Όλες αυτές τις μέρες της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, στις εκκλησιές διαβάζουμε το Μέγα Απόδειπνο, μια κατανυκτική αρχαία ακολουθία που συνοδεύει τους χριστιανούς στους αιώνες, στην πορεία προς τον Γολγοθά και την Ανάσταση!
Ωραία λόγια, γεμάτα υψηλά και μεγάλα νοήματα, που αγγίζουν θαρρείς σαν απαλές νότες εύηχης κιθάρας την ψυχή, ημερεύοντας τον νού, ξεκουράζοντας την κουρασμένη από τα πολλά σκέψη, καθαρίζοντας τον λογισμό τ᾿ ανθρώπου, κάνοντας το λιοντάρι αυτό αρνάκι άκακο του Θεού!
Βλέπεις στο μισοσκόταδο καρδιές καθαρές να ψελλίζουν τα «τραγούδια του Θεού», όπως θα ᾿λεγε και ο κύρ Αλέξανδρος. Αφουγκράζεσαι τους καημούς, τα πάθη και τις θλίψεις που φέρνει μαζί του ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος αυτής, της άλλης εποχής. Νιώθεις την ελπίδα να ξεχειλίζει σαν το γιομάτο ποτήρι με το γάργαρο κρύο νερό που το αναζητάς στο λιοπύρι του καλοκαιριού!
Αυτό το ξεχείλισμα της ελπίδας το ακούς στ᾿ αυτιά σου και το νιώθεις στα βάθια της ψυχής σου. Τι φοβάσαι; Ποιος θα σε βλάψει; Τι νομίζεις, μόνος είσαι σε τούτη τη ζωή; Ακούς τον προφητάνακτα Δαυίδ, που μπόρεσε και τα έβαλε με τον θηριόμορφο Γολιάθ και σε εμπνέει εμπιστοσύνη: «Αι θλίψεις της καρδίας μου επληθύνθησαν· εκ των αναγκών μου εξάγαγέ με. Ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου, και άφες πάσας τας αμαρτίας μου. Ίδε τους εχθρούς μου, ότι επληθύνθησαν, και μίσος άδικον εμίσησάν με» (Ψαλμ. 24, 17).
Και αυτός πονεμένος, θλιμμένος σαν και μας ήτανε. Είχε τους δικούς του «ανεκλάλητους στεναγμούς» της καρδιάς του. Και όμως! Δεν σταματά να ενθαρρύνει εκείνον που με θέρμη ψελλίζει τα δικά του λόγια: «Εγώ δε επί τώ Κυρίω ήλπισα· αγαλλιάσομαι και ευφρανθήσομαι επί τώ ελέει σου. Ότι επείδες επί την ταπείνωσίν μου, έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου» (Ψαλμ. 30, 8).
Πόσο καλύτερα να σ᾿ το πει και να το πιστέψεις; Ακούς από το πρωΐ μέχρι το βράδυ να σε τορπιλίζουν με στενάχωρα και θλιβερά πράγματα. Βλέπεις τα δυνατά έθνη να σε περιγελούν. Πονάς γι᾿ αυτό, θυμώνεις, όμως άκου τι γράφει: «Παρά πάντας τους εχθρούς μου εγενήθην όνειδος, και τοις γείτοσί μου σφόδρα, και φόβος τοις γνωστοίς μου. Εγώ δε επί σοί, Κύριε, ήλπισα· είπα· Σύ εί ο Θεός μου, εν ταις χερσί σου οι κλήροί μου. Ρύσαί με εκ χειρός εχθρών μου, και εκ των καταδιωκόντων με» (Ψαλμ. 30, 12 και 16-17).
Εκεί που νομίζεις πως πέφτεις, ακούς τη φωνή του παρελθόντος και στέκεις ορθός στα πόδια σου. Πάνω απ᾿ όλους είναι ο Θεός! Αυτά τα λόγια της σαρακοστιανής χαρμολύπης, ξέρεις πόσους και πόσους παρηγόρησαν μέχρι τώρα τόσους αιώνες; Ενώνεις τη φωνή σου με των άλλων και ψάλλεις τον παιάνα της νίκης, αυτόν τον ύμνο, που μόνον ο νικητής της παλαίστρας της ζωής μπορεί να ψάλλει με την καρδιά του: «Μεθ᾿ ημών ο Θεός, γνώτε έθνη και ηττάσθε, ότι μεθ᾿ ημών ο Θεός»!
Μά εύλογα θα με ρωτήσεις, ποιος είναι ο νικητής της ζωής;
Θα σου πώ! Βλέπω τα πρόσωπα με τα λευκασμένα μαλλιά που ξέρουν τα λόγια του Αποδείπνου απ᾿ έξω, και συλλογίζομαι, σάμπως αυτοί δεν είναι νικητές της ζωής; Πόσα πέρασαν στον καιρό τους; Βλέπεις οι παλαιότερες γενιές να το βάζουν κάτω; Και αυτοί αν δεν κτυπήθηκαν από άδικα μέτρα που τους επιβλήθηκαν. Όμως αυτοί είναι που δεν το βάζουν κάτω. Και βλέπεις εμείς, οι νεώτεροι, στο παραμικρό τα χάνουμε, ο πανικός σαν φίδι φαρμακερό έρχεται να μας περιτυλίξει και το χειρότερο τραβολογά κοντά του και τη μικρότερη αδερφή του: την απελπισία.
Και όμως, σε πείσμα των καιρών, η Εκκλησία έρχεται μάνα στοργική στα παιδιά της, μαζί με το ψωμί που ᾿χουν ανάγκη να φάνε για να ζήσουν, να τους δώσει και τούτη την πνευματική τροφή. Να τους πεί, πως όλα τούτα ξανάρθαν στον κόσμο. Και όπως ήρθαν έφυγαν. Και τούτα θα περάσουν. Απόδειξη τρανή, όλοι αυτοί που ζήσαν χειρότερες μέρες σε τούτον τον τόπο και ζούν ακόμα για να τα περιγράψουν.
Ο άνθρωπος ζει με την ελπίδα! Και αυτή την ελπίδα την κάνει πίστη στην ψυχή του και την πίστη προσευχή. Μια προσευχή καθαρή, που ενθαρρύνει εκείνον που την λέει, προσευχή που φτάνει από τα χείλη του ανθρώπου στα «ευήκοα ώτα» του Θεού. Τελικά, τό μεγαλύτερο που προσφέρει η Εκκλησία στον άνθρωπο είναι πρωτίστως η αθανασία της ψυχής και έπειτα η ελπίδα στη ζωή!
Αυτή την ελπίδα ακούς τόσες μέρες να σιγοψιθυρίζουν ευλαβικά χείλη και νιώθεις πως δεν είσαι μόνος σε τούτον τον κυκεώνα. Και συνενώνεις και σύ τη φωνή σου με τις φωνές των άλλων, σε ένα ακόμα «τραγούδι του Θεού» που αιώνες τώρα το ακούς τέτοιες μέρες στις εκκλησιές: «Κύριε των Δυνάμεων, μεθ᾿ ημών γενού, άλλον γάρ εκτός σου βοηθόν εν θλίψεσιν ουκ έχομεν, Κύριε των Δυνάμεων, ελέησον ημάς».
Από το βιβλίο του Αρχιμ. Θωμά Δ. Ανδρέου, «Στο πέρασμα του χρόνου…», εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 165-168.
Το κείμενο είναι παρμένο από τον Επετειακό Τόμο πενταετίας «ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, 2015-2019»