Στα χρόνια τα παλιά, στα δύσκολα τα μέρη ετούτα και άγονα, υπήρχε ένας ληστής. Τον φώναζαν Δράκο. Πολλές οι ιστορίες που έχουν ειπωθεί για αυτόν στα τόσα χρόνια. Λέγανε ήταν τρομερός στην όψη ,με μαύρα μακριά μαλλιά και γένια και με μια δυνατή φωνή που έσκιαζε και σκύλο.
Χρόνια ολάκερα αυτός και οι άντρες του ήταν ο φόβος και ο τρόμος στην περιοχή μας. Πράγμα παράξενο όμως , το έχουν και το λένε ακόμα, δεν έβλαψε ποτέ φτωχό κι ανήμπορο. Τους πλούσιους ταλαιπωρούσε μόνο.
Είχαν να λένε όσοι τον ήξεραν, ότι η καρδιά του είχε δυο όψεις. Εκεί που ήτανε θεριό ανήμερο και σκόρπαγε φόβο και τρόμο σε όποιον βρισκότανε εμπρός του ,εκεί στα ξαφνικά μπορούσε να κλάψει στην θέα ενός παγιδευμένου και ανήμπορου ζώου που είχε πιαστεί σε κάποια παγίδα και έσκιζε τις σάρκες του στην προσπάθεια του να ελευθερωθεί. Δεν του άρεσε να βλέπει πονεμένες ψυχές .Δεν το μπορούσε.
Μυστήριο μεγάλο η ψυχή του κάθε ανθρώπου. Μόνο ο θεός ξέρει πραγματικά από τι υλικό είναι φτιαγμένη!!
Κάποια μέρα λοιπόν, όπως μας λέει η ιστορία μας , ο Δράκος με τα παλικάρια του μπήκαν κρυφά στο σπίτι του Μαμαλη του Μεγάλου Τσιφλικά και άρπαξαν από το σεντούκι του χρυσά και χρήματα. Όλοι ήταν στα χωράφια και κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Ποιος να περίμενε εξάλλου μέρα μεσημέρι ότι θα πάθαιναν τέτοιο κακό. Φεύγοντας όμως τους κατάλαβαν τα σκυλιά και άρχισαν να φωνάζουν, τα σκυλιά τα άκουσαν κάτι υπηρέτριες και σε λίγο ένα ολόκληρο απόσπασμα από τους ανθρώπους του Μαμαλη ξεχύθηκε στο κατόπι τους. Βέβαια ο Δράκος με τα παλικάρια του είχαν το προβάδισμα και θα γλίτωναν σίγουρα αν…..
Καθώς τρέχανε με τα άλογα είδαν στο αλώνι του Μαμαλη λίγο παρακάτω μια γριούλα κουλουριασμένη και μερικά παιδιά του χωριού να την κοροϊδεύουν και να της πετούν πέτρες.
Τραβάτε εσείς. Λέει στους άντρες του. Και έρχομαι και εγώ σε λίγο.
Τι κάνεις καπετάνιε; Τρελάθηκες; Αποκρίνονται αυτοί. Έλα να φύγουμε γρήγορα. Θα σε πιάσουνε.
Τραβάτε ορέ ,σας είπα. Έρχομαι.
Φύγανε κι αυτοί. Άλλο που δεν θέλανε, τόσοι που τους κυνηγούσαν και ο Δράκος έτρεξε αμέσως στο αλώνι και στην γριούλα.
Τι κάνετε εδώ ρε χαϊβάνι ; Τι σας έκανε ρε μούλικα η γιαγιά και την χτυπάτε ;
Κατουρήθηκαν από το φόβο τους τα παιδιά και λάκισαν κατά το χωριό φωνάζοντας.
Ο Δράκος. Ο Δράκος.
Αυτός δεν έδωσε σημασία. Κατέβηκε από το άλογο και έπιασε αμέσως την γριούλα να την συνεφέρει. Της σκούπιζε το πρόσωπο από τα αίματα και της χάιδευε τα μαλλιά με αγάπη και πόνο. Σχορατα γιαγιακα. Σχορατα. Δεν φταίνε αυτά. Οι πατεράδες τους τα έκαναν έτσι.. Μικρά είναι. Σχορατα.
Γύρισε η γριούλα και τον κοίταξε στα μάτια. Να ‘χεις την ευχή μου παιδί μου.
Να’ χεις την ευχή μου. Την κοίταξε κι αυτός στα μάτια και η ψυχή του σπαρτάρισε με μιας. Χάθηκε μέσα στα μάτια της.
Όλη η αγάπη και ο πόνος του κόσμου ήτανε μέσα σε αυτά τα δυο μάτια που κοίταγε μπροστά του. Και έμεινε εκεί σαν χαμένος κρατώντας την γριούλα να την κοιτά στα μάτια …..ενώ από τα δικά του μάτια άρχισαν να κυλούν ποτάμια τα δάκρυα.
Ο Δράκος!! ο φόβος και ο τρόμος του τόπου όλου, έκλαιγε σαν μωρό παιδί. Ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει τι του είχε συμβεί. Έκλαιγε και έκλαιγε και έκλαιγε.
Έτσι τον βρήκαν οι άνθρωποι του Μαμαλη. Να κρατά την γριούλα αγκαλιά και να κλαίει.
Εκείνη την εποχή το δίκιο δινότανε γρήγορα. Και μάλιστα για τον Δράκο ένας λόγος παραπάνω. Πολύ γρήγορα. Σκοινί, θηλιά, κάποιο δέντρο και πάει ο Δράκος.
Το τελευταίο πράγμα που θυμότανε ,ήταν η γριούλα που τον κοίταγε από κάποια απόσταση. Το τελευταίο πράγμα που θυμότανε ήταν τα μάτια της. Και με έναν αναστεναγμό έκλεισε τα δικά του… καθώς τεντώθηκε το σκοινί.
Και μετά………τα ξανάνοιξε!!
Μα…. Που βρισκότανε; Δεν ήταν κρεμασμένος σε ένα δέντρο. Ήτανε σε έναν μεγάλο κατάλευκο διάδρομο και δεξιά αριστερά τα ομορφότερα λουλούδια και δέντρα που είχε δει ποτέ του. Δεν πόναγε καθόλου και αισθανότανε πάρα πολύ ελαφρύς. Σαν πούπουλο. Τι είναι όλα αυτά; Σκέφτηκε. Τι συμβαίνει;
Και….ποιοι είναι αυτοί που έρχονται προς τα μένα; Μια γυναικεία φιγούρα πλημμυρισμένη στο φως πλησίαζε μπροστά απ’ όλους και πίσω της, δεξιά της και αριστερά της ,χιλιάδες πανέμορφοι άγγελοι να πετούν και να την συνοδεύουν ψέλνοντας. Η γυναίκα τον πλησίασε γρήγορα και του άπλωσε το χέρι χαμογελώντας. Έλα,!!!!!! του είπε.
Καλώς ήρθες στο σπίτι του παιδιού μου. Στο σπίτι σου!!
Παναγιά μου!!!!!!! Του βγήκε η φωνή από μέσα του. Και γονάτισε εμπρός της σκύβοντας το κεφάλι.
Αν μπορούσε να κλάψει εκεί που βρισκότανε σίγουρα θα ξέσπαγε σε κλάματα.
Μα εκεί δεν κλαίνε!!!!!!
Αυτή τον ακούμπησε απαλά .Έλα, του είπε πάλι.
Μα Παναγιά μου, εγώ; Τι θέλω εγώ ανάμεσα σας; Εγώ είμαι κακούργος, είμαι ληστής, έχω βλάψει κόσμο. Εμένα πρέπει να με τιμωρήσετε, όχι να με καλοδεχτείτε.
Του είπε τότε η Παναγιά.
Ξεχνάς ότι ο πρώτος που μπήκε στο Βασίλειο του γιου μου ήταν ληστής; Αυτό το Βασίλειο φτιάχτηκε παιδί μου για τους ληστές, τους κλέφτες και όλους τους παράνομους και αμαρτωλούς… που μετανοούνε .
Μα εγώ δεν πρόλαβα να μετανιώσω. Είπε πάλι ο Δράκος πάντα με σκυμμένο το κεφάλι.
Σταμάτησες να βοηθήσεις την ανήμπορη γερόντισσα ,ενώ μπορούσες να φύγεις και να σωθείς. Αυτό ήταν το εισιτήριο σου για το Βασίλειο του παιδιού μου.
Της καθάρισες το πρόσωπο και καθάρισες τις αμαρτίες σου.
Και τα δάκρυα που έριξες κρατώντας στην αγκαλιά σου την γριούλα ήταν η μετάνοια σου. Με όλα αυτά καθάρισες την ψυχή σου. Έλα παιδί μου. Με τιμές και δόξα πολύ, θα μπεις στον Παράδεισο!!!
Σήκωσε το κεφάλι ο Δράκος για πρώτη φορά να αντικρίσει την Παναγιά και… είδε τα μάτια της γριούλας από το αλώνι να του χαμογελούν. Τα μάτια της Παναγιάς!!!
Κι ενώ οι Άγγελοι τον σήκωναν ψηλά ψέλνοντας ύμνους με μαγευτικές μελωδίες και ουράνια ακούσματα , ξεκινώντας όλοι μαζί προς την τεράστια φωτεινή πύλη που φαινότανε στο τέλος του διαδρόμου, ο Δράκος κοιτώντας πάντα την Παναγιά στα μάτια, ήταν η μόνη ψυχή που πέρασε ποτέ στον παράδεισο κλαίγοντας. Από χαρά και ευτυχία. Η πιο αγνή ψυχή.!!!
Λένε ακόμα ιστορίες για τον Δράκο στην γη… μα και στον παράδεισο που θα ζει αιώνια.