Οι χριστιανοί όλων των εποχών ξέρουν εκ πείρας ότι, εκτός από το Θεό και τους αγγέλους Του, υπάρχουν και άλλα όντα, σκοτεινοί άγγελοι, που μισούν το Θεό και εκείνους που Τον αγαπούν.
Οι σκοτεινοί αυτοί άγγελοι, που είναι ψεύτες και πονηροί, μπορούν να εμφανιστούν στους ανθρώπους ως άγγελοι του Φωτός, ή ακόμη και ως ο Θεός ο Ίδιος, για να τους παραπλανήσουν, ώστε να τους αποδώσουν λατρεία.
Ήδη μέσα στην Καινή Διαθήκη, ο μέγας απόστολος Παύλος, μαθητής του Ιησού, προειδοποιεί τους χριστιανούς ότι ο διάβολος «μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός» (Β΄ επιστολή προς Κορινθίους, 11, 14), ενώ ο επίσης μέγας απόστολος Ιωάννης παραγγέλλει στους χριστιανούς να μην πιστεύουν κάθε πνεύμα που τους εμφανίζεται, αλλά να υποβάλλουν τα πνεύματα σε προσεχτική δοκιμασία, για να μην εξαπατηθούν (Α΄ επιστολή Ιωάννου, 4, 1).
Ο ίδιος μάλιστα δίνει ένα κριτήριο, για να το χρησιμοποιήσουν οι χριστιανοί σ’ αυτή τη δοκιμασία: «παν πνεύμα ό ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστί. και παν πνεύμα ό μη ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ εστίν» («κάθε πνεύμα, που παραδέχεται ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε με σάρκα, προέρχεται από το Θεό, και κάθε πνεύμα, που δεν παραδέχεται ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε με σάρκα, δεν προέρχεται από το Θεό», στο ίδιο, 4, 2-3).
Η συγκεκριμένη «δοκιμασία» του πνεύματος οφείλεται στο ότι αυτήν ακριβώς τη χριστιανική διδασκαλία (την αληθινή ανθρώπινη φύση του Χριστού) απέρριπταν οι γνωστικοί διδάσκαλοι, θεωρώντας το ανθρώπινο σώμα και την ύλη γενικά ως δημιουργία κατώτερης θεότητας και έδρα του κακού.
Η δοκιμασία που πρότεινε ο άγιος Ιωάννης εφαρμόστηκε σε όλες τις εποχές του χριστιανισμού και ονομάζεται «διάκρισις των πνευμάτων». Μέσα στους αιώνες καταγράφονται πάρα πολλές περιπτώσεις απατηλών εμφανίσεων σκοτεινών πνευμάτων, μεταμφιεσμένων σε φωτεινά, που έδιναν δήθεν στους ανθρώπους οράματα, αλλά ακόμη και το χάρισμα της προφητείας ή των θαυμάτων, ενώ στην πραγματικότητα τους εξαπατούσαν, για να τους παρασύρουν κοντά τους.
Οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού ανέπτυξαν πολύ λεπτά πνευματικά αισθητήρια, για να μπορούν να διακρίνουν τα αληθινά οράματα του Θεού και των αγγέλων από τα ψευδή οράματα των αντίθετων προς το Θεό δυνάμεων. Και συνέστησαν επίμονα (και συνιστούν ακόμη, γιατί πάντα υπάρχουν άγιοι χριστιανοί διδάσκαλοι) στους χριστιανούς να μην πιστεύουν κάθε υπερφυσικό σημείο που εμφανίζεται στη ζωή τους, αλλά να το απορρίπτουν, να προσεύχονται στο Θεό να τους απαλλάξει απ’ αυτό και να εξομολογούνται με ταπείνωση σε έναν έμπειρο πνευματικό (πνευματικό πατέρα, «γέροντα»), για να αξιολογούν τις καταστάσεις όπως πρέπει και όχι επιπόλαια.
Ένα πρώτο κριτήριο, που μπορεί να βρει κάποιος στα κείμενα των ορθόδοξων ασκητών (π.χ. σε πολλά έργα αγίων που περιλαμβάνονται στη μεγάλη συλλογή Φιλοκαλία, καθώς και στη διδασκαλία του σύγχρονου αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη), είναι ότι το γνήσιο θεϊκό βίωμα προκαλεί στον άνθρωπο γαλήνη και αγάπη προς τους εχθρούς, ενώ το ψευδοβίωμα προκαλεί αποστροφή ή ταραχή, έστω κι αν συνοδεύεται με κάποιο αίσθημα ενθουσιασμού ή «χαράς».
Αυτό το κριτήριο όμως δεν είναι απόλυτα ασφαλές, γιατί ένας αρχάριος μπορεί να νομίζει ότι αισθάνεται γαλήνη ακόμη και σε κατάσταση πλάνης, γι’ αυτό όλοι οι δάσκαλοι της ορθόδοξης πνευματικότητας συνιστούν επίμονα να μην επιθυμούμε ούτε να επιδιώκουμε, αλλά αντιθέτως να αποφεύγουμε τις «υπερφυσικές» εμπειρίες (και να τις αγνοούμε νηφάλια, αν εμφανιστούν), δίνοντας έμφαση μόνο στην προσπάθειά μας για την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και την εγκατάσταση σ’ αυτήν της παγκόσμιας εν Χριστώ αγάπης.
Αν σε μένα (ό μη γένοιτο), που είμαι ένας εγωιστής άνθρωπος, αρχίσει να εμφανίζεται ο Θεός, η Παναγία ή ένα άλλο άγιο πρόσωπο, κινδυνεύω να πέσω θύμα του εγωισμού μου, ο οποίος θα κολακευτεί και θα διογκωθεί, και να αποδώσω λατρεία στον εχθρό αντί για το Θεό.
Ιστορίες πλάνης Του Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη