Μας διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για το μακάριο Εφραίμιο, πατριάρχη Αντιοχείας, ότι είχε πολύ ζήλο και θέρμη για την ορθόδοξη πίστη. Όταν λοιπόν άκουσε κάποτε για κάποιο στυλίτη στα μέρη της Ιεραπόλεως ότι ανήκει στους αιρετικούς Σεβηριανούς και Ακεφάλους, οι οποίοι είχαν αποκοπεί από την Εκκλησία, πήγε προς αυτόν με σκοπό να τον μεταστρέψει.
Μόλις λοιπόν έφτασε κοντά του, άρχισε ο θείος Εφραίμιος να παρακαλεί και να νουθετεί το στυλίτη να προστρέξει στον αποστολικό θρόνο και να έρθει σε μυστηριακή κοινωνία με την αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία. Του αποκρίθηκε ο στυλίτης και είπε: «Εγώ δεν θα δεχτώ τη σύνοδο στην τύχη». Του λέει ο θείος Εφραίμιος:
«Και με τί τρόπο θέλεις να σε θεραπεύσω πλήρως και να σου αποδείξω ότι, με τη χάρη του Χριστού Ιησού και Κυρίου Θεού μας, είναι ελεύθερη η αγία Εκκλησία από κάθε ακαθαρσία αιρετικής διδασκαλίας;»
Του λέει ο στυλίτης: «Ν’ ανάψουμε φωτιά, κύριε πατριάρχη, και να μπούμε μέσα εγώ και σεις κι όποιος βγει αβλαβής, αυτός είναι ορθόδοξος κι αυτόν οφείλουμε να ακολουθήσουμε». Το είπε αυτό, για να τρομάξει τον πατριάρχη.
Τότε ο θείος Εφραίμιος αποκρίνεται στο στυλίτη: «Έπρεπε, παιδί μου, να μ’ ακούσεις σαν πατέρα και τίποτε περισσότερο να μη ζητήσεις από μας. Επειδή όμως ζήτησες πράγμα που ξεπερνά την αθλιότητά μου, θαρρώ στους οικτιρμούς του Υιού του Θεού ότι για τη σωτηρία της ψυχής σου κάνω κι αυτό».
Τότε λέει ο θείος Εφραίμιος στους παρευρισκομένους: «Ευλογητός Κύριος, φέρτε εδώ μερικά ξύλα». Κι ήρθαν τα ξύλα. Τα άναψε λοιπόν ο πατριάρχης μπροστά στο στύλο και λέει στο στυλίτη: «Κατέβα κι ας μπούμε κι οι δυο, κατά την απόφασή σου».
Επειδή όμως ο στυλίτης έμεινε έκπληκτος από την πίστη του πατριάρχη στο Θεό και δεν ήθελε να κατεβεί, του λέει ο πατριάρχης: «Δεν πρότεινες εσύ να γίνει αυτό; και πώς τώρα δεν θέλεις να το κάνεις;» Τότε έβγαλε ο αρχιεπίσκοπος το ωμοφόριο που φορούσε, ήρθε κοντά στη φωτιά και προσευχήθηκε και είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μας, ο οποίος καταξίωσες να σαρκωθείς αληθινά για μας από τη Δέσποινά μας, την αγία Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία, δείξε μας την αλήθεια».
Κι όταν τελείωσε την ευχή, τίναξε το ωμοφόριό του στη μέση της φωτιάς. Αφού λοιπόν η φωτιά κράτησε τρεις ώρες και κατάφαγε τα ξύλα, πήραν το ωμοφόριο σώο, αβλαβές και ακέραιο, χωρίς να βρεθεί σ’ αυτό ίχνος καψίματος. Τότε ο στυλίτης, είδε το γεγονός, πληροφορήθηκε, αναθεμάτισε το Σεβήρο και την αίρεσή του, προσήλθε στην αγία Εκκλησία, κοινώνησε από τα χέρια του μακαρίου Εφραιμίου και δόξασε το Θεό.
Ιωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον ένθ. αν., σ. 41-43