Ορθοδοξία

Σας λέω την αλήθεια, ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός!

Καντιώτης

Newsletter

   

Την πρώτη (1η) Ιανουαρίου ήταν του αγίου Βασιλείου. Χθες πρώτη (1η) Φεβρουαρίου ήταν του αγίου Τρύφωνος. Και σήμερα; Σήμε­ρα δεν εορτάζει άγιος. Εορτάζει ο βασιλεύς των αγίων, ο αρχηγός της πίστεώς μας, ο Κυ­ριος ημών Ιησούς Χριστός. Είνε δε­σποτική ε­ορτή, η εορτή της Υπαπαντής. Τι είνε η Υπα­παντή; Με απλά λόγια θα το εξηγήσουμε.

Ο Χριστός, αγαπητοί μου, δεν ήταν μόνο άνθρωπος, ήταν και Θεός. Και ως Θεός δεν υ­πάρχει στιγμή του χρόνου που να μην υπάρχη. Υπάρχει παν­το­τε. Είνε αυτό που λέμε «νυν και αεί». Εμείς ει­μεθα στο «νυν», τώρα, ενώ ο Χριστός είνε και στο «αεί», πάντοτε· «…νυν και α­ει και εις τους αιώνας των αιώνων». Ως Θε­ος λοιπόν είνε αι­ώνιος, ως αν­θρωπος ο­μως, που εφόρεσε σάρκα, μπήκε στην ιστορία, στο χρόνο. Γεννήθηκε σε ωρισμένο χρόνο και τόπο, σε ένα μικρό χω­ριό. Γεννήθηκε σαν ένα φτωχό νήπιο. Η Mα­να του δεν είχε που να τον βάλη, και τον ε­βαλε στο παχνί των ζώων. Γεννήθηκε σε μια σπηλιά, σ᾿ ένα σταύλο. Ποιος θα φανταζόταν, ότι το νήπιο εκείνο είνε ο βασιλεύς του κόσμου;

Πέρασαν από τη Γέννησι σαράντα ημέρες. Την τεσσαρακοστή ημέρα είχαν τότε συνήθεια, όπως και τώρα, να πηγαίνουν το βρέφος στο ναό. Το πήγαιναν για να το αγιάσουν, να το καθαρίσουν, να σα­ραντίση η μάνα. Σήμερα δυστυχώς άρχισαν αυ­τα να μην τα προσ­έχουν. ᾿Αμελούν. Θυμηθήτε ο­μως τα λόγια μου· παιδί, που η μάνα δεν το σα­ραντίζει, θα γίνη τέρας. Θα γεμίση ο κο­σμος από κακούργους.

Συνήθιζαν, λοιπόν, οι Εβραίοι στις σα­­ραν­τα ημέρες να φέρνουν το παιδί στο ναό, και συγχρόνως να προσφέρουν δώρα. Αν ήταν πλούσιοι, πήγαιναν ένα βόδι, ένα δαμαλάκι· αν ήταν φτωχοί, πήγαιναν ένα ζευ­γάρι τρυγό­νια η δυό μικρά περιστέρια. Γιατί; Για να ευ­χαριστήσουν το Θεό, που έδωσε το παιδί. Δι­ότι το παιδί είνε ο μπουναμάς του ου­ρανού, το πιο μεγάλο δώρο. Δεν πα᾿ να ᾿χη το σπίτι ραδι­όφωνα τηλεοράσεις κι ο,τι άλλο θε᾿ς· αν μέσα σ᾿ αυτό δεν ακούγεται κλάμα παιδιού, κάτι λείπει.

Γι᾿ αυτό οι γονείς να ευχαριστούν το Θεό. Διότι το παιδί δεν το έκανες εσύ – λα­­θος έχεις. Άμα ο Θεός δεν ευ­λογήση τα δεν­­τρα, καρπό δεν πιάνουν· κι άμα ο Θεός δεν ευ­λογήση τη γη, σπαρτά δεν θερίζεις. Κι άμα ο Θεός δεν ευλογήση την κοιλιά της γυ­ναί­­κας, ας πάη σ᾿ όλους τους για­τρούς, παιδί δεν κα­νει. Τα παι­διά τα δίνει ο Θεός. Γι᾿ αυτό οι μα­νάδες πρε­πει να φέρνουν τα παιδιά τους στην εκ­κλησιά όταν γίνωνται σαράντα ημε­ρων, να τα σαραντίζουν και να ευλογούνται. Αυτό ε­κανε η Παναγία, αυτό να κάνουμε κ᾿ εμείς.

Η Παναγία πήρε στην αγκαλιά της το Χριστό και μαζί με τον δίκαιο Ιωσήφ τον προστά­τη πη­γαν στο ναό του Σολομώντος. Μαζί της πήγαν κι άλλες γυναίκες πλούσιες. Τα μάτια των αν­θρώπων είνε στους πλουσίους. Εκείνη ήταν φτωχιά και κανείς δεν την πρόσεχε. Αλλά τι λέω; Κάποιος την πρόσεξε. Ποιος; Ε­νας γέρον­τας που τον έλεγαν Συμεών. Τι η­ταν αυτός; Αυτός διάβαζε την αγία Γραφή, διάβαζε τους προφήτας, και από ᾿κεί έμαθε, ότι μια μέρα «θα ανατείλη ένα άστρο» στον κο­σμο· έμαθε, ότι θα έρθη «ένας άνθρωπος», ο Μεσσίας, ο Λυτρω­της του κόσμου, ο Χριστός (βλ. Αριθμ. 24,17). Ο Συμεών ο­μως λυ­πο­ταν ότι δεν θα ζήση να δη το Χριστό. Τέτοια λαχτάρα είχε. Και έλεγε· Θεέ μου, άφησέ με να ζήσω· ας δω το Χριστό κι ας πεθά­νω!… Και ο Θεός άκουσε την προσευχή του.

Την ώρα που η Παναγία έφθανε στο ναό, ο Συμεών άκουσε φωνή· Πήγαινε τώρα στο ναό, κ᾿ εκεί θα δης το Χριστό!… Έκανε φτε­ρα στα πόδια ο γέροντας και νάτον στο ναό. Αλλά εκεί ήταν πολλές γυναίκες· ποια απ᾿ ο­λες ήταν η Παναγία; Όπως ο Θεός φώτισε τον ᾿Iω­άννη τον Πρόδρομο και ανάμεσα στις χιλιάδες που βαπτίζονταν εκεί στο ποτάμι δι­έκρινε το Χριστό, έτσι εδώ το Πνεύμα το άγιο φω­τισε τον Συμεών να διακρίνη το Χριστό και να κα­ταλάβη ποια είνε η Παναγία. Και τότε πλησίασε κοντά. Τα μάτια του βούρκωσαν. Υ­ψω­σε το βλέμμα στον ουρανό, πήρε στην αγ­­καλιά του το Χριστό, έκανε την προσευχή του και είπε· «Νυν απολύεις τον δούλόν σου, δέσποτα, κατά το ρήμά σου εν ειρήνη…»· τώρα, λέει, ας πεθάνω· είδα το Χριστό (Λουκ. 2,29).

Μετά ο Συμεών είπε· Αυτό το παιδί θα συγ­­κλονίση τον κόσμο. Κανένας άλλος δεν θ᾽ αλ­­λάξη τον κόσμο όπως αυτό. Αυτό το παιδί αλ­λοι θα το αγαπήσουν και για την αγάπη του θα θυ­σιάσουν τα πάντα, κι άλλοι θα το μισήσουν… Και έτσι είνε. Το Χριστό η θα τον αγαπήσης η θα τον μισή­σης. Και θα γίνη πόλεμος μεγάλος· οι αντίχριστοι θα τον πολεμούν, οι άλλοι θα τον λατρεύουν, και τέλος θα νικήση ο Χριστός.

Φαντάσου τώρα το Συμεών να βλέπη ένα μι­κρο παιδάκι και να λέη αυτά τα πράγματα! Και τα βλέπουμε σήμερα πραγματοποιούμενα.
Κατόπιν συνέχισε προς την Παναγία· Μάνα ευλογημένη, μάνα ευτυχισμένη, αλλά και μα­να πικραμένη! Ευλογημένη, γιατί γέννησες το Χριστό. Πικραμένη, γιατί θα τον δης τη Με­γάλη Παρασκευή να τον καρφώνουν οι αντίχριστοι, κ᾿ εσένα μαχαίρι δίκοπο θα πε­ράση την καρδιά σου…

Αυτά είπε ο Συμεών.
Στο ναό ήταν τότε και μια γριά χήρα 84 χρο­­νων, η Άννα. Αυτή παντρεύτηκε, έζησε 7 χρο­νια με τον άντρα της, μετά χήρευσε και δεν ήλθε σε δεύτερο γα­μο, δεν ξαναπαν­τρεύ­τηκε. Γιατί μια φορά παντρεύονται οι άνθρωποι. Στα παλιά τα χρόνια έτσι ήταν. Για ιδέστε και τα τρυγόνια. Έχουν αγάπη. Σκότωσε ο κυ­νη­γος το αρσενικό; το θηλυκό δεν ζευγαρώνει πλέον με άλλο αρσενικό. Γι᾿ αυτό λένε «αγα­πιούν­­­ται σαν τα τρυγόνια». Τώρα όμως βλέπεις τον άλλο, ακόμα δεν έθαψε τη γυναί­κα του και ζητάει νέα γυναίκα· και βλέπεις την άλλη, ακόμα δεν έθαψε τον άντρα της και ζητάει δεύτερο άντρα. Όχι, δεν είνε έτσι τα πράγματα. Ένας άντρας και μια γυναίκα είνε ο ιδεώδης γάμος που ευλογεί ο Χριστός.

Έτσι έζησε η Άννα. Και τώρα δεν πήγαινε από σπίτι σε σπίτι να κουτσομπολεύη και να κα­τακρίνη. Ήταν διαρκώς στο ναό, νήστευε, προσευχόταν, υπηρετούσε το Θεό και διά­βα­ζε τη Γραφή. Κι όταν είδε το Χριστό στην αγ­καλιά του Συμεών, έτρεξε κι αυτή κοντά, δο­ξολογούσε το Θεό και κήρυττε το Χριστό στους προσκυνητάς.

Αυτή είνε, αγαπητοί μου, η εορτή της Υπαπαντής. Μπορεί τώρα κάποιος να πη· Αχ πόσο ήθελα κ᾿ εγώ να ζούσα τότε και να δω το Χρι­στο!… Υπάρχει σήμερα τέτοια λαχτάρα; Ε­­πιθυμούμε να δού­με το Χριστό, όπως ο Συμεών και η Άννα;
Αλλ᾿ αν ζητούμε αυτό, το έχουμε. Υπάρχει τρόπος να δης το Χριστό. Που να τον δης; ᾿E­δω. Δεν είνε ανάγκη ούτε στα Ιεροσόλυμα να πας, ούτε στα ουράνια ν᾿ ανεβής, ούτε οράμα­τα να δης. Μπορείς να δης το Χριστό στην Εκκλησία! Απίστευτο, αλλά αληθινό.

Τα παλιά τα χρόνια, που οι άνθρωποι ήταν α­γιοι, ας μην είχαν σχολεία, είχαν όμως Θεό. Έρχονταν στην εκκλησία, κι όταν έβγαινε το δι­σκοπότηρο, –δεν είνε ψέμα– έβλεπαν το Χριστό, την Παναγιά, αγγέλους και αρχαγγέλους· γιατί είχαν μάτια αγγελικά. Εμείς τώρα έχουμε μάτια κτηνώδη (μάτια σκύλου, μάτια χοίρου, μάτια τίγρεως, μάτια λιονταριού). Και τέτοια μάτια δεν είνε άξια να βλέπουν τέτοια οράματα. Όταν τα χέρια και τα κορμιά είνε α­κάθαρτα, τότε και τα μάτια είνε αμαρτωλά και ανάξια. Για να δης το Χριστό, πρέπει να ᾿χης καθαρή την καρδιά (βλ. Ματθ. 5,8).

Εδώ είνε ο Χριστός. Όσα λέει ο παπάς κι ο ψάλτης, όλα είνε λόγια του Χριστού. Μα δεν τα καταλαβαίνουμε. Γιατί αν πάρης μια κιθάρα η ένα βιολί και πας και παίξης σ᾿ ένα στάβλο, τα γαιδούρια δεν καταλαβαίνουν τη μουσική σου· αυτά θέλουν σανό. Και αν μπρο­στα στα γουρού­νια πετά­ξης διαμάντια, δεν συγκινούν­ται· αυτά θέλουν λάσπη και ακαθαρσία. Και οι αν­θρωποι σήμερα δεν θέλουν διαμάντια και πο­λύτιμα πράγματα· θέλουν ψευ­τιές, που έχει το ράδιο και η τηλεόρασι. Εκεί το αυτάκι μας και εκεί τα μάτια μας, ώρες ολόκληρες, να δούμε κορ­μια γυμνά, ν᾿ ακούσουμε τραγούδια αισχρά…

Αδέρφια μου, δεν λέω ψέματα. Σας λέω την αλήθεια, που κι αν εμείς την αρνηθούμε, κι αυτές οι πέτρες θα τη φωνάξουν· ο Χριστός είνε ο αληθινός Θεός! Όπου είνε ο Χριστός, είνε η αλήθεια· όπου λείπει ο Χριστός, είνε το ψέμα. Όπου είνε ο Χριστός, είνε η δι­καιοσύ­νη, η λευτεριά, η αγάπη, η ειρήνη, ο πα­ράδει­σος· όπου λείπει ο Χριστός, είνε η α­δικία, η σκλαβιά, το μίσος, ο πόλεμος, η κόλασι. Διαλέξτε και πάρτε. Κλείστε τα ραδιόφω­να, κλεί­στε τις τηλεοράσεις, κι ανοίξτε την καρ­διά σας να μπη ο Χριστός, να δήτε το Χριστό· ον, παί­δες Ελλήνων, υμνείτε και υπερυψούτε εις παν­τας τους αιώνας· αμήν.

(†) επίσκοπος Αυγουστίνος