Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει στη γη δικαστής για έναν κακούργο, πριν νιώσει αυτός ο δικαστής πως κι ο ίδιος είναι το ίδιο κακούργος σαν κι αυτόν που ‘χει μπροστά του και πως ίσως ίσως αυτός να ‘ναι ο πιο ένοχος απ’ όλους.
Όταν θα φτάσει να το παραδεχτεί αυτό, τότε θα μπορεί να γίνει και δικαστής. Όσο κι αν τούτο φαίνεται παράλογο από πρώτη άποψη, είναι αληθινό. Γιατί αν εγώ ήμουν αναμάρτητος, ίσως να μην υπήρχε ο εγκληματίας που πρέπει τώρα να δικάσω.
Αν μπορείς να πάρεις απάνω σου το έγκλημα του κατηγορουμένου που θα δικάσει η καρδιά σου, τότε να το πάρεις χωρίς χρονοτριβή και να υποφέρεις γι’ αυτόν, και εκείνον να τον αφήσεις να φύγει χωρίς καμιάν επίπληξη. Ακόμα κι αν ο ίδιος ο Νόμος σε όρισε δικαστή του, προσπάθησε και τότε να δικάσεις όσο σου είναι δυνατόν με το ίδιο πνεύμα, γιατί ο κατηγορούμενος θα φύγει και θα καταδικάσει πολύ χειρότερα τον εαυτό του απ’ ό,τι θα μπορούσε να κάνει το δικό σου δικαστήριο. Αν μείνει αναίσθητος στη χάρη που του ‘κανες —ίσως και να σε περιγελάσει— μην παρασύρεσαι ούτε απ’ αυτό: θα πει πως δεν ήρθε ακόμα η ώρα του, μα θα ‘ρθει στον καιρό της. Κι αν δεν έρθει, το ίδιο κάνει: θα βρεθεί κάποιος άλλος στη θέση του να καταλάβει και να μαρτυρήσει, να καταδικάσει και να κατηγορήσει μόνος του τον εαυτό του και θα εκπληρωθεί η αλήθεια. Αυτό να το πιστεύεις, να το πιστεύεις χωρίς αμφιβολίες γιατί σ’ αυτό στηρίζεται όλη η ελπίδα και η πίστη των αγίων.
Να κάνεις ακούραστα το καλό. Αν θυμηθείς τη νύχτα, όταν πέφτεις να κοιμηθείς, πως «δεν έκανα εκείνο που ‘πρεπε», τότε να σηκωθείς αμέσως και να το κάνεις. Αν γύρω σου οι άνθρωποι είναι κακοί κι αναίσθητοι και δε θελήσουν να σ’ ακούσουν, τότε να πέσεις μπροστά τους στα γόνατα και να τους ζητήσεις συγνώμη, γιατί, μα την αλήθεια, φταις και συ που δε θέλουν να σ’ ακούσουν. Κι αν εξαγριωθούν τόσο πολύ που να σου είναι αδύνατο να τους μιλήσεις, τότε να τους βοηθάς σιωπηλά και ταπεινά, χωρίς να χάνεις ποτέ σου την ελπίδα. Κι αν σε παρατήσουν όλοι και σε διώξουν με τη βία, τότε, όταν θα μείνεις μόνος, πέσε στο χώμα και φίλησέ το, βρέξε το με τα δάκριά σου, και η γη θα δώσει καρπούς, έστω κι αν δε σε δει και δε σ’ ακούσει κανένας στην απομόνωσή σου. Να πιστεύεις ως το τέλος, έστω κι αν όλοι οι άνθρωποι της γης χάνανε την πίστη τους κι έμενες μονάχα εσύ πιστός: Πρόσφερε τη θυσία σου και τότε και ύμνησε το Θεό εσύ, ο μόνος που έμεινες.
Κι αν συναντήσεις άλλον έναν σαν και σένα, να αμέσως αμέσως ένας ολάκερος κόσμος, ένας κόσμος ζώσης αγάπης. Αγκαλιαστείτε τότε και υμνήστε τον Κύριο: γιατί η αλήθεια Του εκπληρώθηκε έστω και με σας τους δυο μονάχα.
Αν αμαρτήσεις συ ο ίδιος και είναι η ψυχή σου περίλυπη μέχρι θανάτου για τα κρίματά σου ή για το αναπάντεχο κρίμα σου, τότε αγάλλου για έναν άλλον, για έναν δίκαιο, αγάλλου για το ότι, αν και συ αμάρτησες, αυτός είναι δίκαιος και δεν αμάρτησε. Αν η κακία των ανθρώπων σε ταράξει ως την ακατανίκητη αγανάχτηση και θλίψη, ως την επιθυμία να εκδικηθείς τους κακούργους, να φοβάσαι περισσότερο απ’ όλα το αίσθημα· πήγαινε αμέσως τότε να επιζητήσεις να βασανιστείς σαν να ‘σουν εσύ ο ένοχος γι’ αυτό το κακούργημα. Δέξου την τιμωρία και υπόφερέ την και η καρδιά σου θα ηρεμήσει και θα καταλάβεις πως φταις και συ, γιατί μπορούσες να φωτίσεις τους κακούργους σαν αναμάρτητος που ήσουν και δεν το ‘κανες. Αν τους φώτιζες, θα ‘δειχνες με το φως σου το δρόμο και στους άλλους και εκείνος που έκανε το έγκλημα ίσως και να μην το ‘κανε, αν φωτιζόταν απ’ το δικό σου φως.
Κι αν φωτίζοντάς τους πάλι έβλεπες πως οι άνθρωποι δεν ακολουθούν το δρόμο της σωτηρίας που τους έδειξες, μείνε σταθερός και μη χάσεις την πίστη σου στη δύναμη του ουρανίου φωτός. Πίστεψε πως, αν δεν σώθηκαν τώρα, θα σωθούν αργότερα. Κι αν δε σωθούν αυτοί, θα σωθούν τα παιδιά τους, γιατί το φως σου δε θα πεθάνει, έστω κι αν εσύ θα ‘χεις πεθάνει πια. O δίκαιος φεύγει μα το φως του μένει. Πάντοτε ο σωτήρας σώζει μετά το θάνατό του. Το ανθρώπινο γένος δε δέχεται τους προφήτες του και τους θανατώνει, όμως οι άνθρωποι αγαπούν τους μάρτυρες και τιμούν εκείνους που οι ίδιοι βασάνισαν. Εσύ δουλεύεις για το σύνολο και κάθε τι που κάνεις το κάνεις για το μέλλον. Μη γυρεύεις ποτέ ανταμοιβή γιατί ανταμείφτηκες πια και με το παραπάνω σε τούτη τη γη: έχεις την πνευματική σου χαρά, που την αποχτάει μονάχα ο δίκαιος. Μη φοβάσαι ούτε τους μεγάλους ούτε τους ισχυρούς, μα να ‘σαι πάντα συνετός κι ευπρεπής. Γνώριζε το μέτρο, γνώριζε την ώρα.
Όταν μένεις μόνος, να προσεύχεσαι. Ν’ αγαπάς, να γονατίζεις και ν’ ασπάζεσαι τη γη. Να φιλάς τη γη και να την αγαπάς ακούραστα, αχόρταγα, όλα να τ’ αγαπάς, να επιζητάς τον ενθουσιασμό και την έκσταση της αγάπης. Πότισε τη γη με τα δάκρια της αγαλλίασης κι αγάπα αυτά τα δάκριά σου. Αυτή την έκσταση μην την ντρέπεσαι, αγάπα την, γιατί είναι μεγάλο δώρο του Θεού και δε δίνεται στους πολλούς μα μονάχα στους εκλεκτούς.
Ντοστογιέφσκι, Φ – Αδελφοί Καραμάζοφ, 6. III. η) Δύναται τις να κρίνει τους ομοίους του;,