Οι παλαιοί ζωγράφοι που ζωγραφίζανε τη Δευτέρα Παρουσία, παριστάνουνε στον ουρανό τον Χριστό καθισμένον στον θρόνο του για να κρίνει τον κόσμο, κι από τις δύο μεριές καθισμένους τους Δώδεκα Απόστολους.
Από το υποπόδιο του θρόνου βγαίνει ο πύρινος ποταμός, που μέσα σ’ αυτόν καίγουνται οι αμαρτωλοί, που τους καταπίνει ο βύθιος δράκων. Οι αρχάγγελοι κράζουνε με τις σάλπιγγες, και σηκώνουνται από τα μνήματα οι νεκροί τρομαγμένοι.
Ένας άγγελος τυλίγει τον ουρανό σαν να ‘ναι χαρτί, κι άλλος ζυγιάζει τις ψυχές.
Οι άνεμοι φυσούνε θυμωμένοι από τις τέσσερες μεριές της οικουμένης, θηρία και τέρατα καταβροχθίζουνε κεφάλια, χέρια, πόδια ανθρώπινα.
Οι δαίμονες τρίζουνε τα δόντια τους.
Η κτίση όλη ταράζεται από τα θεμέλια της.
Οι ψυχές τρέμουνε σαν τα ξερά φύλλα που τα παίρνει ο δρόλαπας.
Ο ήλιος μαύρισε και καρβούνιασε, και το φεγγάρι έσβησε.
Φόβος και τρόμος πλακώνει όλη την οικουμένη.
Μονάχα ένας άνθρωπος δεν ταράζεται, ένα γεροντάκι, ταπεινό και ήσυχο, που αργοπερπατά με το ραβδάκι του, μέσα στην κοσμοχαλασιά, και πορεύεται θαρρετά προς τον θρόνο του Χριστού.
Αυτός είναι ο «Ελάχιστος», όπως είναι γραμμένο στην εικόνα, δηλαδή ο πιό τιποτένιος, ο πιό καταφρονεμένος σε τούτον τον κόσμο.
Τούτος ο «Ελάχιστος» είναι …, που ανοίξανε οι πόρτες τ’ ουρανού για να μπεί μέσα στον Παράδεισο.
Από το διήγημα,” Ο μπάρμπα-Μανώλης ο βασιλές”