Η πίστη τοῦ Μωϋσῆ, ἡ ἔμπρακτη, ἡ θυσιαστική καί ῾παράλογη᾽ γιά τά κριτήρια τοῦ κόσμου τούτου, ἡ πρό Χριστοῦ χριστιανική, μᾶς ἐπισημαίνει καί μία ἄλλη τέλος διάσταση: τήν ἐκκλησιαστικότητά της.
῾Ο Μωϋσῆς, λέει ὁ ἀπόστολος, ἄφησε τήν ψεύτικη πίστη πού εἶχε γιά νά ἀποκτήσει τήν ἀληθινή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Θέλησε «νά ὑποφέρει μαζί μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ» προκειμένου νά εἶναι πιστός στόν Θεό. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι καμμία πίστη δέν στέκει ὡς πίστη Θεοῦ εἴτε ἀτομοκεντρικά εἴτε ἐκτός αὐτοῦ πού εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ.
Καί λαός Θεοῦ ὑπάρχει ἐκεῖ πού ὑπάρχει κλήση ἀπό τόν Θεό καί ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου: στήν πρώτη φάση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τούς δικαίους ἀνθρώπους πού ἀνταποκρίθηκαν στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, Πατριάρχες καί προφῆτες˙ στή δεύτερη καί τελεία φάση της στήν Καινή Διαθήκη μέ τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί τήν ᾽Εκκλησία πού ἵδρυσε καί ἔκτοτε καθοδηγεῖ καί ζωοποιεῖ διά τοῦ Πνεύματός Του.
Γι᾽ αὐτό καί ἐκτός ᾽Εκκλησίας πιά δέν μπορεῖ κανείς νά θεωρηθεῖ ἀληθινά πιστός, παρά μόνον ὅταν ἐνταχθεῖ στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν ᾽Εκκλησία, διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, κρατώντας καί αὐξάνοντας τήν πίστη διά τῶν λοιπῶν μυστηρίων καί τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
Η Κυριακή τῆς ᾽Ορθοδοξίας ὡς νίκη τῆς ὀρθῆς πίστεως ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ὄχι γιά νά θυμηθοῦμε ἁπλῶς τά ἱστορικά γεγονότα πού τήν καθιέρωσαν (ἱστορισμός), ὄχι γιά νά ὁδηγηθοῦμε σέ μία καύχηση ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ καλοί πού κρατᾶμε τήν ἀλήθεια (φαρισαϊσμός), ἀλλά γιά νά κινητοποιηθοῦμε στήν ἔμπρακτη βίωση τῆς πίστεως, πού σημαίνει ἀλλαγή τῆς ζωῆς μας καί φανέρωση τοῦ Χριστοῦ καί μέσα ἀπό ἐμᾶς στόν κόσμο.
᾽Αλλά αὐτό προϋποθέτει γενναιότητα καί ἀνδρεία ψυχῆς μαζί μέ τήν ταπείνωση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί ὀρθή ἐκκλησιαστική ζωή. Γιατί τό μέτρο τῆς πίστεως αὐτῆς μᾶς τό δίνουν ὄχι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά οἱ ἅγιοί μας, σάν τόν παμμέγιστο Μωϋσῆ γιά παράδειγμα, σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, σάν ὅλους τούς παλαιοτέρους καί νεωτέρους ἁγίους μας. Τελικῶς τό νά εἶναι κανείς ὀρθόδοξος δέν φαίνεται νά εἶναι καί πολύ εὔκολο!
Διαβάστε ΕΔΩ όλο το κείμενο
παπα Γιώργης Δορμπαράκης