«Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Πέμπτῃ, οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες, ἀλληλοδιαδόχως ἔκ τε τῶν θείων Ἀποστόλων καὶ τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων παραδεδώκασιν ἡμῖν τέσσαρά τινα ἑορτάζειν· τὸν ἱερὸν Νιπτῆρα, τὸν μυστικὸν Δεῖπνον (δηλαδὴ τὴν παράδοσιν τῶν καθ᾿ ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων), τὴν ὑπερφυᾶ προσευχὴν καὶ τὴν προδοσίαν αὐτήν».
Η Θεία Ευχαριστία είναι το κέντρο της ζωής της Εκκλησίας γιατί είναι το κατεξοχήν μυστήριο της βιώσεως της κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό και το συνάνθρωπο, με ολόκληρο το σώμα του Χριστού.
Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας λέγεται κοινωνία και είναι πραγματικά, επειδή δι’ αυτού κοινωνούμε με το Χριστό και μετέχουμε της σαρκός Του και της θεότητάς Του και κοινωνούμε επίσης και ενωνόμαστε μεταξύ μας, γιατί αφού μεταλαμβάνουμε ενός άρτου όλοι, γινόμαστε όλοι ένα σώμα, το σώμα του Χριστού και ένα αίμα, το αίμα του Χριστού και επομένως μέλη ο ένας του άλλου.[1]
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός διδάσκοντας το μυστήριο της Αγία Τριάδος, αφού πρώτα χρησιμοποιεί ένα διανοητικό σχήμα, προσθέτει ότι υπάρχει και άλλος τρόπος να βιώσει ο άνθρωπος το μυστήριο της Αγίας Τριάδος «όμως πρέπει πρώτον να αφήσωμεν τα κακά και τις αμαρτίες και να εξομολογηθούμεν καθαρά και να κοινωνήσωμεν τα Άχραντα Μυστήρια με μέγα φόβον και τρόμον και ευλάβειαν και τότε να μας φωτίση τον νουν η Χάρι του Παναγίου Πνεύματος δια να ημπορέσωμεν να το καταλάβωμεν.[2]
Η Θεία Ευχαριστία είναι το κατ’ εξοχήν μυστήριο της συνάντησης του ανθρώπου με το Χριστό αλλά μόνο στο ποσοστό που προσερχόμαστε σ’ αυτό έχοντας καθαρίσει την καρδιά μας από τον εγωκεντρισμό μας. «Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ Τραπέζῃ προσεγγίσαντες καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ…» (ο Οίκος του Όρθρου της Μ. Πέμπτης).
Όταν δεν κοινωνούμε με το συνάνθρωπο δεν μπορούμε να κοινωνήσουμε με το Θεό. Γι’ αυτό ήταν τόσο καθιερωμένο στην παράδοσή μας, εκείνος που ήθελε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων, να πηγαίνει πρώτα να συμφιλιώνεται και να ζητάει συγγνώμη από γνωστούς, συγγενείς και φίλους.
Αν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο, λέει ο Χριστός, και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου (δεν λέει όταν εσύ έχεις κάτι εναντίον του αλλά όταν αυτός έχει κάτι εναντίον σου), άφησε εκεί το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα να συνδιαλλαγείς με τον αδελφό σου και τότε να έλθεις και να προσφέρεις το δώρο σου (Ματθ. 5, 23-24). «Τήν φιλαδελφίαν κτησώμεθα, ὡς ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, καὶ μὴ τὸ ἀσυμπαθὲς πρὸς τοὺς πλησίον ἡμῶν, ἵνα μὴ ὡς ὁ δοῦλος κατακριθῶμεν, ὁ ἀνελεήμων, διὰ τᾶ δηνάρια, καὶ ὡς ὁ Ἰούδας μεταμεληθέντες μηδὲν ὠφελήσωμεν» (αντίφωνο δ΄ ακολουθίας Παθών).
Συναντάμε πολύ λίγο ή καθόλου το Χριστό στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας γιατί πολύ λίγο ή καθόλου κάνουμε αυτή την απαραίτητη προπαρασκευή. Προσερχόμαστε για να συναντήσουμε το Χριστό όταν μέσα στην καρδιά μας έχουμε απορρίψει ολόκληρη σχεδόν την ανθρωπότητα, τον ένα για τον ένα και τον άλλο για τον άλλο λόγο, και με μια δαιμονική έπαρση, την οποία συχνά τρέφει αυτή η ίδια η προσέλευσή μας στο μυστήριο, δοξάζουμε με λιγωμένα μάτια και ενωμένα χέρια το Θεό που δεν μας έκανε σαν τους άλλους ανθρώπους που κλέβουν, που πορνεύουν, που βλασφημούν και ιδιαίτερα σαν τον κ. τάδε ή την κ. δείνα που κάνουν αυτή ή εκείνη την αμαρτία και προσερχόμενοι με αυτή τη διάθεση έχουμε τη δαιμονική ψευδαίσθηση ότι συναντάμε το Χριστό, ενώ δεν συναντάμε παρά τον αυτοθεοποιημένο εαυτό μας όπως ο Ιούδας στον Μυστικό Δείπνο.
«Μηδείς, ὦ πιστοί, τοῦ δεσποτικοῦ Δείπνου ἀμύητος, μηδεὶς ὅλως ὡς ὁ Ἰούδας, δολίως προσίτω τῇ Τραπέζῃ· ἐκεῖνος γὰρ τὸν ψωμὸν δεξάμενος, κατὰ τοῦ ἄρτου ἐχώρησε, σχήματι μὲν ὢν μαθητής, πράγματι δὲ παρὼν φονευτής, τοῖς μὲν Ἰουδαίοις συναγαλλόμενος, τοῖς δὲ Ἀποστόλοις συναυλιζόμενος· μισῶν ἐφίλει, φιλῶν ἐπώλει τόν ἐξαγοράσαντα ἡμᾶς τῆς κατάρας…» (απόστιχο ιδιόμελο Όρθρου Μ. Πέμπτης). Και ας μην ξεχνάμε πως μπορεί για το μωσαϊκό νόμο να χρειαζόμαστε ένα περίστροφο για να δολοφονήσουμε έναν άνθρωπο, αλλά για τον Ιησού Χριστό αρκεί να τον αποκαλέσουμε με τα χείλη ή μέσα στην καρδιά μας «μωρό» για να έχουμε διαπράξει το φόνο.
Ο Ιησούς Χριστός πριν από τον Μυστικό Δείπνο ζώστηκε το «λέντιον» και έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. Ο δρόμος που οδηγεί στην κοινωνία με το Θεό περνάει από την πύλη της ταπεινώσεως. Το Θεό δεν θα τον συναντήσουμε καβάλα στο άλογο, όπως πήγαιναν κατά το δημοτικό τραγούδι οι Κολοκοτρωναίοι στην εκκλησία. Για να συναντήσουμε το Θεό πρέπει να ξεκαβαλικέψουμε. Δεν θα συναντήσουμε το Θεό αν τον αναζητήσουμε με τη διάθεση του σοφού που εξετάζει το αντικείμενο της έρευνάς του. Ο Μωυσής έπρεπε να βγάλει τα παπούτσια του για να πλησιάσει την καιόμενη βάτο.
Χωρίς την προπαρασκευή της ταπεινώσεως και της κοινωνίας με το συνάνθρωπο όχι μόνο δεν θα συναντήσουμε το Χριστό στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αλλά μόλις στρέψουμε τα νώτα στο Άγιο Ποτήριο θ’ αρχίσουμε, όπως ο Ιούδας να προδίδουμε το γλυκύτατο Διδάσκαλο σε κάθε εκδήλωση της ζωής μας.
[1] Ιωάν. Δαμασκηνού, Περί Ορθ. Πίστεως, Migne 94, σελ. 1153.
[2] Ιωάν. Μενούνου, Κοσμά Αιτωλού Διδαχές, εκδ. Τήνος, 1979, Αθήνα 6.
π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998