Τέσσερις Αγαρηνοί συνάντησαν κάποτε καθ’ οδόν τον Άγιο Σάββα και είχαν τόση πείνα, ώστε κινδύνευαν.
Μόλις τον είδαν λοιπόν, του ζήτησαν αν έχει κάτι να φάνε.
Ο Άγιος τους λυπήθηκε και τους έβαλε στο σπήλαιο του.
Τους έστρωσε στη γη και τους φίλευσε από αυτά που είχε, καρδιές καλάμων και ρίζες μελεαγρίων.
Οι βάρβαροι ευλαβηθέντες την αρετή του Αγίου, θαύμασαν την φιλοξενία του, και αφού έφαγαν τον ευχαρίστησαν και έφυγαν.
Μετά από λίγες μέρες όμως γύρισαν και του έφεραν τυριά, ψωμιά και φοινίκια.
Ο άγιος σαν φιλόπονος μέλισσα, η οποία μαζεύει από κάθε τόπο τα χρήσιμα, έτσι οφελήθη από το γεγονός αυτό και έλεγε στον εαυτό του:
“Αλίμονο σου, ψυχή μου ταλαίπωρη και προς τον Ευεργέτη αχάριστη!
Για μία μικρή και ασήμαντη χάριν την οποίαν έλαβαν αυτοί οι βάρβαροι, μου έφεραν τόσο πλούσια ανταμοιβήν και εγώ, που λαμβάνω από τον Πλάστην τόσα χαρίσματα, ποια ανταμοιβή του έδωσα;
Ποιά Αυτού εντολήν εφύλαξα;
Ποιά απολογίαν θα δώσω στον Κύριο κατά την ώρα της Κρίσεως;
Συναξαριστής της Ορθοδόξου εκκλησίας
Κάνε το σχόλιο σου