Αποκαλύπτεται εις εκείνον ο οποίος θα τον αγαπήση: «Εάν κανείς αγαπά τον Θεόν, αυτός έχει γνωρισθή από τον Θεόν» (Α’ Κορινθίους 8,3). Εκείνος που θα αγαπήση με την καρδιά του τον Θεόν, θα ακούση την φωνήν Του να τον καλή να περάση εις την νεφέλην, να αναβή εις το όρος.
Όμως, ο άνθρωπος, δια να συνάντηση τον Θεόν, πρέπει να έχη ταπείνωσιν (Ματθαίος 5,3. 18,3. Α’ Πέτρ. 5,5). Ακόμη να έχη καθαρότητα καρδίας (Ψαλμοί 33,19). «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», λέγει ο Κύριος (Ματθαίος 5,8).
Αλλά όλα αυτά δεν αρκούν προκειμένου να λάβη ο άνθρωπος την θείαν αποκάλυψιν. Πρέπει ακόμη να ακόλουθη και την διδαχήν του Χριστού. «Πας ο παραβαίνων και μη μένων εν τη διδαχή του Χριστού Θεόν ουκ έχει», οποίος παραβαίνει και δεν μένει εις την διδαχήν του Χριστού δεν έχει Θεόν. «Εκείνος ο οποίος μένει εις την διδαχήν του Χριστού, αυτός έχει και τον Πατέρα και τον υιόν» (Β΄ Ιωάννου 9). «Ο αγαθοποιών έκτου Θεού εστίν ο κακοποιών ουχ εώρακε τον Θεόν». Εκείνος ο οποίος πράττει το καλόν είναι του Θεού εκείνος ο οποίος πράττει το κακόν, δεν έχει ιδεί τον Θεόν (Γ’ Ιωάννης 11).
Εάν κανείς δεν είναι άνθρωπος αγάπης, εάν δεν έχη ταπείνωσιν, εάν δεν αγνίση τον εαυτόν του και δεν τηρή την διδαχήν του Χριστού δεν ημπορεί να είναι πραγματικός θεολόγος, άνθρωπος, δηλαδή, ο οποίος να έχη γνωρίσει τον Θεόν. «Όποιος λέγει ότι μένει εν αυτώ, οφείλει να ζη όπως έζησε και ο Χριστός», λέγει ο Απόστολος Ιωάννης (Α’ Ιωάννης 2,6). Δι’ εκείνον ο οποίος δεν αγνίζει τον εαυτόν του, χρησιμοποιεί ο άγιος Μάξιμος μίαν βαρυτάτην έκφρασιν. Τον χαρακτηρίζει «θεολόγον του δαίμονος».
«Αγαπητοί», γράφει ο άγιος Ιωάννης ο ευαγγελιστής, «τώρα είμεθα παιδιά του Θεού, αλλά ακόμη δεν έχει φανερωθή τι θα είμεθα. Γνωρίζομεν ότι όταν φανερωθή, θα είμεθα όμοιοι με Αυτόν, διότι θα τον ίδωμεν όπως είναι. Και οποίος έχει την ελπίδα εις Αυτόν, αγνίζεται, όπως Εκείνος είναι αγνός… Όποιος αμαρτάνει, δεν τον έχει ιδεί, ούτε τον έχει γνωρίσει» (Α’ Ιωάννης 3,2-6).
Η εσωτερική αγνότης του ανθρώπου δεν παρουσιάζεται μόνον ως προϋπόθεσις της γνώσεως του Θεού, και, ως καρπός της ενώσεως με Αυτόν. Ο ίδιος ο Κύριος, απευθυνόμενος προς τον Πατέρα, λέγει δια τους μαθητάς του:
«Τους κατέστησα γνωστόν το όνομα Σου και θα το καταστήσω γνωστόν, δια να είναι μέσα των η αγάπη με την οποίαν με ηγάπησες και εγώ να είμαι μέσα τους» (Ιωάννης 17,26).
Η γνώσις του Θεού αποτελεί πράξιν χαρισματικήν (Γαλ. 4,9. Ιωάννης 6,44) και προϋποθέτει την προσωπικήν σχέσιν του ανθρώπου με τον Χριστόν:
«Κανείς δεν έρχεται εις τον Πατέρα παρά δι’ εμού» (Ιωάννης 14,6). «Κανείς δεν γνωρίζει τον Υιόν παρά ο Πατήρ, ούτε τον Πατέρα γνωρίζει καλά κανείς παρά ο Υιός και εκείνος εις τον οποίον θέλει ο Υιός να τον αποκάλυψη» (Ματθαίος 11,27). Η προσωπική δε αυτή σχέσις με τον Υιόν πραγματοποιείται, καθώς θα αναφέρωμεν, με την παρουσίαν του Αγίου Πνεύματος (Ιωάννης 14,26. 15,26. 16,13 και εξής).
Βασική Δογματική Διδασκαλία – Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
Κάνε το σχόλιο σου