Αλλά είναι απαραίτητο, όταν το επιτελούμε αυτό, να σφαγιάζουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας στον Θεό, με την συντριβή της καρδιάς, γιατί εμείς που ιερουργούμε τα μυστήρια του Δεσποτικού πάθους, πρέπει να μιμούμαστε αυτό που πράττουμε. Τότε λοιπόν αυτό αληθινά θα γίνει θυσία στον Θεό υπέρ ημών, όταν θα κάνει θυσία εμάς τους ίδιους.
Αλλά πρέπει να προσέξουμε με ζήλο, ώστε ακόμα και μετά από την ώρα της προσευχής, όσο μπορούμε κατά την δωρεά του Θεού, να τηρούμε την ψυχή στην σοβαρότητα και την ρωμαλεότητα της, μήπως μετά ο λογισμός μετεωρισθεί και χαυνωθεί, μήπως κάποια μάταιη χαρά γλιστρήσει μέσα στον νου και η ψυχή χάσει το κέρδος της κατάνυξης με την αφροντισιά του μετεωριζόμενου λογισμού.
Έτσι αλήθεια η Άννα αξιώθηκε να επιτύχει αυτό που είχε ζητήσει, γιατί μετά τα δάκρυα τήρησε τον εαυτό της στην ίδια ρωμαλεότητα του νου. Πραγματικά γράφεται για αυτήν: «Καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς οὐ συνέπεσεν ἔτι»* (Α΄ Βασιλειών 1, 18). Επειδή λοιπόν δεν ξέχασε πως είχε παρακαλέσει, γι’ αυτό και δεν στερήθηκε το δώρο που ζήτησε.
- [Ας παρατηρήσουμε πως το όλο έργο κλείνει με μια νοσταλγία του πένθους, άρα και της μοναχικής ζωής, όπως δηλαδή και άρχισε στον Πρόλογο στο βιβλίο Ι].
Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος. Βίοι αγνώστων ασκητών. εκδ. Άγιον Όρος, 1988
Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις: Ιερομόναχος Ιωάννης, κελλίον Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Αγία Άννα – Άγιον Όρος.