Ορθοδοξία

«Είμαι η Αναστασία, φυλάω την πόλη μας»

Σταυρός σε ρωσική εκκλησία

Newsletter

   

Η Αναστασία Αντρέγιεβνα (Andreeva) γεννήθηκε στο Βλαντικαυκάζ του Καυκάσου στην πλούσια οικογένεια εμπόρων, του Ανδρέα και της Ιουστίνας Αντρέεβιτς Ανδρέου περίπου το 1867. Είχε τρεις ακόμα αδελφούς. Η καταγωγή του πατέρα της ήταν ελληνική από την Κύπρο, έκανε μεγάλες αγαθοεργίες στην πόλη χτίζοντας σχολεία και εκκλησίες και έτσι με την ευγενική του δράση κέρδισε τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη των κατοίκων της πόλης. Το 1910, με διάταγμα του Μεγαλειοτατου Αυτοκράτορα Νικολάου Β’, έλαβε τον τίτλο του Επίτιμου Δημότη της πόλης του Βλαδικαυκάζ. Κι όταν κοιμήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1911, θάφτηκε στον περίβολο της εκκλησίας.

Μικρή την πάντρεψαν με έναν αξιοσέβαστο στρατηγό του τσαρικού στρατού, ο οποίος όμως έφυγε πολύ γρήγορα από την ζωή, αφήνοντάς την πολύ νέα χήρα. Οι γονείς της την πάντρεψαν για δεύτερη φορά με έναν χήρο όπου είχε δύο κόρες. Μένοντας χήρα για δεύτερη φορά, η Αναστασία δεν ξανασκέφτηκε πια τον γάμο.
Τον πρώτο χρόνο μετά τον θάνατο του συζύγου της, άγγελος Κυρίου της εμφανίστηκε και της είπε: «Αναστασία, ακολούθησε τον Θεό!» χωρίς να εξηγήσει τίποτα περισσότερο, έτσι η Αναστασία άρχισε να πηγαίνει την εκκλησία πιο συχνά, να προσεύχεται πιο θερμά και να ψάλλει στην εκκλησιαστική χορωδία.

Τον τέταρτο χρόνο της χηρείας της, άγγελος Κυρίου της εμφανίστηκε για δεύτερη φορά και της είπε: «Αναστασία, δώσε όλη σου την περιουσία σε όσους έχουν ανάγκη και ακολούθησε τον δρόμο του Θεού!». Αυτή τη φορά, χωρίς δισταγμό, μοίρασε όλη την περιουσία της -προς δυσαρέσκεια των αδελφών της- και πήγε στο γυναικείο μοναστήρι στο Vladikavkaz όπου έδωσε τον εαυτό της ολοκληρωτικά στον Θεό. Όταν αναχώρησε για το μοναστήρι, της ήταν ξεκάθαρο ότι αποχαιρετούσε για πάντα την κοσμική ζωή. Από εδώ και πέρα ​​ήταν πιο φτωχή από τον πιο φτωχό άνθρωπο της πόλης.

Όταν για πρώτη φορά, η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας των Ιβήρων μεταφέρθηκε από το Μοζντόκ στο Βλαδικαυκάζ τότε εκδηλώθηκε η αγία μωρία, κι η δια Χριστόν σαλότητα θα ήταν στο εξής ο αγώνας της.
Από τότε, διαδόθηκε ​​ότι ο Θεός την επέλεξε ως μεσήτρια, ως ένα προσευχητάρι για όλους και της έδωσε το δώρο της προφητείας, αυτό μαθεύτηκε σε όλη την πόλη κι οι άνθρωποι άρχισαν να πηγαίνουν κοντά της.
Όλοι όσοι θυμούνταν την Αναστασία έλεγαν ότι το πρόσωπό της ήταν εξαιρετικά όμορφο, έμοιαζε να λάμπει και τα γαλάζια μάτια της κοιτούσαν τους πάντες με αγάπη και στοργή. Ήταν ελαφρώς καμπουριασμένη, κουβαλούσε συνέχεια ένα σακούλι με άμμο στην πλάτη της και κρατούσε πάντα ένα ραβδί στο χέρι της. Φορούσε πάντα μια μαύρη ρόμπα κι ένα μαντήλι. Αδιαλείπτως έλεγε την νοερά ευχή του Ιησού στην καρδιά της και ζούσε στον δικό της κόσμο, που μόνο εκείνη γνώριζε.

Μετά την κατάληψη του Βλαδικαυκάζ, οι Μπολσεβίκοι αποφάσισαν να το μετονομάσουν σε Ordzhonikidze. Όταν η Αναστασία άκουσε τα νέα για τη μετονομασία του Βλαδικαυκάζ, αναφώνησε: « Είμαι Βλαδικαυκάζ και για πάντα! » Και έτσι έγινε: η πόλη διατήρησε το αρχικό της όνομα. Πολλές φορές έγιναν προσπάθειες μετονομασίας της πόλης, αλλά κάθε φορά μετά από αυτό, το αρχικό όνομα επέστρεφε. Και οι Ορθόδοξοι άρχισαν να θεωρούν την Αναστασία προστάτιδα της πόλης μας…
Για την πόλη του Βλαδικαυκάζ, η Αναστασία Αντρέγιεβνα έγινε η εκλεκτή του Θεού.

Όταν ήλθε η ταραγμένη εποχή της κατάρρευσης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας οι άνθρωποι όλο και περισσότερο απομακρύνονταν από την πίστη και δεν κατανοούσαν πλέον τα λόγια, τις χειρονομίες, τα σημάδια της … Οι εκκλήσεις της Αναστασίας για μετάνοια δεν εύρισκαν ανταπόκριση… Το 1918, το μοναστήρι καταστράφηκε από τους Μπολσεβίκους. Κατά τη λεηλασία του μοναστηριού, η Ηγουμένη Κλαυδία υποβλήθηκε σε τρομερά βασανιστήρια. Της ζήτησαν τα κλειδιά των αποθηκών του μοναστηριού και τους ανύπαρκτους θησαυρούς. Η μητέρα Κλαυδία δεν έδωσε τα κλειδιά και κάηκε ζωντανή από τους δήμιους σε χαμηλή φωτιά. Σύμφωνα με την ανιψιά της, η Ηγουμένη Κλαυδία γνώριζε για το μαρτύριο που την περίμενε από τη Γερόντισσα Αναστασία του Βλαδικαυκάζ. Οι άνθρωποι, τρελαμένοι από τον φόβο, την πείνα και την απόγνωση αλληλοσκοτώνονταν. Στους δρόμους υπήρχαν πολλά άταφα πτώματα. Οι Μπολσεβίκοι πυροβολούσαν εκατοντάδες ανθρώπους την ημέρα. Μπορούσαν να σκοτώσουν μόνο και μόνο επειδή κάποιος ήταν αξιοπρεπώς ντυμένο. Οι ορθόδοξες εκκλησίες βεβηλώθηκαν και καταστράφηκαν. Η Γερόντισσα προσευχόταν ασταμάτητα για τους ζωντανούς και για τους νεκρούς.

Γνωρίζοντας την ημέρα και την ώρα της αναχώρησής της από αυτόν τον κόσμο, η Αναστασία μάζεψε τις σανίδες για το φέρετρό της και αποσύρθηκε τελείως στην προσευχή, μη δεχόμενη πλέον κανέναν.

Η μακαρία Αναστασία εκοιμήθη το 1932, στις 24 Δεκεμβρίου. Παρά το σκληρό καθεστώς κατά των πιστών, ένα τεράστιο πλήθος ήρθε για να την συνοδεύσει στο τελευταίο της ταξίδι. Την μετέφεραν στην αγκαλιά τους στο κοιμητήριο Meshchansky, στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία, τον μοναδικό ναό που δεν έκλεισε στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, όπου την έθαψαν.

Θαύματα και θεραπείες στον τάφο της αγίας γερόντισσας άρχισαν να γίνονται αμέσως μετά την κοίμηση της.

Πριν τελειώσει το επίγειο ταξίδι της, η Αναστασία πήγαινε από σπίτι σε σπίτι. Έμπαινε στην αυλή ή ανέβαινε στην εξώπορτα του σπιτιού και έλεγε: “Σύντομα θα γίνει πόλεμος!” Κοντοστέκονταν, και μετά πήγαινε σε άλλη πόρτα ή αυλή. Σχεδίαζε ένα σταυρό με ένα ραβδί, σκεφτική και λυπημένη. Όλοι γνώριζαν ότι στις πράξεις της υπάρχει πάντα ένας οιωνός για το μέλλον.
Κι όταν ξεκίνησε ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, σε εκείνα τα σπίτια όπου, σύμφωνα με τις αναμνήσεις των παλαιοτέρων ανθρώπων, η Αναστασία έκανε τους σταυρούς, εκεί υπήρξαν νεκροί.

Το 1942, οι Ναζί είχαν ήδη πλησιάσει το Βλαδικαυκάζ. Στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία υπήρχαν στρατιώτες που φρουρούσαν τα σύνορα της πόλης. Ένα βράδυ είδαν στο νεκροταφείο όπου ήταν θαμμένη η μακαρία Αναστασία, μια γριά με μοναχικό ένδυμα με ένα παλιό όπλο. Περπατούσε γύρω από το νεκροταφείο. Οι στρατιώτες προσπάθησαν να τη σταματήσουν: «Φύγε, γιαγιά, από εδώ θα σε πυροβολήσουν!», κι αυτή απάντησε: « Εδώ δεν θα πυροβολήσουν, γιατί η γιαγιά Αναστασία δεν θα επιτρέψει στους Γερμανούς να πατήσουν τους τάφους.»
Μετά τον πόλεμο, διηγήθηκαν ότι οι τότε Ρώσοι στρατιώτες στέκονταν στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία, περιμένοντας επίθεση και, καθώς άκουσαν κίνηση στο νεκροταφείο, νόμισαν ότι ήταν Γερμανοί. Αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν μια γερόντισσα μοναχή με ένα μεγάλο σταυρό στο στήθος της και ένα ραβδί στο χέρι όπου ακουμπούσε. Όταν θέλησε να μπει στο ναό, οι στρατιώτες δεν την άφησαν. Τότε ζήτησε να συναντήσει τον διοικητή. Ο διοικητής βγήκε έξω και άρχισε να την ρωτάει ποια είναι και από πού έρχεται. Κι εκείνη του είπε: «Είμαι η Αναστασία, φυλάω την πόλη μας».
Ο διοικητής, δεν κατάλαβε καλά τι είπε και την ρώτησε: «Ποιο είναι το επίθετό σου;»

Η ηλικιωμένη γυναίκα συνέχισε: «Μη φοβάστε, όλοι θα μείνετε ζωντανοί».

Ο διοικητής ξαφνικά την έχασε, κοίταξε τριγύρω, η γερόντισσα είχε εξαφανισθεί. Ρώτησε τους κατοίκους της πόλης, και του εξήγησαν ότι αυτή ήταν η προφήτισσα μακαριστή Αναστασία, και του έδειξαν τον τάφο της. Όλοι οι στρατιώτες που υπηρέτησαν υπό τον διοικητή με τον οποίο συναντήθηκε η γερόντισσα πέρασαν τον πόλεμο χωρίς ούτε έναν τραυματισμό και τα επόμενα τριάντα μεταπολεμικά χρόνια έρχονταν με ευγνωμοσύνη στον τάφο της μακαρίας Αναστασίας.

Αρκετές δεκάδες άνθρωποι προσεύχονταν στον τάφο της μακαρίας Αναστασίας το 1944 και όλοι τους είδαν ολοζώντανη την Θεοτόκο με τον Χριστό μας μωρό στην αγκαλιά της πάνω από τον τάφο. Ανάμεσα σε αυτούς που είδαν αυτό το όραμα ήταν και η μητέρα του σημερινού Πατριάρχη Γεωργίας Ηλία του Β’. Σε αυτό το θαυμαστό γεγονός, 17 άτομα ήταν μάρτυρες.

Σύμφωνα με τις διηγήσεις μιας στρατιωτικού πιλότου, το μαχητικό της οποίας φλεγόταν κοντά στην πόλη, προσευχήθηκε: «Βοήθησέ με, μητέρα Αγία Αναστασία!» Το αεροπλάνο της κάηκε, αλλά αυτή επέζησε, ανεξήγητα, έπεσε αβλαβής στο έδαφος χωρίς αλεξίπτωτο. Μετά τον πόλεμο έκανε δέκα χρόνια σε στρατόπεδο επειδή κάηκε το μαχητικό. Αφού εξέτισε την ποινή της, έλεγε το ίδιο πράγμα όπως κατά τη διάρκεια της έρευνας:
«Μόλις το αεροπλάνο πήρε φωτιά, άρχισα να φωνάζω: «Μάνα Αναστασία, σώσε με!» Μετά από αυτό, άγγελοι με σήκωσαν από το φλεγόμενο αεροπλάνο και με κατέβασαν προσεκτικά πάνω στα βρύα στο δάσος.»

Πριν λίγο καιρό, οι ηλικιωμένοι κάτοικοι που ζούσαν ακόμα, έλεγαν, ότι κατά τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο συνάντησαν την γερόντισσα Αναστασία, που κοιμήθηκε το 1932, στην πόλη αφού είχε περικυκλωθεί από τον γερμανικό στρατό. Ερχόταν από τον δρόμο του ναού του Προφήτη Ηλία. Την ρώτησαν: «Πού πας, μητέρα;» – κι η Αναστασία τους απάντησε: «Να προστατέψω την πόλη!». Και στην πρώτη γραμμή άμυνας της πόλης του Βλαδικαυκάζ εμφανίστηκε ολοζώντανη. Όπως γνωρίζετε, ο γερμανικός στρατός δεν μπόρεσε ποτέ να μπει στην πόλη, αλλά, αντίθετα, υποχώρησε με μεγάλες απώλειες. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, όλοι οι στρατιώτες και ο διοικητής που βρίσκονταν τότε στο ναό, σύμφωνα με την πρόβλεψη της γερόντισσας, έμειναν ζωντανοί και γύρισαν σπίτι τους.
Κάθε χρόνο, για περισσότερα από τριάντα χρόνια, οι στρατιώτες και ο διοικητής τους έρχονταν από διάφορα μακρυνά μέρη στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία για να προσκυνήσουν την μακαρία Αναστασία. Και όλοι πίστευαν ότι η Αναστασία έσωσε την πόλη της, ως προστάτιδα του Vladikavkaz.»


Στο βιβλίο της Όλγας Σέροβα η ενορίτισσα Μαρία λέγει: Τον Νοέμβριο του 1992, κατά τη διάρκεια επίθεσης σε ένα προάστειο της Βόρειας Οσετίας από εξτρεμιστές Ινγκούς, ένας γνωστός της υπηρετούσε ως φύλακας στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Μια μέρα είπε: «Θα φύγω από τη δουλειά. Το βράδυ φοβάμαι. Κάθε βράδυ που βρίσκομαι σε υπηρεσία βλέπω τη Γερόντισσα Αναστασία να μπαίνει στην εκκλησία, να γονατίζει και να προσεύχεται για πολύ ώρα, ενώ τα παράθυρα και οι πόρτες του ναού είναι κλειστά και κανείς δεν μπορεί να μπει». Κι άλλοι ενορίτες του Προφήτη Ηλία το επιβεβαίωσαν αυτό περισσότερες από μία φορές. Τότε απέτυχε και η εξτρεμιστική δράση κατά της Βόρειας Οσετίας.

Μια γυναίκα ονόματι Σβετλάνα είχε έναν άρρωστο σύζυγο για 13 χρόνια. Δεν γνώριζε ακόμα τίποτα για τη μητέρα Αναστασία. Ένας γείτονας την πήγε στον τάφο της Γερόντισσας να προσευχηθεί και να ζητήσει βοήθεια για την ανάρρωση του συζύγου της. Μετά από λίγο καιρό, η Σβετλάνα ξαναπήγε μόνη της στον τάφο της μητέρας. Έφερε λουλούδια, καθάρισε τον τάφο, έκλαψε, ξαναζήτησε βοήθεια από τη μητέρα για την υγεία του συζύγου της και έφυγε. Ο γείτονας με τον οποίο πήγε στη γερόντισσα για πρώτη φορά είδε σε όνειρο την Αναστασία, η οποία του έδωσε ένα μεγάλο φύλλο χαρτί στο οποίο έγραφε τον αριθμό “5”, εμφανίστηκε δε και στην ίδια τη Σβετλάνα, την άγγιξε στον ώμο και της είπε: «Να είσαι δυνατή». Αυτό έγινε τον Ιούνιο του 1976 και στις 5 Ιουλίου ο σύζυγός της κοιμήθηκε.

Τρία κειμήλια άφησε η μακαριστή Αναστασία στους απογόνους της.
Το πλεκτό καπέλο που φορούσε. Το ραβδί στο οποίο ακουμπούσε και το κλειδί του κελιού της. Το καπέλο το κράτησε η οικογένεια Kanishchev, η οποία ήταν πολύ οικεία στην γερόντισσα και βρίσκεται στο Βλαδικαυκάζ.

Ο πατέρας του Γεωργιανού Πατριάρχη Ηλία του Β’ παρέδωσε το ραβδί της μακαρίας Αναστασίας στον γιο του, ο οποίος επίσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βλαδικαυκάζ. Το ραβδί και το κλειδί τα κατέχει ο Πατριάρχης Γεωργίας Ηλία ο Β’. Ο Παναγιώτατος Ηλίας ο Β’ όταν έχει να λάβει δύσκολες αποφάσεις σε συνόδους του πατριαρχείου παίρνει πάντα μαζί του το ραβδί της αγίας Αναστασίας του Βλαδικαυκάζ.

ΠΗΓΗ: iconandlight