«Κατοικία της ψυχής είναι η υπομονή, επειδή μέσα σ’ αυτήν ζει εξασφαλισμένη, και τροφή της ψυχής είναι η ταπείνωση, επειδή μ’ αυτήν τρέφεται», λέει ο όσιος Ηλίας ο Έκδικος1. Όταν ακριβώς τρέφεται η ψυχή με την αγία τροφή της ταπεινώσεως, μπορεί να παραμένει στην αγία κατοικία της υπομονής. Όταν η τροφή αυτή είναι ανεπαρκής, τότε η ψυχή βγαίνει από το σπίτι της υπομονής. Και τότε σαν ανεμοστρόβιλος η ταραχή την αρπάζει, την παρασύρει και τη ζαλίζει. Μέσα της ξεσηκώνονται σαν κύματα διάφοροι εμπαθείς λογισμοί και εμπαθή αισθήματα, πνίγοντάς την στα βάθη σκοτεινών και αμαρτωλών φαντασιών, λόγων και πράξεων. Έτσι η ψυχή καταντά σε κατάσταση αδυναμίας, σκοτισμού και ακηδίας, πέφτοντας συχνά στο βάραθρο της θανάσιμης απελπισίας και της ολοκληρωτικής διαλύσεως.
Θέλεις να παραμείνεις μέσα στην αγία κατοικία της υπομονής και να μη βγαίνεις απ’ αυτήν; Τότε πρέπει να προμηθευτείς την απαραίτητη τροφή. Απόκτησε και πολλαπλασίασε μέσα σου ταπεινές σκέψεις και ταπεινά αισθήματα. Τη μορφή της ταπεινώσεως που μας προετοιμάζει για να κάνουμε υπομονή στις θλίψεις, προτού αυτές έρθουν, αλλά και που μας κάνει ικανούς να σηκώσουμε με αμείωτη υπομονή τις θλίψεις, όταν αυτές έρθουν, οι άγιοι Πατέρες την ονομάζουν αυτομεμψία.
Αυτομεμψία είναι η ενοχοποίηση και κατάκριση του εαυτού μας για την αμαρτωλότητά του, μια κατάσταση κοινή σ’ όλους τους ανθρώπους. Για την οικείωση της αυτομεμψίας ωφέλιμο είναι να θυμόμαστε και να αναλογιζόμαστε ένα-ένα τα αμαρτήματά μας, εκτός από τα σαρκικά, που τη λεπτομερή επαναφορά τους στη μνήμη μας πρέπει να την αποφεύγουμε, σύμφωνα με τους Πατέρες2, ως επιζήμια, επειδή αυτή μπορεί να ξαναφουντώσει μέσα μας την επιθυμία της αμαρτωλής ηδονής.
Η αυτομεμψία είναι μοναχική εργασία, εργασία νοερή, που εναντιώνεται και αντιδρά στη νοσηρή τάση της πεσμένης φύσεως των ανθρώπων –όλων, ακόμα κι εκείνων που κατάφωρα αμαρτάνουν– να παρουσιάζονται σαν δίκαιοι και με κάθε απατηλό τρόπο να υπερασπίζουν την αθωότητά τους. Η αυτομεμψία είναι άσκηση βίας στη φύση μας, όπως και η προσευχή και οι άλλες μοναχικές ασκήσεις• γιατί «η βασιλεία των ουρανών με τη βία κερδίζεται, και την κατακτούν αυτοί που ασκούν βία στον εαυτό τους»3.
Στην αρχή η αυτομεμψία είναι μηχανική, γίνεται δηλαδή με τη γλώσσα ή με τον νου, χωρίς αντίστοιχη συναίσθηση της καρδιάς ή και αντίθετα σ’ αυτήν. Σιγά-σιγά, όμως, η καρδιά αρχίζει να συναισθάνεται τα λόγια ή τους λογισμούς της αυτομεμψίας. Και τελικά η αυτομεμψία θα φτάσει να ξεχύνεται αυθόρμητα από την ψυχή, μαζί με το πένθος. Όταν γίνει αυτό, ο αγωνιστής θεωρεί ασήμαντα η δεν βλέπει καθόλου τα ελαττώματα και τα αμαρτήματα των άλλων• είναι ειρηνικός με όλους τους ανθρώπους και σε όλες τις συνθήκες• συγκεντρώνει τους λογισμούς του, που ως τότε ήταν σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, στο έργο της μετάνοιας• αποκτά προσεκτική και κατανυκτική προσευχή• γεμίζει από πνευματικό θάρρος και οπλίζεται με την ακαταμάχητη δύναμη της υπομονής.
Ταπεινές σκέψεις αυτομεμψίας βρίσκονται άφθονες σ’ όλα τα προσευχητάρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι μοναχοί, πάντως, καθημερινά ασκούνται στην αυτομεμψία. Μέσω αυτής αγωνίζονται να συνειδητοποιήσουν την αμαρτωλότητά τους, μολονότι η φθαρμένη ανθρώπινη φύση δεν θέλει να παραδεχθεί και να οικειωθεί αυτή την αλήθεια. Για όλους τους μοναχούς είναι ωφέλιμη η αυτομεμψία, τόσο για τους αρχάριους όσο και για τους προχωρημένους, τόσο για τους κοινοβιάτες όσο και για τους ησυχαστές. Για τους τελευταίους, το πιο επικίνδυνο πάθος, το πάθος που μπορεί να καταστρέψει όλη την πνευματική τους εργασία, είναι η υψηλοφροσύνη4. Έτσι, απεναντίας, η πιο βασική αρετή, πάνω στην οποία θεμελιώνονται και στηρίζονται όλες οι άλλες αρετές τους, είναι η αυτομεμψία. Γι’ αυτό εκείνος ο ησυχαστής αββάς του όρους της Νιτρίας είπε ότι παντοτινό μέλημά του ήταν να κατηγορεί και να κατακρίνει τον εαυτό του5.
Η αυτομεμψία, στην πληρότητα και την καθαρότητά της, ξεριζώνει ολοκληρωτικά από την καρδιά την κακία, την κατάκριση και την υποκρισία. Αυτές δεν παύουν να ζουν στην καρδιά, όσο βρίσκει τόπο μέσα της η αυτοδικαίωση. Ο όσιος Ποιμήν ο Μέγας λέει πως η αποφυγή της κακολογίας είναι δυνατή, όταν ο άνθρωπος σε κάθε περίπτωση θεωρεί αξιοτίμητο τον πλησίον και αξιοκατάκριτο τον εαυτό του6. Και ο Σωτήρας μας αποκαλεί υποκριτή εκείνον που κατακρίνει τον πλησίον7. Με την αυτομεμψία ο ησυχαστής, βλέποντας τους άλλους σαν αγίους και αγγέλους και τον εαυτό του σαν τον μεγαλύτερο αμαρτωλό, βυθίζεται στην άβυσσο της διαρκούς κατανύξεως.
Εξαίρετα παραδείγματα βρίσκουμε στους θρηνητικούς λόγους του αββά Ησαϊα και στον 80ο λόγο του αββά Ισαάκ του Σύρου. Ο αββάς Ισαάκ, που απευθύνεται γενικά στους ησυχαστές, έβαλε σ’ αυτόν τον λόγο την εξής επικεφαλίδα: «Ημερήσιο υπόμνημα, απόλυτα αναγκαίο και χρήσιμο γι’ αυτόν που ησυχάζει στο κελλί του και προσέχει μόνον τον εαυτό του». Λέει, λοιπόν:
«Κάποιος αδελφός έγραψε τα ακόλουθα και τα τοποθέτησε μπροστά του, για να τα θυμάται πάντα:
» “Ντροπιασμένε άνθρωπε, ξόδεψες τη ζωή σου ανόητα, και σου αξίζει κάθε τιμωρία. Προφυλάξου τουλάχιστον αυτή την ημέρα, την τελευταία από τις ημέρες σου, που τις πέρασες μάταια, άδειες από καλά και πλούσιες σε κακά. Μη ρωτήσεις για τον κόσμο και την κατάστασή του, μήτε για τους μοναχούς και τις υποθέσεις τους ή ακόμα και το μέγεθος της ασκητικής τους εργασίας• για τίποτε απ’ αυτά μη νοιαστείς. Βγήκες από τον κόσμο με μυστήριο και θεωρήθηκες νεκρός για χάρη του Χριστού. Να μη ζήσεις πια, λοιπόν, για τον κόσμο ούτε για τα πράγματα του κόσμου, για να βρεις ανάπαυση και να ζήσεις ενωμένος με τον Χριστό.
» Γίνε έτοιμος να δεχθείς απ ὅλους κάθε εξευτελισμό, κάθε βρισιά, κάθε χλευασμό, κάθε κατηγορία. Και όλα αυτά να τα δέχεσαι με χαρά, με τη σκέψη ότι πράγματικά τα αξίζεις. Σήκωσε με υπομονή και κάθε πόνο, κάθε θλίψη,κάθε κίνδυνο που προέρχεται από τους δαίμονες, των οποίων πρόθυμα έκανες το θέλημα. Με γενναιότητα αντιμετώπισε, επίσης, κάθε ανάγκη, κάθε δύσκολη περίσταση, κάθε πίκρα. Κάνε υπομονή, έχοντας πεποίθηση στον Θεό, και όταν στερείσαι τις αναγκαίες τροφές του σώματος, που σε λίγο θα μεταβληθούν σε κοπριά.
»”Και όλα τούτα να τα δέχεσαι αγόγγυστα, με ελπίδα στον Θεό, μην περιμένοντας λύτρωση από αλλού, μην περιμένοντας παρηγοριά από άλλον. Απόθεσε τις έγνοιες σου στον Κύριο και κατάκρινε τον εαυτό σου ως αίτιο όλων των πειρασμών σου. Από τίποτα να μην σκανδαλιστείς και κανέναν απ’ όσους σε λυπούν να μην κατηγορήσεις. Γιατί έφαγες από τους καρπούς του απαγορευμένου δένδρου και απέκτησες διάφορα πάθη. Δέξου, λοιπόν, με χαρά τις πίκρες, για να ταρακουνηθείς λίγο και ύστερα να γλυκαθείς.
»”Αλίμονο σ’ εσένα και στη βρωμερή δόξα σου! Άφησες τον εαυτό σου, λες και δεν είναι αξιοκατάκριτος, ενώ είναι γεμάτος από κάθε αμαρτία, και κατέκρινες άλλους με τα λόγια ή τους λογισμούς. Σε ικανοποιεί, ναι, σε ικανοποιεί, αυτή η τροφή, τροφή για γουρούνια, με την οποία τρέφεσαι ως τώρα. Τι σχέση έχεις εσύ με τους ανθρώπους, βρωμιάρη; Δεν ντρέππεσαι να συναναστρέφεσαι μ’ αυτούς, αφού έδειξες τόσο άλογη διαγωγή; Αν τα προσέξεις αυτά και τα κρατήσεις όλα, ίσως να σωθείς με τη βοήθεια του Θεού. Διαφορετικά, θα καταλήξεις στον σκοτεινό τόπο και στα σκηνώματα των δαιμόνων, των οποίων το θέλημα έκανες ασύστολα. Να, σε προειδοποίησα για όλα αυτά. Αν ο Θεός ενεργήσει δίκαια και σου ανταποδώσει τις προσβολές και τις μομφές, τις οποίες σκέφτηκες η και ξεστόμισες εναντίον Του μέχρι σήμερα, ο κόσμος όλος θα ασχοληθεί μ ἐσένα. Διορθώσου, λοιπόν, απ αὐτή τη στιγμή και σήκωσε υπομονετικά τις πικρές ανταμοιβές που σε πλησιάζουν”.
»Όλα αυτά τα θύμιζε στον εαυτό του ο αδελφός κάθε μέρα, ώστε, όταν θα τον έβρισκε πειρασμός ή θλίψη, να μπορέσει να κάνει υπομονή, ευχαριστώντας τον Θεό, κι έτσι να ωφεληθεί.
»Μακάρι να υπομείνουμε κι εμείς τις μελλοντικές μας θλίψεις, ευχαριστώντας τον φιλάνθρωπο Θεό, για να ωφεληθούμε με τη χάρη Του»8.
Η αυτομεμψία έχει μια χαρακτηριστική, μυστική και εξαιρετικά ωφέλιμη ιδιότητα: Ξαναφέρνει στη μνήμη μας και τα αμαρτήματα εκείνα τα οποία είχαμε εντελώς λησμονήσει ή στα οποία δεν είχαμε δώσει καμιά προσοχή. Όσο ασκείται κανείς στην αυτομεμψία, τόσο αποκτά τη συνήθεια να κατηγορεί τον εαυτό του. Και εκείνος που έκανε οριστικό του κτήμα αυτή τη συνήθεια, όταν βρεθεί αντιμέτωπος με οποιαδήποτε συμφορά, τη δέχεται αβίαστα σαν δίκαιη ανταμοιβή για τις αμαρτίες του. Η συνήθεια της αυτομεμψίας, βλέπετε, ενεργεί αυτόματα μέσα του σε κάθε κακό που τον βρίσκει.
«Η αιτία κάθε ταραχής», λέει ο αββάς Δωρόθεος, «αν καλοεξετάσουμε την υπόθεση, είναι η έλλειψη, αυτόμεμψίας. Γι’ αυτό νιώθουμε τόση κατάθλιψη, γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ποτέ ανάπαυση. Έτσι, δεν είναι παράξενο το ότι ακούμε απ’ όλους τους αγίους να λένε: “Δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός απ’ αυτόν”9. Βλέπουμε, άλλωστε, ότι κανένας απ’ όσους ακολούθησαν άλλο δρόμο, δεν βρήκε ανάπαυση. Και περιμένουμε εμείς να βρούμε ανάπαυση ή να κρατηθούμε στον σωστό δρόμο, μη θέλοντας ποτέ να κατηγορούμε τον εαυτό μας; Πράγματι, ακόμα κι αν ο άνθρωπος πετύχει πολλά πνευματικά κατορθώματα, δεν πορευθεί όμως μέσα στον δρόμο της αυτομεμψίας, ποτέ δεν θα πάψει να στενοχωρεί και να στενοχωριέται και να χάνει όλους τους κόπους του. Απεναντίας, ποιά χαρά και ποιάν ανάπαυση δεν έχει, όπου κι αν βρεθεί, εκείνος που μέμφεται τον εαυτό του, όπως ακριβώς είπε και ο αββάς Ποιμήν10; Γιατί, ο,τι κι αν του συμβεί, ζημιά η ατίμωση η οποιαδήποτε στενοχώρια, ποτέ δεν ταράζεται, θεωρώντας προκαταβολικά τον εαυτό του άξιο κάθε κακού. Υπάρχει
μεγαλύτερη ανάπαυση απ’ αυτήν;
»Αλλά μπορεί να πει κάποιος: “. Αν με στενοχωρεί ένας αδελφός κι εγώ, ψάχνοντας μέσα μου, βρίσκω ότι δεν του έδωσα καμιάν αφορμή, πως μπορώ να κατηγορήσω τον εαυτό μου;”. Η αλήθεια είναι πως, αν εξετάσει κανείς τον εαυτό του με φόβο Θεού, οπωσδήποτε θα βρει ότι έδωσε αφορμή είτε με πράξη είτε με λόγο είτε με κάποια κίνηση. Μα κι αν ακόμα βλέπει, όπως λέει, ότι ο ίδιος δεν έδωσε καμίαν απολύτως αφορμή στη συγκεκριμένη περίπτωση, ίσως να τον στενοχώρησε κάποιαν άλλη φορά, είτε για το ίδιο θέμα είτε για κάποιο άλλο, η ίσως να στενοχώρησε κάποιον άλλον αδελφό, και έπρεπε να υποφέρει γι’ αυτό η, όπως πολλές φορές συμβαίνει, και για κάποιαν άλλη αμαρτία. Έτσι, αν κανείς, όπως είπα, εξετάσει τη συνείδησή του με ακρίβεια, θα βρει οπωσδήποτε ότι είναι ένοχος»11.
Τι θαυμαστό! Ενώ αρχίζουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας μηχανικά και με την άσκηση βίας, φτάνουμε τελικά σε τόσο πειστική και τόσο δραστική αυτομεμψία, που με τη βοήθειά της υπομένουμε όχι μόνο τις συνηθισμένες θλίψεις αλλά και τις μεγαλύτερες συμφορές. Οι δοκιμασίες δεν έχουν αντικειμενικό βάρος γι’ αυτόν που αγωνίζεται αποτελεσματικά• τις αισθάνεται όλο και ελαφρότερες, ανάλογα με την προκοπή του. Γιατί όσο προοδεύει η ψυχή, τόσο παίρνει δύναμη και μπορεί να βαστάζει όσα τη βρίσκουν12. Η δύναμη αυτή είναι ακριβώς η υπομονή, που ριζώνει βαθιά στην καρδιά με τη βοήθεια της ταπεινώσεως.
Η αταλάντευτη πίστη στην πρόνοια του Θεού ενισχύει την υπομονή και εδραιώνει στην ψυχή την αυτομεμψία. «Ένα ζευγάρι σπουργίτια δεν πουλιέται για ένα μόνο ασσάριο;», είπε ο Κύριος στους μαθητές Του. «Και όμως, ούτε ένα απ’ αυτά δεν πέφτει στη γη χωρίς να το θέλει ο Πατέρας σας. Όσο για σας, ο Θεός έχει μετρημένες ακόμα και τις τρίχες του κεφαλιού σας. Μη φοβηθείτε, λοιπόν!»13. Μ’ αυτά τα λόγια ο Σωτήρας του κόσμου έδειξε την άγρυπνη φροντίδα του Θεού –γιατί μόνο ο παντοκράτορας και παντοδύναμος Θεός μπορεί να έχει τέτοια φροντίδα– για τους δούλους και τους υπηρέτες Του. Η φροντίδα αυτή του Θεού μας έχει λυτρώσει από κάθε μικρόψυχη μέριμνα και κάθε φόβο για τον εαυτό μας, φόβο που εμπνέει η απιστία. «Ταπεινώστε, λοιπόν, τον εαυτό σας κάτω από τη δύναμη του Θεού, για να σας εξυψώσει την ώρα της Κρίσεως. Αφήστε όλες σας τις φροντίδες σ’ Αυτόν, γιατί Αυτός φροντίζει για σας»14.
Όταν μας βρίσκουν θλίψεις, ο Θεός το βλέπει. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο με παραχώρησή Του, αλλά και μέσα στα πλαίσια της παναγίας πρόνοιάς Του για μας. Επιτρέπει να ταλαιπωρηθούμε λίγο για τις αμαρτίες μας εδώ, προκειμένου να μας λυτρώσει από την αιώνια ταλαιπωρία. Συχνά συμβαίνει να παραμένει άγνωστη στους ανθρώπους μια κρυφή και βαριά αμαρτία μας. Έτσι δεν τιμωρούμαστε, σκεπασμένοι από την ευσπλαχνία του Θεού. Τον ίδιο καιρό ή μετά την παρέλευση κάποιου χρονικού διαστήματος, μπορεί να υποφέρουμε, φαινομενικά αναίτια και άδικα, λόγω μιας συκοφαντίας ή υποφέρουμε για κάποια κρυφή αμαρτία μας. Ο φιλεύσπλαχνος Θεός, που σκέπασε αυτή την αμαρτία, μας παρέχει τη δυνατότητα να στεφανωθούμε με το στεφάνι των μαρτύρων, υπομένοντας τη συκοφαντία, και συνάμα να καθαριστούμε από το κρυφό αμάρτημα, μ’ αυτή την τιμωρία. Ας δοξάσουμε, λοιπόν, την παναγία πρόνοια του Θεού και ας ταπεινωθούμε μπροστά Του.
Διδακτικό παράδειγμα αυτοκατακρίσεως και αυτομεψίας, ενωμένης με τη δοξολογία των δικαίων και φιλανθρώπων κρίσεων του Θεού, μας έδωσαν οι άγιοι Τρεις Παίδες, όταν ήταν ριγμένοι μέσα στο καμίνι της Βαβυλώνος. «Δοξασμένος είσαι Κύριε, Θεέ των προγόνων μας», έλεγαν, «και Σ’ Εσένα πρέπουν ύμνοι• δοξασμένο το όνομα Σου σ’ όλους τους αιώνες. Γιατί είσαι δίκαιος σε όλα όσα μας έκανες. Τα έργα Σου όλα είναι αληθινά. Οι δρόμοι Σου είναι ίσιοι. Οι κρίσεις Σου όλες είναι δίκαιες. Αλάθητες ήταν οι αποφάσεις Σου για όλες τις θλίψεις που έστειλες σ’ εμάς και στην Ιερουσαλήμ, την αγία πόλη των προγόνων μας. Με ακρίβεια και δικαιοσύνη αποφάσισες να μας στείλεις όλα αυτά τα δεινά εξαιτίας των αμαρτιών μας. Γιατί αμαρτήσαμε, αθετήσαμε τον νόμο Σου και φύγαμε μακριά Σου. Σε όλα αμαρτήσαμε!…»15. Οι άγιοι Τρεις Παίδες ρίχθηκαν στο αναμμένο καμίνι για την πίστη τους στον αληθινό Θεό, αλλά δεν καίγονταν.
Καθώς, λοιπόν, ήταν μέσα στο καμίνι σαν σε δροσερό παλάτι, αναγνώριζαν και ομολογούσαν πως είχαν αμαρτήσει μαζί με τους ομογενείς τους Ιουδαίους, οι οποίοι πράγματι είχαν αποστατήσει από τον Θεό. Από αγάπη, παραδέχονταν πως ήταν τάχα συμμέτοχοι στα αμαρτήματα εκείνων. Και από ταπείνωση, ενώ ήταν άγιοι και δίκαιοι, δεν ήθελαν να ξεχωρίσουν τον εαυτό τους από τους αδελφούς τους, που ήταν υποδουλωμένοι στην αμαρτία. Σ’ αυτή, λοιπόν, την ψυχική κατάσταση της αυτοκατακρίσεως, της ταπεινώσεως, της αγάπης προς τον πλησίον και της δικαιώσεως των κρίσεων του Θεού, προσεύχονταν για τη σωτηρία τους.
Έτσι κι εμείς ας δοξολογούμε την πρόνοια του Θεού και ας ομολογούμε την αμαρτωλότητά μας κάθε φορά που μας βρίσκει κάποια συμφορά, προσωπική ή κοινή. Και στηριγμένοι σ’ αυτά τα δυό θεμέλια, τη δοξολογία και την αυτομεμψία, ας ικετεύουμε τον Κύριο να μας ελεήσει.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Αγίας Γραφής, στους δούλους του Θεού, που βαδίζουν στον δρόμο των εντολών Του, στέλνονται μεγάλες θλίψεις, για να τους βοηθήσουν στον αγώνα τους. Ο Σωτήρας του κόσμου είπε: «Εγώ είμαι το αληθινό κλήμα, και ο Πατέρας μου είναι ο αμπελουργός. Κάθε κληματόβεργά του που κάνει καρπό, την κλαδεύει, για να καρποφορήσει περισσότερο»16. Αυτό το κλάδεμα γίνεται με τις θλίψεις, που ονομάζονται παραχωρήσεις ή κρίσεις του Θεού. Γι’ αυτές έψαλλε ο άγιος Δαβίδ: «Οι κρίσεις του Κυρίου είναι αληθινές και αποδεικνύονται δίκαιες μέσα στους αιώνες»17. Ας μάθω και ας πιστέψω πως όλες οι δοκιμασίες μου έρχονται σύμφωνα με την πρόνοια και το θέλημα του Θεού μου! Τότε θα καταλάβω πως «οι κρίσεις Του θα με βοηθήσουν»18 να Τον ευαρεστήσω.
Ένα παράδειγμα για το πως οι κρίσεις του Θεού βοηθούν τους δούλους Του εκείνους που θέλουν να Τον ευαρεστήσουν, βρίσκουμε στο συναξάρι του οσίου Ξενωφώντος. Ο όσιος Ξενοφών ήταν πλούσιος άρχοντας και ζούσε τον 6ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τη γυναίκα του Μαρία και τους δυό γιους του Αρκάδιο και Ιωάννη. Παρά τα πλούτη τους και τα παιδιά τους, ήταν πολύ ευσεβείς. Την εποχή εκείνη, βλέπετε, λόγω της κοινής ευσέβειας των χριστιανών, μπορούσε κανείς να ζήσει θεάρεστα ακόμα και μέσα στον κόσμο, κάτι που σήμερα πολύ δύσκολα μπορεί να πραγματοποιήσει αν δεν απομακρυνθεί από τον κόσμο. Όταν ο Αρκάδιος και ο Ιωάννης έφτασαν σε κατάλληλη ηλικία, ο Ξενοφών τους έστειλε για σπουδές στη Βηρυττό της Συρίας, όπου υπήρχε τότε περίφημη Νομική Σχολή. Κάποτε οι δύο νέοι ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη για να δουν τον πατέρα τους, που είχε αρρωστήσει σοβαρά. Το πλοίο, που τους έφερνε ύστερα πίσω στη Βηρυττό, ναυάγησε λόγω σφοδρής θαλασσοταραχής λίγο πριν φτάσει στον προορισμό του. Πιασμένοι από σανίδες και παρασυρμένοι
από τα κύματα, ο Αρκάδιος και ο Ιωάννης βγήκαν στις ακτές της Παλαιστίνης, σε διαφορετικούς τόπους. Και οι δύο, λες και ήταν συνεννοημένοι, συνειδητοποιώντας μετά το ναυάγιο όλη τη ματαιότητα της ζωής αυτής, αποφάσισαν να γίνουν μοναχοί και εγκαταβίωσαν σε διαφορετικά μοναστήρια. Δεν συναντήθηκαν παρά αφού πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα. Στο μεταξύ, ο Ξενοφών και η Μαρία πληροφορήθηκαν ότι το πλοίο, με το οποίο ταξίδευαν τα παιδιά τους, ναυάγησε και ότι όλοι οι επιβάτες χάθηκαν. Οι φιλόθεοι γονείς δέχτηκαν την πικρή είδηση αγόγγυστα και καρτερικά, έχοντας εμπιστοσύνη στη φιλάνθρωπη κρίση του Θεού. Ύστερα από ολονύκτια προσευχή, είδαν σε όραμα τον Αρκάδιο και τον Ιωάννη λαμπροστεφανωμένους και δεν άργησαν να αντιληφθούν, με θεία έμπνευση, πως είχαν γίνει μοναχοί. Γνωρίζοντας, μάλιστα, ότι το πλοίο είχε ναυαγήσει στα ανοιχτά της Παλαιστίνης, όπου βρίσκονταν πολυάριθμα μοναστήρια, κίνησαν για τους Αγίους Τόπους. Εκεί, πράγματι, βρήκαν τους δυό γιους τους ντυμένους με το μοναχικό σχήμα.
Ο Ξενοφών και η Μαρία δεν ξαναγύρισαν στην Κωνσταντινούπολη. Από τα Ιεροσόλυμα, μ’ έναν πληρεξούσιο, πούλησαν όλη τους την περιουσία, και τα χρήματα, που πήραν ως αντίτιμο, τα μοίρασαν στους φτωχούς. Ύστερα, ακολουθώντας το παράδειγμα των παιδιών τους, έγιναν κι εκείνοι μοναχοί. Όλοι τους έφτασαν σε μεγάλα πνευματικά μέτρα και τιμήθηκαν από τον Κύριο με θεία χαρίσματα, όπως το ιαματικό και το προορατικό19. Δεν θα αξιώνονταν, όμως, να φτάσουν στα μέτρα αυτά, αν έμεναν στον κόσμο, παρ’ όλη τους την ευσέβεια. Ο Θεός, προγνωρίζοντας την πνευματική προκοπή τους, τους κάλεσε με τις ανεξερεύνητες κρίσεις Του στην αγγελική ζωή.
Ο δρόμος των κρίσεων του Θεού είναι γεμάτος θλίψεις, όπως βεβαιώνει ο απόστολος: «Όποιον αγαπά ο Κύριος τον παιδεύει, και μαστιγώνει καθένα που παραδέχεται για παιδί του»20. Αλλά τα αποτελέσματα των κρίσεων του Θεού είναι επιθυμητά και ανεκτίμητα.
Από τους βίους πολλών αγίων διαπιστώνουμε ότι ο Θεός, για να βοηθήσει τους δούλους Του στον καλό τους αγώνα, τους στέλνει θλίψεις, με τις οποίες καθαρίζονται και τελειώνονται. Μόνη της η προσωπική άσκηση του ανθρώπου δεν είναι αρκετή για την πνευματική τελείωση, όπως παρατηρεί ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. «Το χρυσάφι που έχει σκουριάσει σε βάθος», γράφει, «δεν είναι δυνατό διαφορετικά να καθαριστεί και να ξαναβρεί τη φυσική του λαμπρότητα, παρά μόνο αν ριχθεί στη φωτιά και χτυπηθεί πολλές φορές με σφυριά. Έτσι και η ψυχή που διαβρώθηκε από τη σκουριά της αμαρτίας και αχρηστεύθηκε σε βάθος, δεν μπορεί διαφορετικά να καθαριστεί και να ξαναβρεί την πρότερη ομορφιά της, παρά μόνο αν παλέψει με πολλούς πειρασμούς και ρίχθεί στο καμίνι των θλίψεων. Αυτό φανερώνουν και τα λόγια του Κυρίου μας: “Πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς”21 “και σήκωσε τον σταυρό σου”22 “και έλα να με ακολουθήσεις”23. Εδώ με τον σταυρό υποδηλώνονται οι πειρασμοί και οι θλίψεις.
Τίποτα, λοιπόν, δεν θα κερδίσουν μόνο από την περιφρόνηση των χρημάτων και των πραγμάτων τους όσοι τα εγκαταλείψουν και ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο, αν δεν υπομείνουν ως το τέλος τους πειρασμούς, τις θλίψεις και τις λύπες που ο Θεός θα επιτρέψει να τους βρουν. Γιατί ο Χριστός δεν είπε “με την εγκατάλειψη των πραγμάτων σας” αλλά “με την υπομονή σας θα σώσετε τις ψυχές σας”24 .
Είναι, βέβαια, φανερό πως η διανομή των χρημάτων στους φτωχούς και η αναχώρηση από τον κόσμο είναι καλές και ωφέλιμες, αλλά δεν μπορούν αυτές από μόνες τους, χωρίς την υπομονή στους πειρασμούς, να κάνουν τον άνθρωπο τέλειο, όπως τον θέλει ο Θεός. Όποιος μοιράζει τα χρήματά του στους φτωχούς και φεύγει, αφήνοντας τον κόσμο και τα πράγματά του, με την ελπίδα της θεϊκής αμοιβής, έχει πολύ ικανοποιημένη τη συνείδησή του και καμιά φορά από κενοδοξία χάνει αυτή την αμοιβή. Όποιος, όμως αφού τα μοιράσει όλα στους φτωχούς, υπομένει τις θλίψεις με ευγνωμοσύνη και δείχνει εγκαρτέρηση στα δεινά, αυτός αισθάνεται, βέβαια, όλη τους την πίκρα και την οδύνη, αλλά και τώρα έχει τον λογισμό ασφαλή και στο μέλλον θα έχει την ανταπόδοση μεγάλη. Κι αυτό, γιατί μιμείται τα παθήματα του Χριστού και προσδοκά με υπομονή τη βοήθειά Του στις ημέρες των πειρασμών και των θλίψεων.
Σας παρακαλώ, λοιπόν, αδελφοί εν Χριστώ, αφού απαρνηθήκαμε τον κόσμο και τα εγκόσμια, ας φροντίσουμε, όπως μας παραγγέλλει ο Κύριος και Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός, να μπούμε από τη στενή πύλη25, που είναι η απάρνηση και αποφυγή του σαρκικού μας φρονήματος και θελήματος. Γιατί χωρίς να νεκρώσουμε τη σάρκα και τις επιθυμίες της και τα θελήματά της, δεν είναι δυνατό να πετύχουμε την άνεση και την απαλλαγή από τα κακά ούτε την ελευθερία που μας δίνεται από την παρηγοριά του αγίου Πνεύματος»26.
Γιατί, λοιπόν, εμείς δεν επιθυμούμε να υποφέρουμε θλίψεις, αφού αυτές τις παραχωρεί η θεία πρόνοια για τη σωτηρία των ψυχών μας, σωτηρία στην οποία ο ίδιος ο Θεός μας καλεί; Επειδή σ’ εμάς κυριαρχούν η ηδυπάθεια και η κενοδοξία. Η ηδυπάθεια μας αποτρέπει από κάθε σωματική καταπόνηση• και η κενοδοξία μας αναγκάζει να υπολογίζουμε τη γνώμη των ανθρώπων. Αυτά τα δύο πάθη συντρίβονται με τη ζωντανή πίστη. Η απιστία τα συντηρεί και τα αυξάνει. Κάποτε ο αββάς Δωρόθεος είπε στον όσιο Ιωάννη τον Προφήτη: «Δειλιάζω μπροστά στην ντροπή που μου φέρνουν οι προσβολές. Τι να κάνω;». Και εκείνος αποκρίθηκε: «Το ότι δεν βαστάς να σε προσβάλουν είναι δείγμα απιστίας. Ο Ιησούς έγινε άνθρωπος και σήκωσε τόσες προσβολές, τόση περιφρόνηση, αδελφέ! Μήπως εσύ είσαι ανώτερος από τον Ιησού; Αυτό είναι απιστία και δαιμονική πλάνη. Όποιος θέλει ν’ αποκτήσει ταπείνωση, από τη στιγμή που λέει “θέλω”, αν δεν σηκώσει προσβολές και περιφρονήσεις, δεν μπορεί να την αποκτήσει. Να, έμαθες αυτό που ζήτησες. Μην περιφρονήσεις τα λόγια μου,
γιατί θα εισπράξεις την περιφρόνηση του εαυτού σου ως καρπό της ίδιας της συμπεριφοράς σου. Όσο για την ντροπή, φέρνε στον νου σου την ντροπή που θα αισθανθούν όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι μπροστά στον Κριτή Κύριο, και τότε θα θεωρήσεις την πρόσκαιρη ντροπή μηδαμινή»27.
Γενικά, η μνήμη της «πανταχού» παρουσίας και της παντοδυναμίας του Θεού προφυλάσσει την καρδιά από την αμφιταλάντευση, στην οποία προσπαθούν να τη ρίξουν οι λογισμοί της απιστίας, στηριγμένοι στην κενοδοξία και την άλογη αγάπη προς το σώμα. Ο άγιος προφήτης Δαβίδ έλεγε: «Μπροστά μου βλέπω πάντοτε τον Κύριο• στα δεξιά μου στέκεται, για να μην ταλαντεύομαι. Γι’ αυτό ευφραίνεται η καρδιά μου, γι’ αυτό αναγαλλιάζει η γλώσσα μου, γι’ αυτό ακόμα και το σώμα μου θα πεθάνει με ελπίδα»28. Ευφραίνεται η καρδιά μου από την ενέργεια της πίστεως και της ταπεινώσεως! Αναγαλλιάζει η γλώσσα μου από τα λόγια της δοξολογίας του Θεού και της αυτομεμψίας! Ακόμα και το σώμα μου αισθάνεται τη δύναμη της αφθαρσίας, καθώς το διαποτίζουν και το συγκλονίζουν τα αισθήματα μιας καρδιάς συντριμμένης και ταπεινωμένης, που παρηγορήθηκε και παρηγορείται από τον Θεό!
Αν κανένας πειρασμός δεν μπορεί να βρει τον άνθρωπο χωρίς το θέλημα του Θεού, τότε τα παράπονα, η βαρυγγώμια, η πίκρα, η αυτοδικαίωση, η ενοχοποίηση των άλλων και η αιτίαση των περιστάσεων αποτελούν κινήσεις της ψυχής που εναντιώνονται στη θεία βούληση. Δείχνουν απόπειρες αντιστάσεως και αντιδράσεως στον Θεό29. Ας σταθούμε με φόβο μπροστά στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας συμφοράς! Και όταν σκεφτόμαστε κάποια θλίψη μας, ας μην αφήνουμε τους λογισμούς να μένουν για πολύ στον νου μας. Γιατί, χωρίς να το καταλάβουμε, μπορεί να μας οδηγήσουν από την κατάσταση της ταπεινοφροσύνης στην κατάσταση της ενσυνείδητης ή υποσυνείδητης αυτοδικαιώσεως, που απομακρύνε την παντοδύναμη προστατευτική χάρη του Θεού. Ας καταφεύγουμε το συντομότερο στο ισχυρό όπλο της αυτομεμψίας, μην έχοντας εμπιστοσύνη στη δική μας δύναμη, ή μάλλον αδυναμία!
Μαζί με τον Σωτήρα μας Ιησού σταυρώθηκαν και δυό ληστές, ένας στα αριστερά Του κι ένας στα δεξιά Του. Ο πρώτος Τον βλασφημούσε. Ο δεύτερος, όμως, ομολόγησε πως, ενώ ο ίδιος ήταν δίκαια καταδικασμένος για τα πολλά του εγκλήματα, ο Κύριος υπέφερε άδικα. Η αυτομεμψία του άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της καρδιάς, και τότε σ’ εκείνον τον Άνθρωπο, που έπασχε άδικα, είδε τον πανάγιο Θεό, που πέθαινε για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ούτε οι σοφοί ούτε οι πρεσβύτεροι ούτε οι αρχιερείς των Ιουδαίων αναγνώρισαν τον Θεό στο πρόσωπο του Ιησού, μολονότι κατείχαν τον θείο νόμο και τον μελετούσαν με επιμέλεια. Κι ένας σταυρωμένος ληστής έγινε θεολόγος! Ομολόγησε δημόσια, μπροστά σ ὅλους εκείνους που νόμιζαν πως ήταν σοφοί και που περιγελούσαν τον Κύριο, όχι μόνο την αθωότητα αλλά και τη θεότητά Του. Τον ένα λησή η βλασφημία, που είναι η πιο βαριά απ ὅλες τις αμαρτίες, τον κατέβασε στον άδη, διπλασιάζοντας του μάλιστα τα αιώνια βάσανα. Τον άλλο ληστή η ειλικρινής αυτομεμψία τον οδήγησε πρώτα στην αληθινή θεογνωσία, στην
ομολογία του Λυτρωτή, που είναι δυνατή μόνο στους ταπεινούς, κι έπειτα στον παράδεισο. Ο ίδιος σταυρός και για τους δύο ληστές! Διαφορετικές, ωστόσο, οι σκέψεις, διαφορετικά τα αισθήματα, διαφορετικά τα λόγια, διαφορετικές και οι συνέπειές τους! Δίκαια οι ληστές αυτοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως δύο βασικοί τύποι όλων των ανθρώπων30.
Κάθε άνθρωπος που σπατάλησε τη ζωή του άλογα, αντίθετα στους ορισμούς του Θεού, θυσιάζοντας τη σωτηρία του και την αιώνια μακαριότητά του, είναι ληστής και φονιάς του εαυτού του. Σ’ αυτόν τον ληστή, σ’ αυτόν τον φονιά στέλνεται ο σταυρός των θλίψεων ως έσχατο μέσο σωτηρίας. Ο σαρκωμένος Κύριος σταυρώθηκε κι Αυτός δίπλα στον σταυρωμένο άνθρωπο, για να τον ανακουφίζει από τους πόνους και τον παρηγορεί πνευματικά όσο θα βρίσκεται πάνω στον σταυρό. Αν, ωστόσο, εκείνος γογγύζει, παραπονιέται και αγανακτεί για τις θλίψεις του, στερείται τη σωτηρία του και ρίχνεται στον άδη, στα αιώνια και άκαρπα βάσανα, γιατί δεν αναγνώρισε και δεν ομολόγησε τον σταυρωμένο δίπλα του Θεό. Απεναντίας, αν παραδεχθεί την αμαρτωλότητά του, κατηγορώντας τον εαυτό του και θεωρώντας τον άξιο πρόσκαιρων και αιώνιων βασάνων, αποκτά σιγά-σιγα με την αυτομεμψία την ενεργητική και ζωντανή γνώση του Λυτρωτή. Αυτή η γνώση είναι η αιώνια ζωή31.
Σ’ εκείνον που σταυρώθηκε, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, και δοξολογεί τον Κύριο από τον σταυρό του, αποκαλύπτεται το μυστήριο του Σταυρού και, μαζί μ’ αυτό, το μυστήριο της λυτρώσεως των ανθρώπων από τον Θεάνθρωπο.
Αυτός είναι ο καρπός της αυτομεμψίας. Μπροστά στο παντοδύναμο και πανάγιο θέλημα του Θεού δεν είναι δυνατό να έχει ο άνθρωπος άλλα αισθήματα παρά μόνο απεριόριστη ευλάβεια και απεριόριστη υποταγή. Από τα αισθήματα αυτά γεννιέται η υπομονή. Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ο Βασιλίας του ουρανού και της γης, για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους ήρθε ανάμεσά μας με αναμφισβήτητες αποδείξεις της θεότητάς Του και με απεριόριστη εξουσία πάνω σ’ όλη την κτίση, ορατή και αόρατη. Ωστόσο, όχι μόνο δεν έγινε δεκτός από τους ανθρώπους της εποχής Του με τη δόξα και την τιμή που Του έπρεπε, αλλά και αντιμετωπίστηκε με μίσος, με καχυποψία, με δολοφονική διάθεση.
Σ’ όλη τη διάρκεια της θεανθρώπινης επίγειας παρουσίας Του Τον κυνηγούσαν η συκοφαντία, η κακολογία, η δολιότητα. Και τελικά συνελήφθη σαν κακούργος, την ώρα της νυχτερινής προσευχής Του, δέθηκε, σύρθηκε βίαια, οδηγήθηκε στο δικαστήριο, υπέμεινε εμπαιγμούς, ραπίσματα, φτυσίματα, ταλαιπωρίες, βάσανα και θάνατο σταυρικό, θάνατο ατιμωτικό. «Σαν το αρνί που στέκεται άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει»32, έτσι στεκόταν ο Κύριος μπροστά στους άπιστους δικαστές και απάνθρωπους δολοφόνους Του, απαντώντας με τη θεϊκή Του σιωπή στις θρασείες ερωτήσεις, τις συκοφαντίες και τις βρισιές τους.
Σ’ εκείνον, τον αναμάρτητο Θεό, δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν αυτοκατάκριση και αυτομεμψία• το θεϊκό Του δίκαιο το κάλυπτε με τη σιωπή. Εμείς, όμως, αφού με την κατάκριση και την αυτομεμψία απαρνηθούμε τα νόθα, τα πλασματικά δίκαιά μας, θα μπορέσουμε να γίνουμε μέτοχοι της δικής Του παναγίας και τέλειας δικαιοσύνης. Στη χαμένη αιώνια μακαριότητα δεν μπόρεσαν να μας ξαναφέρουν ούτε το δίκαιο της πεσμένης μας φύσεως ούτε το δίκαιο του μωσαϊκού νόμου. Μόνο το δίκαιο του Ευαγγελίου και του Σταυρού μας βάζει πάλι σ’ αυτή τη μακαριότητα. Δεν υπάρχει τελειότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν φτάνουμε στην τελειότητα με ανθρώπινες αρετές.
Ο Σταυρός του Χριστού είναι που μας φέρνει στην τελειότητα τη χριστιανική. Ο Σταυρός του Χριστού που σφραγίζει αυτή την τελειότητα, την οποία μας χαρίζει το Άγιο Πνεύμα. Η ταπείνωση ανέβασε τον Κύριο στον Σταυρό. Η ταπείνωση ανεβάζει και τους μαθητές του Κυρίου στον σταυρό, την αγία υπομονή. Για τον σαρκικό νου είναι ένα μυστήριο ακατανόητο, όπως ακατανόητη ήταν στον Ηρώδη, στον Πόντιο Πιλάτο και στους αρχιερείς των Ιουδαίων η σιωπή του Ιησού.
Ας παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας αποκαλύψει αυτό το μυστήριο, να μας εμπνεύσει την αγάπη προς τον Σταυρό Του και να μας αξιώσει να υπομείνουμε όπως πρέπει όλες τις θλίψεις, που θα παραχωρήσει η πανάγαθη πρόνοιά Του να μας βρουν στον κατάλληλο καιρό για τη σωτηρία και την αιώνια μακαριότητά μας. Μας το υποσχέθηκε: «Όποιος υπομείνει ως το τέλος αυτός θα σωθεί»33.
Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Παραπομπές
1 Πρβλ. Ανθολόγιον γνωμικόν φιλοσόφων σπουδαίων, ξβ .
2 Βλ. Οσίου Φιλοθέου του Σιναΐτου, Νηπτικά κεφ. Μ , ιγ .
3 Ματθ. ια : 12.
4 Βλ. Οσίων Βαρσανουφίου και Ιωάννου, ο.π., τιδ .
5 Βλ. Το Γεροντικόν, Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος, απόφθεγμα α .
6 Βλ. Το Γεροντικόν, Αββάς Ποιμήν, απόφθεγμα ρμη .
7 Βλ. Ματθ. Ζ : 5.
8 Αββά Ισαάκ του Σύρου, ο.π., Π , 1-7.
9 Βλ. Το Γεροντικόν, Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος, απόφθεγμα α .
10 Βλ. ο.π., Αββάς Ποιμήν, αποφθέγματα πα .
11 Αββά Δωροθέου, ο.π., ζ , 81-82.
12 Πρβλ. ο.π., ζ , 83.
13 Ματθ. Ι : 29-31.
14 Α Πέτρ. Ε : 6-7.
15 Δαν. Προσ. Αζαρ.: 2-6.
16 Ιω. ιε : 1, 2.
17 Ψαλμ. 18 : 10.
18 Πρβλ. Ψαλμ. 118 : 175.
19 Βλ. Συναξάρι του οσίου Ξενοφώντος και της συνοδείας του, 26 Ιανουαρίου.
20 Εβρ. Ιβ : 6. Παροιμ. Γ : 12.
21 Ματθ. ιθ : 21.
22 Πρβλ. Μαρκ. η : 34.
23 Λουκ. ιη : 22.
24 Λουκ. κα :19.
25 Βλ. Λουκ. ιγ : 24.
26 Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κατηχιτικός Λόγος Θ , 10 – 12.
27 Πρβλ. Οσιων Βαρσανουφίου και Ιωάννου, ο.π., τζ .
28 Ψαλμ. 15 : 8 – 9.
29 Πρβλ. Οσίου Πέτρου του Δαμασκηνού, Βιβλίον Α , Περί της έκτης γνώσεως.
30 Βλ. Λουκ. Κγ : 39 – 43. Πρβλ. Αββά Ησαΐα, Λόγοι, Η , θ καί ΙΖ , ς .
31 Βλ. Ιω. Ιζ : 3.
32 Ησα. 53 : 7.
33 Ματθ. Ι : 22.
orthodoxia.online – Η Ορθόδοξη ματιά στα γεγονότα