Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀγαπητοί μου, στὴν ὁποία μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ μπαίνουμε ἀπὸ αὔριο, εἶνε περίοδος ἱερῶν ἀσκήσεων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἄσκησι εἶνε μία τακτικὴ ποὺ ἐπὶ αἰῶνες τώρα ἐφαρμόζεται σὲ πολλοὺς τομεῖς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, διότι ἔχει ἀποδειχθῆ χρήσιμη, βοηθητικὴ καὶ σωτήριος. Ἡ ἄσκησι λέγεται καὶ γυμνασία ἢ γυμναστική.
Ἡ ἄσκησι ἀποβλέπει ὄχι μόνο στὴν διατήρησι μιᾶς καλῆς καταστάσεως, ἀλλὰ καὶ στὴ βελτίωσί της ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο, καθὼς καὶ στὴν ἑτοιμότητα τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ τὶς χρησιμοποιήσῃ σὲ κάθε ἀνάγκη ποὺ θὰ παρουσιαστῇ.
Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶνε καὶ σῶμα καὶ ψυχὴ – πνεῦμα, γι ̓ αὐτὸ καὶ ἡ ἄσκησι διακρίνεται σὲ σωματικὴ καὶ σὲ ψυχικὴ – πνευματική. Μὲ τὴν σωματικὴ ἄσκησι τὸ σῶμα διατηρεῖ τὴν ὑγεία καὶ τὴν εὐεξία του, οἱ μῦς καὶ τὰ μέλη δυναμώνουν, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ ἐργάζεται ἀποδοτικά. Μὲ τὴν πνευματικὴ ἄσκησι τὸ μυαλὸ «ἀκονίζεται», ἀποκτᾷ εὐστροφία καὶ πλουτίζεται σὲ γνώσεις.
Σπουδαιότερη ὅμως καὶ πιὸ ἀναγκαία εἶνε ἡ ψυχικὴ ἄσκησι, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νὰ καταταγῇ στὴν στρατιὰ τοῦ οὐρανίου βασιλέως Χριστοῦ, νὰ ὑπακούῃ καὶ νὰ τηρῇ τὸ θέλημά του, ν ̓ ἀποκτήσῃ καὶ νὰ διατηρῇ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, νὰ ἀπεκδυθῇ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο καὶ νὰ ἐνδυθῇ τὸν νέο, νὰ μιμηθῇ τὸ Χριστὸ καὶ τέλος νὰ ἐνωθῇ μαζί του αἰωνίως. Αὐτὰ δὲν εἶνε εὔκολα ἀσφαλῶς· μέσα στὴν Ἐκκλησία ὅμως μὲ τὴ χάρι τοῦ Κυρίου γίνονται κατορθωτὰ καὶ καθιερώνονται ἰσοβίως ὡς ἕνα καθημερινὸ πρόγραμμα ζωῆς. Ὅπως στὸ σχολεῖο ὁ μαθητὴς ὅλο τὸ χρόνο μελετᾷ, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως κοπιάζει στὶς ἡμέρες τῶν ἐξετάσεων, ἔτσι καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Καὶ ὅπως στὸν ἀθλητισμὸ οἱ ἀθληταὶ πάντοτε προσπαθοῦν νὰ διατηροῦνται σὲ «φόρμα», ἀλλὰ ἰδιαιτέρως προπονοῦνται ὅταν ἔχουν ἀγῶνες, κάτι παρόμοιο ἔχουμε καὶ στὴν πνευματική μας ἄθλησι. Καὶ ὅπως στὸ στρατὸ οἱ στρατιῶτες πάντοτε βέβαια γυμνάζονται στὶς διάφορες μονάδες, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ἰδιαίτερες ἡμέρες ἐκτεταμένων γυμνασίων καὶ ἀσκήσεων, κατὰ τὶς ὁποῖες συμμετέχουν στὰ γυμνάσια ὅλες οἱ δυνάμεις, καὶ τῶν τριῶν ὅπλων, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ οἱ Χριστιανοί, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν πνευματικὴ στρατιὰ τοῦ Κυρίου, ἀσκοῦνται βέβαια καὶ γυμνάζονται ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς τους καὶ ὅλες τὶς ἡμέρες τοῦ ἔτους, ἀλλὰ ἔχουν καὶ ὡρισμένες περιόδους κατὰ τὶς ὁποῖες ὅλα τὰ γυμνάσματα ἐντείνονται καὶ ὅλες οἱ ἀσκήσεις συντονίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ σκοπὸ τὸν τελειότερο καταρτισμὸ τῶν πιστῶν.
Τέσσερις εἶνε οἱ ἐποχὲς τοῦ ἔτους (χειμώνας, ἄνοιξι, καλοκαίρι, φθινόπωρο), τέσσερις εἶνε καὶ οἱ περίοδοι αὐτὲς τῶν ἐντατικῶν πνευματικῶν γυμνασμάτων· ἀντιστοιχοῦν δηλαδὴ περίπου μία σὲ κάθε ἐποχή. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ πρὸ τοῦ Πάσχα, μεταξὺ χειμῶνος καὶ ἀνοίξεως. Ἡ νηστεία πρὸ τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, μεταξὺ ἀνοίξεως καὶ θέρους. Ἡ νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου πρὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ ἐν ὄψει τοῦ φθινοπώρου. Καὶ τέλος ἡ περίοδος τοῦ Σαρανταημέρου πρὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ χειμῶνος.
Μία τέτοια περίοδος, πρώτη μεταξὺ ὅλων τῶν ἄλλων, εἶνε ἡ περίοδος αὐτὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Κατ ̓ αὐτήν, ὅπως ψάλλει ὡραῖα ἡ Ἐκκλησία μας, «Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται» (ἔχει ἀνοίξει τὸ στάδιο τῶν δαιμόνων νίκη» (ἦρθε ὁ καιρὸς ποὺ ἀρχίζουν οἱ πνευματικοὶ ἀγῶνες, ἡ νίκη ἐναντίον τῶν δαιμόνων – δοξ. αἴν. Κυρ. Τυριν.).
Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς περιόδου αὐτῆς εἶνε ἡ νηστεία, ἡ αὐστηρὴ νηστεία. Εἶνε τὸ ἀρχαιότερο καὶ τὸ γνωστότερο εἶδος ἀσκήσεως. Τὴν περίοδο αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ νηστέψουμε ὅλοι, ἐκτὸς μόνο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ γιὰ κάποια σωματικὴ ἀσθένεια ἐμποδίζονται νὰ λάβουν μέρος στὸ ἱερὸ αὐτὸ ἀγώνισμα.
Ἀλλὰ νηστεύουν σήμερα οἱ Χριστιανοί;
Ἀλλοίμονο! Τὰ τελευταῖα χρόνια ἡ νηστεία, τὸ ἱερὸ αὐτὸ κειμήλιο τῆς φυλῆς μας, περιφρονεῖται ἀπὸ τοὺς πολλούς, τοὺς περισσοτέρους μποροῦμε νὰ ποῦμε Χριστιανούς. Μὲ διάφορες προφάσεις, σχεδὸν πάντα ἁμαρτωλές, ἀποφεύγουν τὴ νηστεία. Οἱ κάτοικοι ἰδίως τῶν πόλεων στὴν μεγίστη πλειονότητα ἔχουν ἐξορίσει ἀπὸ τὰ σπίτια τους τὴ νηστεία· καὶ αὐτή, σὰν διωγμένη καὶ περίλυπη δέσποινα, βρῆκε καταφύγιο στὰ μικρὰ χωριὰ καὶ στὶς κωμοπόλεις τῆς πατρίδος μας.
Ἀλλὰ τελευταῖα παρατηρεῖται κ ̓ ἐκεῖ τάσις νὰ ἐκδιωχθῇ ὡς ἀνεπιθύμητη! Οἱ χωρικοὶ καὶ οἱ ἀγράμματοι, ποὺ σέβονται καὶ ἔχουν σὲ μεγάλη ὑπόληψι τὸν ἅγιο θεσμὸ τῆς νηστείας, καὶ ἴσως μάλιστα γιὰ πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς εἶνε ἡ μόνη κλωστή, ἀπ ̓ τὴν ὁποία κρέμεται ἡ θρησκευτική τους ζωή, αὐτοί, πρὸς μεγάλο σκανδαλισμό τους, βλέπουν τοὺς λίγους ἐγγράμματους(;) τοῦ χωριοῦ τους, ἢ καὶ τοὺς τυχὸν διερχομένους ἀπὸ τὸ χωριό τους δημοσίους ὑπαλλήλους, νὰ καταλύουν μπροστὰ σὲ ὅλους τὴ νηστεία, καὶ πολλὲς φορὲς τοὺς ἀκοῦνε νὰ ἐκφράζωνται γιὰ τὴ νηστεία μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε μέσα στὴ συνείδησι τοῦ χωρικοῦ νὰ γκρεμίζεται ὁ σεβασμὸς στὶς ἅγιες παραδόσεις τῆς θρησκείας μας, μία ἀπ ̓ τὶς ὁποῖες εἶνε καὶ ἡ νηστεία.
Καὶ νὰ σκεφτῇ κανεὶς ὅτι ἡ νηστεία εἶνε θεσμὸς τόσο ἀρχαῖος ὅσο καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ νομοθετήθηκε μέσα στὸν παράδεισο μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ γευθοῦν οἱ πρωτόπλαστοι τὸν ἀπηγορευμένο καρπό· καὶ γι ̓ αὐτὸ οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὴν χαρακτηρίζουν συνηλικιῶτιν, συνομήλικη δηλαδή, τοῦ ἀνθρώπου(Μ. Βασ. Migne 31,168Α). Δυστυχῶς ἡ γενεά μας, ὑλόφρων καθὼς εἶνε, δὲν μπορεῖ νὰ δῇ μὲ βλέμμα συμπαθείας καὶ βαθειᾶς ἐκτιμήσεως τὴ νηστεία, ὅπως τὴν ἔβλεπαν αἱ προηγούμενες γενεές, ὅπως τὴν εἶδαν οἱ σοφοὶ τῆς ἀρχαιότητος καὶ οἱ ἁγιώτατοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο εἶπαν καὶ ἔγραψαν τὰ ὡραιότερα λόγια καὶ ἐγκώμια γιὰ τὴ νηστεία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους ἔδωσαν σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς τὸ παράδειγμα τῆς πραγματικῆς νηστείας. Ναί, ὅλων τῶν ἁγίων σύντροφος καὶ φίλη ἀχώριστη ὑπῆρξε ἡ νηστεία, ἡ «πάνοπλος ἐγκράτεια, ἡ τῶν ἀγγέλων εὐπρέπεια, ἡ πρὸς Θεὸν παρρησία» (ἡ ἐγκράτεια ποὺ εἶνε ἐφωδιασμένη μὲ ὅλα τὰ ὅπλα, ποὺ μιμεῖται τὴν ἀγγελικὴ εὐπρέπεια, ποὺ χαρίζει θάρρος νὰ σταθῇ κανεὶς ἐμπρὸς στὸ Θεό – δοξ. αἴν. Κυρ. Τυριν.).
Ἂν ἦταν δυνατὸν καὶ σ ̓ ἐμᾶς νὰ δοῦμε τὴ νηστεία μὲ τὸ μάτι τῆς καθαρῆς διανοίας τῶν ἁγίων πατέρων, θὰ τὴ βλέπαμε ὄχι σὰν μία ἀνεπιθύμητη κυρία ἀλλὰ σὰν μία βασίλισσα, ποὺ εἶνε ἕτοιμη νὰ δώσῃ στοὺς πιστοὺς ἀκολούθους της δῶρα, τὰ πολύτιμα δῶρα της. Γιατὶ ἡ νηστεία, ὅπως λέει γι ̓ αὐτὴν μὲ ἐνθουσιασμὸ ὄχι κάποιος μικρὸς κήρυκας ἢ θεολόγος ἀπ ̓ τοὺς σημερινούς, ἀλλὰ ἕνας μεγάλος πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ φιλόσοφος βαθύς, ὁ Μέγας Βασίλειος, ἡ νηστεία εἶνε «οἴκων αὔξησις, ὑγείας μήτηρ, νεότητος παιδαγωγός, κόσμος πρεσβύταις, ἀγαθὴ συνέμπορος ὁδοιπόροις, ἀσφαλὴς ὁμόσκηνος τοῖς συνοίκοις»· καὶ ἀλλοῦ· «πόλεως εὐσχημοσύνη, ἀγορᾶς εὐστάθεια, οἴκων εἰρήνη, σωτηρία τῶν ὑπαρχόντων»· καὶ ἀλλοῦ· «νηστεία προφήτας γεννᾷ, δυνατοὺς ῥώννυσι (=ἐνδυναμώνει)· νηστεία νομοθέτας σοφίζει, ψυχῆς ἀγαθὸν φυλακτήριον, σώματι σύνοικος ἀσφαλής, ὅπλον ἀριστεύουσιν, ἀθληταῖς γυμνάσιον… σωφροσύνης δημιουργός. Ἐν πολέμοις ἀνδραγαθεῖ, ἐν εἰρήνῃ ἡσυχίαν διδάσκει»(Μ. Βασ., Περὶ νηστείας Λόγ. Α ́· Migne 31,173C, 183Β, 172Β).
Ὅσοι λοιπὸν ἐπιθυμοῦμε ν ̓ ἀποκτήσουμε καὶ ν ̓ ἀπολαύσουμε ἕνα ἀπ ̓ τὰ πολλὰ δῶρα καὶ ἀγαθά, ποὺ προσφέρει στοὺς Χριστιανοὺς ἡ νηστεία, ἂς τηρήσουμε τὴν χριστιανικὴ καὶ ἁγία νηστεία. Ἂς φράξουμε τὰ αὐτιά μας νὰ μὴν ἀκοῦμε τῶν ἀπίστων, τῶν ὑλοφρόνων καὶ ἀδιαφόρων τὶς εἰρωνεῖες, τὶς ἀντιρρήσεις καὶ τὶς «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις»(Ψαλμ. 140,4) κατὰ τοῦ ἁγίου θεσμοῦ τῆς νηστείας. Κι ἂς ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τῆς μητέρας μας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μελῳδικὰ ψάλλει· «Προκαθάρωμεν ἑαυτούς, ἀδελφοί, τῇ βασιλίδι τῶν ἀρετῶν· ἰδοὺ γὰρ παραγέγονε πλοῦτον ἡμῖν ἀγαθῶν κομίζουσα· τῶν παθῶν κατευνάζει τὰ οἰδήματα καὶ τῷ Δεσπότῃ καταλλάττει τοὺς πταίσαντας· διὸ μετ ̓ εὐφροσύνης ταύτην ὑποδεξώμεθα, βοῶντες Χριστῷ τῷ Θεῷ· Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀκατακρίτους ἡμᾶς διαφύλαξον, δοξολογοῦντάς σε, τὸν μόνον ἀναμάρτητον» (δοξ. αἴν. Κυρ. Ἀπόκρ.).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος