεν χρειάζεται να πηγαίνω στην λειτουργία και άχρηστο να κοινωνάω, όταν δεν είμαι ο διαρκώς προσευχόμενος • και είναι περιττό να προσεύχωμαι, όταν δεν έχω συμμετοχή εις αυτά που λέγαμε τώρα μόλις.
Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
Περί Θεού: Λόγος Αισθήσεως
© 2004, ΙΕΡΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΟΡΜΥΛΙΑΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, Εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήναι 2004.
Από myriobiblos.gr