Χριστός & Πόντιος Πιλάτος Γ. Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ
Οδηγείται λοιπόν και πάλι ο Ιησούς με την ίδια συνοδεία των κατηγόρων του στον Πιλάτο προς το πραιτώριο, όπου ξετυλίγεται η δεύτερη φάσις της παραστάσεως τού Ιησού εμπρός του. Κατ’ αυτήν ο Πιλάτος ενισχυμένος και από τον Ηρώδη στην πεποίθησι για την απόλυτη αθωότητα τού Ιησού, αναζητεί νέα διέξοδο. Προσπαθεί ν’ απολύση τον Ιησού με την ευκαιρία της εορτής που πλησίαζε. Αλλά ας αφήσουμε τις πηγές να ομιλήσουν για την εξέλιξι της υποθέσεως στη νέα της αυτή φάσι.
«Ο Πιλάτος αφού συνεκάλεσε τους αρχιερείς, τους άρχοντες και τον λαό, τους είπε˙ «μου φέρατε τούτον τον άνθρωπον σαν ταραξία τού λαού, αλλά εγώ αφού τον ανέκρινα μπροστά σας, δεν βρήκα στον άνθρωπο αυτό καμμία ενοχή. Αλλά ούτε κι ο Ηρώδης, γι’ αυτό και μας τον ξανάστειλε. Δεν έχει διαπράξει τίποτε άξιο θανάτου» (Λουκ. 23,13-15). Ο Ευαγγελιστής Λουκάς διακρίνεται για τις ακριβείς εικόνες των αφηγήσεών του. Δεν ήταν μόνο στο πινέλλο αλλά και στην πέννα και στον λόγο ζωγράφος. Η ανώτερη εικόνα είναι πολύ χαρακτηριστική και διαφωτιστική τού όλου θέματος.
Ο Ιησούς στέλλεται πίσω στον Πιλάτο από τον Ηρώδη εξουθενωμένος με την συνοδεία των κατηγόρων του. Ο Πιλάτος συγκαλεί τους αρχιερείς, τους άρχοντες και τον λαό, δηλαδή τους κατηγόρους τού Ιησού, και ανακεφαλαιώνει όλα όσα έγιναν από τότε που προσάχθηκε ενώπιόν του, δηλαδή: την προσαγωγή, την κατηγορία, την ανάκρισι ενώπιόν του, τις πρόσθετες κατηγορίες, την αποστολή στον Ηρώδη, το πόρισμα της δικής του έρευνας για την πλήρη αθωότητα του Ιησού και την συμφωνία του Ηρώδη προς αυτό το πόρισμα.
Από την τελευταία αυτή πληροφορία για τον Ηρώδη συμπεραίνουμε ότι παρά τις έντονες κατηγορίες των αρχιερέων και των γραμματέων κατά τού Ιησού στον Ηρώδη, παρά την προσωπική του προκατάληψι κατά τού Ιησού, για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω και παρά την οργή του κατά τού Ιησού για την περιφρονητική του σιωπή στις επανειλημμένες ερωτήσεις που τού απηύθυνε, ο Ηρώδης σχημάτισε την γνώμη ότι ο Ιησούς δεν είναι ένοχος θανασίμου εγκλήματος, όπως ισχυρίζονταν oι κατήγοροί του. Αυτή την γνώμη του την γνώρισε στον Πιλάτο, όπως ο ίδιος το αποκαλύπτει στους κατηγόρους τού Ιησού. Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε πως όταν ξανάστειλε ο Ηρώδης τον Ιησού στον Πιλάτο, απέστειλε ταυτόχρονα σ’ αυτόν και ένα έμπιστο πρόσωπο, με το οποίο μάλλον προφορικά — δεν αποκλείεται όμως και με γραπτό σημείωμα — τού διεμήνυσε για την αθωότητα τού Ιησού. Αποκλείεται βέβαια να δεχθούμε ότι αυτό το μήνυμα το έστειλε ο Ηρώδης στον Πιλάτο με τους κατηγόρους τού Ιησού, οι οποίοι μανιασμένοι προς το θύμα τους θα δημιουργούσαν σκηνές όμοιες μ’ εκείνες που προκάλεσαν εμπρός στον Πιλάτο για να τον εκβιάσουν.
Σ’ αυτό το σημείο, που επιβεβαιώθηκε εκ μέρους αυτού τού Πιλάτου με έμφασι η γνώμη του για την πλήρη αθωότητα τού Ιησού, η οποία γνώμη είχε ήδη σχηματισθή και ανακοινωθή από την πρώτη φάσι της δίκης, θα έπρεπε να τερματισθή αυτή η δίκη, αφού δεν τερματίσθηκε, όπως θα έπρεπε, στο τέλος της πρώτης εκείνης φάσεώς της. Παρά ταύτα επακολουθεί από μέρους τού Πιλάτου μία καταπληκτική πρότασίς του εις βάρος τού Ιησού, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεσι προς την δικαστική του συνείδησι και παρουσίαζε εκ νέου την αντινομία των ενεργειών τού Πιλάτου και την αιώρησι όπως στο εκκρεμές ανάμεσα στην ορθή κρίσι και στην ανεπίτρεπτη αναποφασιστικότητα, ανάμεσα στην δικαιοσύνη και στην αδικία. Να, η καταπληκτική πρότασίς του στους Εβραίους για τον Ιησού, ευθύς αμέσως μετά την για δεύτερη φορά κατηγορηματική ομολογία για την πλήρη αθωότητα του: «αφού λοιπόν τον βασανίσω, θα τον αφήσω ελεύθερο» (Λουκ. 23,16).
Αυτή η ίδια η πρότασις περιέχει δύο ενέργειες που αποκλείουν η μία την άλλη και παρουσιάζουν την αντινομία: Εάν ο Ιησούς πρέπει να απολυθή λόγω αθωότητος, γιατί να τιμωρηθή; Εάν πάλι είναι ένοχος, γιατί ν’ απολυθή; Είναι προφανές ότι στην δικαστική συνείδησι τού Πιλάτου κυριαρχεί απόλυτα η ανεπιφύλακτη κρίσις και πεποίθησις για την πλήρη αθωότητα τού Ιησού και ως εκ τούτου ο Πιλάτος έκλινε στο να απολύση τον Ιησού.
Από την απροσδόκητη πρότασι για τιμωρία τού Ιησού και από το γεγονός ότι δεν τον απολύει αμέσως με σύγχρονη αποπομπή των κατηγόρων του, όπως έπραξε ανδρικώτατα σε μεταγενέστερο χρόνο σε όμοια περίπτωσι τού Παύλου ο ανθύπατος της Αχαΐας Γαλλίων (Πράξ. 18,12-17), βγαίνει το εξής συμπέρασμα: Ένα συναίσθημα ήταν αντίρροπο στην ορθή για τον Ιησού κρίσι και ανταγωνιζόταν την απόφασι του Πιλάτου για απόλυσι, υπολόγιζε δηλαδή με φόβο τον εβραϊκό αναβρασμό. Αυτό οφειλόταν στην έλλειψι ισχυράς θελήσεως, η οποία είχε ατονήσει από τις επανειλημμένες κατά τού Πιλάτου εξεγέρσεις του εβραϊκού όχλου και από την υπονόμευσί του από τους Εβραίους στον αυτοκράτορα.
Αντίθετα φέρθηκε ο Γαλλίων. Όταν oι Εβραίοι, έξαλλοι για την δράσι τού Παύλου στην Κόρινθο, που προσείλκυσε στον Χριστό τα πλήθη και τους άρχοντές τους, τον συνέλαβαν, ο Γαλλίων, πριν ακόμη ανοίξη το στόμα του ο Παύλος, τους είπε: «Εάν επρόκειτο για πολιτικό αδίκημα, θα το ανεχόμουνα, αλλά για εσωτερικές σας διαφορές «εγώ δεν θέλω να είμαι δικαστής», «και τους έδιωξε από το δικαστήριο». Τότε με μανία oι Έλληνες άρχισαν να δέρνουν τον αρχισυνάγωγο Σωσθένη εμπρός στον Γαλλίωνα, «και καθόλου γι’ αυτά δεν ενδιαφερόταν ο Γαλλίων». Αυτή είναι η νόμιμη στάσις Ρωμαίου ηγεμόνος, εντελώς αντίθετη μ’ εκείνη τού Πιλάτου, ο οποίος λέγει στους Εβραίους και στον όχλο:
«Αφού λοιπόν και εγώ κατόπιν ανακρίσεως τού Ιησού ενώπιον σας τον βρίσκω αθώο από τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν κατηγορίες, το ίδιο και ο Ηρώδης, όπου έστειλα και σάς για να παρουσιάσετε μπροστά του τις κατηγορίες σας, αφού επομένως τίποτε δεν διέπραξε ο Ιησούς που να συνεπάγεται την θανάτωσί του, ας τον απολύσω, αφού προηγουμένως τον μαστιγώσω» (Λουκ. 23,14-16).
Εδώ δεν πρόκειται για την μαστίγωσι που συνηθιζόταν στους Εβραίους, αλλά γι’ αυτήν που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι η οποία ήταν πριν από τον θάνατο και πριν από την σταύρωσι τιμωρία που επέτεινε τον ατιμωτικό χαρακτήρα της σταυρικής ποινής. Γι’ αυτό η απροσδόκητη δήλωσις τού Πιλάτου, ότι θα μαστιγώση τον Ιησού, καθώς ακουόταν από τους Εβραίους, κάτω από τα όμματα των οποίων oι ρωμαϊκές αρχές κατοχής προέβαιναν σε εκτελέσεις σύμφωνα με το δικό τους Δίκαιο, αποτελούσε προοίμιο της επιτυχίας τους στην προσπάθεια να σταυρωθή ο Ιησούς. Ήταν σαν να προεγγυάτο την πορεία των πραγμάτων προς την σταύρωσι.
Καθώς προχωρούσαν με επιτυχία oι καταχθόνιες προσπάθειές τους, η πρότασις τού Πιλάτου που ευθύς επακολούθησε για απόλυσι τoυ Ιησού λόγω διαπιστωμένης αθωότητάς του, αποτελούσε παλινδρόμησι τού Ρωμαίου ηγεμόνος, η οποία τους εξαγρίωσε. Προκάλεσε, όπως το δείχνει η συνέχεια, οξεία αντίδρασι. Και αρπάζουν αυτοί την υπόσχεσι τού Πιλάτου για μαστίγωσι τού Ιησού, αλλά αποκρούουν την απόλυσι τού θύματος. Ο τρόπος τους ήταν τόσο ιταμός και απόλυτος, ώστε το εκκρεμές τού χαρακτήρα τού Πιλάτου, που αιωρείτο μεταξύ της ορθής του κρίσεως και υγιούς δικαστικής συνειδήσεως άφ’ ενός και της άβουλης και φοβισμένης υποχωρητικότητάς του άφ’ ετέρου, να χάση τον ένα από τους δύο πόλoυς του, και σαν μόνη διέξοδος να απομείνη η υποχώρησίς του. Υποχώρησις στην αξίωσι των Εβραίων να εξοντωθή ο Ιησούς. Οι Εβραίοι αγωνίζονται να επιδράσουν πάνω στον Πιλάτο με τόσο καταπιεστικό τρόπο, ώστε να πνίξη την φωνή της συνειδήσεώς του και παρά συνείδησι να παραδώση τον Ιησού για θανάτωσι.
Η ευθύνη δεν ήταν ολοκληρωτικά δική τους. Με την υποχωρητική του προθυμία να μαστιγωθή ο αθώος Ιησούς, ο Πιλάτος έρριξε ο ίδιος το κέντρο τού βάρους του προς την πλευράν της αθωοκτονίας. Μέχρι εκείνη την στιγμή και στις δραματικές σκηνές που θα ακολουθήσουν τον έπνιγε, αλλά μάταια, η φωνή της συνειδήσεώς του.
Επίσης από τα συμφραζόμενα και ιδιαίτερα από την απόλυσι που πρότεινε, φαίνεται καθαρά ότι ο Πιλάτος προτείνοντάς την δεν εννοούσε απόλυσι ανθρώπου που δικάσθηκε και αθωώθηκε και επομένως οφείλει ν’ απολυθή χωρίς άλλη διατύπωσι, όπως το αξίωνε και η δικαστική του συνείδησις. Όχι. Αλλά στο μυαλό του αναδύθηκε εκείνη τη στιγμή ένα έθιμο, που κάθε έτος λάβαινε χώρα και το όποιο μπορούσε να εφαρμοσθή και στον Ιησού, εάν ήθελαν οι Εβραίοι. Η επιλογή τούτου ή εκείνου τού προσώπου για εφαρμογή τού εθίμου εξηρτάτο από την θέλησί τους. Επρόκειτο για το έθιμο της ρωμαϊκής αρχής ν’ απολύη κατά την εορτή τού Πάσχα έναν από τους δεσμίους Εβραίους, όποιον αυτοί θα ζητούσαν ονομαστικά.
Με την σκέψι του αυτή ο Πιλάτος να επικαλεσθή το εν λόγω έθιμο για την απόλυσι τού Ιησού, τον συγκαταριθμούσε ανάμεσα στους δέσμιους που έπρεπε να απολυθούν υπό όρον. Έτσι έπαυε πλέον ο Ιησούς να είναι στα μάτια των Εβραίων αυτός που δικάσθηκε, που αθωώθηκε από ρωμαϊκό δικαστήριο και που δικαιούται ν’ απολυθή άνευ όρων. Αντίθετα είναι πια ο δέσμιος, αυτός που ενδέχεται ν’ απολυθή, εάν και έφ’ όσον το ήθελαν οι Εβραίοι. Τυπικά η απόλυσις τού δεσμίου γίνεται από τον Πιλάτο, και ουσιαστικά από τους Εβραίους. Έτσι ο Ιησούς κατεβάζεται απ’ αυτόν τον ρωμαίο δικαστή από το ύψος τού αθώου που δικαιούται ν’ απολυθή, στο επίπεδο των κρατουμένων κακοποιών, και γίνεται ένας απ’ αυτούς συνδεσμώτης και συγκροτούμενος χωρίς λόγο.
Στην πρότασι τού Πιλάτου, «παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω» (Λουκ. 23,16), ο ρηματικός τύπος «απολύσω» δεν είναι μέλλοντας οριστικής — θα απολύσω — αλλά αόριστος υποτακτικής — ας απολύσω, να απολύσω. Όπως αναφέρθηκε, ο Πιλάτος βάσει εθίμου που επεκράτησε ώφειλε ν’ απολύση έναν από τους δέσμιους, λόγω της εορτής τού Πάσχα που πλησίαζε, αλλά ποιόν απ’ αυτούς θα απέλυε, ποιο συγκεκριμένο πρόσωπο θα επιλεγόταν, ήταν προνόμιο των Εβραίων, εκχωρημένο σ’ αυτούς από την ρωμαϊκή αρχή. Τούτο φαίνεται καθαρά από τις αφηγήσεις των δύο πρώτων συνοπτικών. «Κατά την εορτή ήταν συνήθεια ο ηγεμών ν’ απολύη χάριν τού λαού ένα δέσμιο, όποιον ήθελαν» λέγει ο Ματθαίος (27,1 5). «Κατά την εορτή απέλυε για χάρι τους έναν δέσμιο, όποιον ζητούσαν» λέγει ο Μάρκος (1 5,6). Το ίδιο φαίνεται και στις αφηγήσεις των δύο υπολοίπων ευαγγελιστών.
Το έθιμο τούτο ήταν εβραϊκό και υπήρχε από παλαιά για να θυμίζη την απελευθέρωσι των Εβραίων από την δουλεία της Αιγύπτου. ΟΙ Ρωμαίοι που το βρήκαν το σεβάσθηκαν. Έτσι ασκούσαν στο εξής αυτοί το δικαίωμα της απολύσεως, αφήνοντας στους Εβραίους το προνόμιο να διαλέξουν τον απολυτέο κατά απόλυτη αρέσκειά τους. Το ότι ο Πιλάτος σκεπτόταν να προσφυγή στο έθιμο, για να επιτύχη έτσι την απόλυσι τού Ιησού, φαίνεται καθαρά από την συνέχεια της σκηνής: «Ο Πιλάτος αποκρίθηκε σ’ αυτούς λέγοντας (Μάρκ. 15,9)· υπάρχει συνήθεια σε σάς να απολύσω προς χάριν σας έναν το Πάσχα; (Ιωάν. 18,39α). Θέλετε λοιπόν (Ιωάν. 18,39β) να απολύσω αυτόν που ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων»; (Μάρκ. 15,9β, 12).
Ενώ στην αρχή υπόμνησε ο Πιλάτος το έθιμο στους Εβραίους χωρίς ν’ αναφέρη όνομα δέσμιου και ενώ αυτοί, μόλις το θυμήθηκαν, αξίωσαν την εφαρμογή του, στο εξής αναγκάζεται ο Πιλάτος να προτείνη συγκεκριμένα την απόλυσι τού Ιησού, αποκαλύπτοντας έτσι, κάτω από την πίεσι της δικαστικής του συνειδήσεως την σκέψι του και την πρόθεσί του. Και δεν αναφέρει το όνομα τού Ιησού, παρά μόνο τον τίτλο, που oι ίδιοι απέδιδαν σ’ αυτόν: «αυτόν που ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων». Ο ίδιος ο Ιησούς ποτέ δεν απέδωσε στον εαυτό του τέτοιο τίτλο. Γι’ αυτό και ο Πιλάτος είχε αποφανθή για τον Ιησού ότι είναι αθώος ως προς αυτήν την κατηγορία.
Και η τωρινή πρότασις τού Πιλάτου για απόλυσι τού Ιησού παρουσιάζει και πάλι ότι η δικαστική του συνείδησις είχε πλήρη βεβαιότητα για την αθωότητά του. Η δικαστική του συνείδησις είχε διαπιστώσει και το πραγματικό ελατήριο των εβραϊκών ενεργειών. Τούτο μας το αποκαλύπτει η χαρακτηριστική πληροφορία των δύο πρώτων Ευαγγελιστών: «Διότι εγνώριζε ότι τον παρέδωσαν από φθόνο» (Ματθ. 27,18). «Διότι εγνώριζε ότι από φθόνο τον είχαν παραδώσει oι αρχιερείς» (Μαρκ. 15,10).
Συνειδητοποιήθηκε λοιπόν στον Πιλάτο το γεγονός ότι oι κατηγορίες εναντίον τού Ιησού ήταν προσχήματα και επινοήσεις για συγκάλυψι τού φθόνου της εβραϊκής ηγεσίας. Ο φθόνος της υπήρξε το μοναδικό της ελατήριο στην αμείλικτη προσπάθειά της να εξοντώση τον Ιησού. Το συμπέρασμα αυτό της δικαστικής ευθυκρισίας τού Πιλάτου συμφωνεί πλήρως προς την γραμμή τού εξοντωτικού φθόνου. Αυτή η γραμμή διήκει δια μέσου όλων των γεγονότων και την διαπιστώσαμε σε ό,τι στην αρχή τού παρόντος κεφαλαίου ωνομάσαμε, «Τα προδρομικά γεγονότα τού δράματος»7. Με αυτή τη γραμμή τού φθόνου που διήκει δια μέσου αυτών των γεγονότων ευθυγραμμίζεται τώρα το πόρισμα της δικαστικής έρευνας του Πιλάτου, που συνάγεται από την όλη κίνησι κατά τού Ιησού.
Αλλά ας παρακολουθήσουμε την συνέχεια.
Σαν πρότεινε ο Πιλάτος να απολυθή αυτός που οι Εβραίοι τον ωνόμαζαν «βασιλέα των Ιουδαίων», δημιουργήθηκε, φαίνεται, μεγάλη αναταραχή. Αυτό δεν αναφέρεται στις πηγές, οι οποίες σ’ αυτό το σημείο παρουσιάζουν κενό, αλλά συμπεραίνεται με βεβαιότητα από την συνέχεια της διηγήσεως. Η αναταραχή συνίστατο στο εξής: Από το ένα μέρος η εβραϊκή ηγεσία και μερικοί από τον όχλο σφύριζαν ο ένας στον άλλο το όνομα τού φυλακισμένου Βαραββά κι άρχιζαν να φωνάζουν δυνατά και να κραυγάζουν σαν σύνθημα αυτό το όνομα, όπως συμβαίνει στις διαδηλώσεις, με την αξίωσι ν’ απολυθή. Έτσι οι πηγές δίνουν αμέσως την εξήγησι ποιος ήταν ο Βαραββάς, που τ’ όνομά του για πρώτη φορά ακούεται ανάμεσα στα γεγονότα: «Είχαν τότε έναν ονομαστό φυλακισμένο που λεγόταν Βαραββάς (Ματθ. 27,16). Ήταν δε ο λεγόμενος Βαραββάς στην φυλακή μαζί με τους στασιαστές, που κατά την στάσι είχαν διαπράξει φόνο (Μάρκ. 15,7). Ήταν φυλακισμένος για στάσι που έγινε στην πόλι και για φόνο (Λουκ. 23,19). Ήταν δε ο Βαραββάς ληστής» (Ιωάν. 18,40). Από το άλλο μέρος οι περισσότεροι από τον όχλο αξίωναν ν’ απολυθή ο Ιησούς, όπως φαίνεται καθαρά από την πιο κάτω πληροφορία, ότι οι Εβραίοι ηγέτες κατέβαλαν πολλή προσπάθεια για να μεταστρέψουν το υπέρ τού Ιησού λαϊκό ρεύμα και να μεταπείσουν τους όχλους να ζητήσουν την απόλυσι τού Βαραββά.
Ο Πιλάτος βρέθηκε απέναντι σ’ αυτά τα δυο ρεύματα τού όχλου, που συνωθούνταν εμπρός στο πραιτώριο. «Ενώ λοιπόν αυτοί ήταν συγκεντρωμένοι, είπε σ’ αυτούς ο Πιλάτος· «ποιον θέλετε να σάς απολύσω, τον Βαραββά ή τον Ιησού που ονομάζεται Χριστός»; (Ματθ. 27,17). Αλλά πριν λάβη απάντησι, παρεμβάλλεται ξαφνικά μια σκηνή που διακόπτει την συνέχεια, δηλαδή το
ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ: Οι Ρωμαίοι κρατικοί υπάλληλοι συνήθιζαν να παίρνουν μαζί τους σ’ όποια επαρχία αποστέλλονταν τις γυναίκες τους, όπως συμβαίνει και σήμερα. Ήταν λοιπόν φυσικό και για τον Πιλάτο να πάρη μαζί του την γυναίκα του την Κλαυδία Πρόκλα, από την Καισαρεία όπου έμενε μ’ αυτήν, στην Ιερουσαλήμ. Ο Πιλάτος είχε έρθει στην Ιερουσαλήμ για να εποπτεύη πιο άμεσα την τάξι κατά την εορτή. Ας σημειωθή μάλιστα ότι η σύζυγός του που κατ’ αρχήν ήταν ειδωλολάτρις, είχε γίνει Ιουδαία προσήλυτος και άνηκε στις «σεβόμενες και καλής τάξεως γυναίκες» (Πράξ. 13,50), δηλαδή στην κατηγορία εκείνη των προσηλύτων, που ωνομάζονταν «οι φοβούμενοι τον Θεό» ή «σεβόμενοι προσήλυτοι» ή απλώς «οι σεβόμενοι». Γι’ αυτό λέγεται ότι ο Πιλάτος είπε γι’ αυτήν ότι «θεοσεβής έστι και μάλλον ιουδαΐζει»8.
Στην κρίσιμη λοιπόν εκείνη στιγμή, προτού απαντήσουν oι Εβραίοι στο ερώτημα τού Πιλάτου, «ενώ αυτός καθόταν στην δικαστική έδρα, τού έστειλε η σύζυγός του μήνυμα και τού έλεγε, «μη κάνης τίποτε σ’ εκείνον τον δίκαιο και αθώο, γιατί πολύ υπέφερα σήμερα στο όνειρό μου εξ αίτιας αυτού» (Ματθ. 27,19).
Ας μη λησμονούμε ότι ήταν πρωί, λίγο μετά την ανατολή τού ήλιου. Η αρχόντισσα μόλις ξύπνισε άκουσε, φαίνεται, τον θόρυβο έξω από το πραιτώριο. Ή ρώτησε το προσωπικό και έμαθε ότι δικάζεται ο Ιησούς. Ή, όπως ίσως πρέπει να συμπεράνουμε από την λέξι «εκείνον», παρατήρησε μέσα από το πραιτώριο όσα συνέβαιναν έξω, και περίτρομη από κάποιο όνειρο, που ακριβώς αναφερόταν στον δικαζόμενο Ιησού που ο Πιλάτος είχε μπροστά του, απέστειλε αμέσως μήνυμα στον Πιλάτο ν’ απομακρυνθή από κάθε ενέργεια εναντίον τού Ιησού.
Ποιο ήταν το περιεχόμενο τού ονείρου, από πουθενά δεν συμπεραίνεται. Από την πληροφορία αυτή συμπεραίνονται με βεβαιότητα τα εξής:
α) Το όνειρο περιστρεφόταν γύρω από τον Ιησού, από όπου συμπεραίνουμε ότι το πρόσωπο τού Ιησού δεν ήταν άγνωστο στην αρχόντισσα, αν όχι από άμεση θέα, τουλάχιστον από την φήμη που προήλθε από την δράσι τού Ιησού, αν και από τις λέξεις «δι’ αυτόν» οδηγούμαστε μάλλον στην εκδοχή, ότι το πρόσωπο που έδρασε στο όνειρο δεν ήταν φυσιογνωμικά άγνωστο στην γυναίκα, διότι έτσι μόνο εξηγείται ότι το εταύτισε με τον δικαζόμενο Ιησού.
β) Το όνειρο ήταν ζωηρό και η πλοκή του ζωντανή, ώστε να δημιουργήση σ’ αυτήν κατά τον ύπνο ισχυρές συγκινήσεις υπέρ τού Ιησού.
γ) Περίτρομη από αυτά διαμηνύει στον σύζυγο της να απομακρυνθή και να μην αναμειχθή καθόλου στην υπόθεσι, και
δ) Είτε από το όνειρο είτε από τις εντυπώσεις από τον Ιησού είτε από τις φήμες γι’ αυτόν είτε από όλα αυτά μαζί, βεβαιώθηκε ότι ο Ιησούς ήταν δίκαιος, και έπρεπε να προσέξη ο σύζυγός της μη τυχόν διαπράξη κάποια αδικία εις βάρος του. Επίσης ίσως περιλαμβάνονταν στο όνειρο και κυρώσεις εναντίον του Πιλάτου, που δικαιολογούσαν τον τρόμο της γυναίκας, οι οποίες λόγω τού οικτρού τέλους που είχε ο Πιλάτος9 μπορούν να χαρακτηρίσουν το όλο όνειρο σαν προφητικό.
Το περιεχόμενο τού μηνύματος κωδικοποιούσε με λίγα λόγια όλο τον συναισθηματικό κύκλο της γυναίκας από όλα αυτά τα βιώματα, ενώ συγχρόνως ήταν σαφής προς τον σύζυγό της προειδοποίησις να τον συγκρατήση. Αυτή η προειδοποίησις στην κρισιμώτατη εκείνη στιγμή, πρέπει να το δεχθούμε, θα συγκλόνισε τον Πιλάτο.
Κατά τον χρόνο που διαβιβαζόταν το μήνυμα προς τον Πιλάτο, «οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τον όχλο να ζητήσουν τον Βαραββά, τον δε Ιησού να τον εξοντώσουν» (Ματθ. 27,20). Φαίνεται όμως ότι παρά ταύτα ακούονταν από τον όχλο φωνές και υπέρ τού Ιησού. Ο Πιλάτος που ήταν πλέον ευνοϊκός προς τον Ιησού από την όλη διαδικασία και από το μήνυμα της συζύγου, επωφελήθηκε από αυτές τις φωνές. Γι’ αυτό «αποκρίθηκε ο ηγεμών και τους είπε: Ποιον θέλετε από τους δυο να σάς αφήσω ελεύθερο»; (Ματθ. 27,21).
Αναγκάσθηκε να κάνη αυτή την ερώτησι, γιατί από το ένα μέρος άκουε μερικές φωνές υπέρ τού Ιησού, αλλά η εβραϊκή ηγεσία είχε ήδη παρασύρει με το μέρος της τον περισσότερο όχλο, και ήθελε να αποσαφηνίση την κατάστασι και να έχη μία σαφή εκδήλωσι της βουλήσεως τού συνόλου. Και από το άλλο μέρος ίσως ήθελε να δώση καιρό στους ολίγους οπαδούς τού Ιησού να εκδηλωθούν πιο έντονα. Οι άρχοντες όμως των Εβραίων προσπάθησαν να καταπνίξουν και αυτών των ολίγων την φωνή. «Οι δε αρχιερείς ξεσήκωσαν τα πλήθη να προτιμήσουν να τους ελευθέρωση μάλλον τον Βαραββά» (Μάρκ. 15,11).
Από αυτή την πληροφορία — ιδίως από την λέξι «μάλλον» — συμπεραίνουμε ότι παρά ταύτα κάποιες φωνές επέμεναν για την απόλυσι τού Ιησού. Οι φωνές όμως αυτές πνίγονταν πια στις κραυγές τού συνόλου. «Και είπαν, τον Βαραββά». «Απόλυσέ μας τον Βαραββά». Επειδή όμως ακούονταν ακόμη κάποιες φωνές για τον Ιησού, η πλειονότητα, όπως το μαρτυρεί με χαρακτηριστική διατύπωσι ο αυτόπτης Ιωάννης, εκραύγαζε: «Όχι αυτόν, αλλά τον Βαραββά» (Λουκ. 23,18). Έτσι oι λίγες φωνές υπέρ τού Ιησού, πνίγηκαν πια στην κραυγή τού συνόλου: «Όλο μαζί το πλήθος κραύγαζε και έλεγε «σκότωσε τον και ελευθέρωσε μας τον Βαραββά» (Λουκ. 23,18).
Από αυτό φαίνεται καθαρά και κάτι άλλο, ότι ο Ιησούς στεκόταν δίπλα στον Πιλάτο. Και κάτω από αυτούς, έξω από το πραιτώριο, το πλήθος μπορούσε να δείχνη — «τούτον» — τον Ιησούν, και να συνοδεύη τις κραυγές με δεικτικές χειρονομίες. Ο Πιλάτος και παρά την συνολική πια αυτή εκδήλωσι, «τους μίλησε πάλι, θέλοντας να ελευθερώση τον Ιησού». «Και λέγει σ’ αυτούς ο Πιλάτος: «Τι να κάνω τον Ιησού που λέγεται Χριστός», «αυτόν που ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων»; Η ερώτησις αυτή τού Πιλάτου προδίδει την αμηχανία του. Ήταν σαν να τους έλεγε:
«Να τον κρατήσω δεν μπορώ, διότι είναι αθώος. Να τον ελευθερώσω δεν θέλετε, και σύμφωνα με το έθιμο αυτό είναι δικό σας δικαίωμα. Εγώ όμως τι να κάνω λοιπόν; Τι θ’ απογίνη ο Ιησούς; Γιατί προτιμάτε την απόλυσι ενός ληστού φονιά και όχι ενός προσώπου, το οποίο όχι μόνο δεν έπραξε αποδειγμένα τίποτε από όσα τον κατηγορείτε, αλλά επί τέλους είναι ένα πρόσωπο, στο οποίο σεις οι ίδιοι αποδίδετε ιδιότητες εθνικού ηγέτου σας, και το οποίο δεν είναι ούτε φονιάς ούτε ληστής; Γιατί δεν προτιμάτε αυτή την λύσι, που και για σάς από άποψι εθνικής υπολήψεως είναι ευπρεπής, αλλά και σε μένα προσφέρει δίκαιη διέξοδο»;
Οι ερωτήσεις όμως αυτές θα μπορούσαν να έχουν απήχησι σε ήρεμους ανθρώπους και σε φιλοδίκαιες συνειδήσεις. Σε μανιασμένα όμως πλήθη που άγονταν και φέρονταν από άρχοντες αποφασισμένους να εξοντώσουν τον Ιησού, οι ερωτήσεις αυτές ένα μόνο αποτέλεσμα μπορούσαν να έχουν, το οποίο και είχαν: Να εξωθήσουν την οχλοκρατία στον τελικό της σκοπό που είχε χαράξει από πριν και είχε υποβάλει στον όχλο η εβραϊκή ηγεσία, δηλαδή στην όσο το δυνατόν ταχύτερη εξόντωσι τού Ιησού. Έτσι μετά το ερώτημα τού Πιλάτου, ακούονται οι φωνές: «Λέγουν όλοι σ’ αυτόν, «να σταυρωθή». «Οι δε πάλι εκραύγαζαν «σταύρωσε τον». «Αλλά αυτοί εξακολουθούσαν να φωνάζουν «σταύρωσε τον, σταύρωσέ τον». Με τις κραυγές αυτές αποκαλύπτεται ο σκοπός στον οποίο κατευθυνόταν η εβραϊκή ηγεσία, από τότε που κατέστρωσε το καταχθόνιο σχέδιο να εξόντωση τον Ιησού με τον πιο σκληρό και ατιμωτικό τρόπο θανατώσεως.
Στο άκουσμα αυτών των κραυγών ο Πιλάτος εξανίσταται. Ωστόσο αυτός είναι ουσιαστικά υπεύθυνος, διότι παρά την δικαστική του συνείδησι δέχθηκε από ασθενική βούλησι να υποχώρηση στην εβραϊκή πίεσι και να καταντήση έρμαιό της. Το εκκρεμές τού χαρακτήρα του, που διαπιστώσαμε πιο πάνω να αιωρήται ανάμεσα στην ευσυνειδησία και στην αβουλία, κινείται τώρα προς τον θετικό του πόλο: «Και αυτός για τρίτη φορά τους είπε: «Μα τι κακό έκανε τούτος»; (Λουκ. 23,22).
Μ’ αυτόν τον τρόπο φανέρωνε και πάλιν την πεποίθησί του ότι ο Ιησούς ήταν αθώος σε όσα τον κατηγόρησαν. Και αυτό «για τρίτη φορά», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ακριβολόγος Ιστορικός Λουκάς. Πραγματικά είχαν προηγηθή δύο ομολογίες του για την αθωότητα τού Ιησού: Μία, πριν στείλη τον Ιησού στον Ηρώδη, όταν ανακρίνοντας τον μέσα στο πραιτώριο «βγήκε προς τους Ιουδαίους και τους λέγει: «Εγώ δεν βρίσκω σ’ αυτόν καμμία ένοχη» (Ιωάν. 18.38). Δεύτερη μετά την επιστροφή από τον Ηρώδη, όταν επαναλαμβάνη, ανακεφαλαιώνοντας την όλη υπόθεσι, την πρώτη ομολογία του: «Να, εγώ, ανακρίνοντάς τον μπροστά σας, τίποτε δεν βρήκα σ’ αυτόν τον άνθρωπο από όσα τον κατηγορείτε» (Λουκ. 23,14). Πράγματι λοιπόν η νέα αυτή ομολογία τού Πιλάτου για την αθωότητα τού Ιησού, που εκτίθεται με ερώτημα, είναι η τρίτη ομολογία.
Για να μην ύπαρξη καμμία αμφιβολία για την βεβαιότητά του ως προς την πλήρη αθωότητα τού Ιησού από κάθε θανάσιμο αδίκημα, συμπληρώνει το ερώτημα επαναλαμβάνοντας την ομολογία του με την θετική κατηγορηματική διατύπωσι, που έδωσε κατά την ανακεφαλαίωσι της όλης υποθέσεως, λέγοντας και πάλι τώρα: «Καμμία αιτία θανάτου δεν βρήκα σ’ αυτόν» (Λουκ. 23,22). Και επαναλαμβάνει την πρότασι εκείνη την τόσο αντιφατική στους όρους και τόσο άστοχη, εναντίον της οποίας είχαν ήδη αποφανθή κατηγορηματικά οι Εβραίοι: «Αφού λοιπόν τον βασανίσω, ας τον απολύσω» (Λουκ. 23,22).
Αυτό αποτελούσε ίσως την πιο τελευταία προσπάθεια για σωτηρία τού Ιησού ή μάλλον την δική του από το αδιέξοδο. Η προσπάθεια όμως αυτή ήταν πια μάταιη, αφού οι Εβραίοι, λόγω της ασθενικής του θελήσεως και της άστοχης παρελκύσεως της υποθέσεως, είχαν ήδη υπερφαλαγγίσει και εξουθενώσει, τόσο το δικαστικό του κύρος όσο και το διοικητικό του γόητρο. Και τώρα τα υπερφαλαγγίζουν και τα εξουθενώνουν ακόμη περισσότερο με νέες κραυγές εντονώτερες: «Αυτοί δε περισσότερο έκραζαν και έλεγαν «να σταυρωθή» — «να τον σταυρώσης». Και «επέμεναν με δυνατές φωνές και ζητούσαν να σταυρωθή» (Λουκ. 23,23).
Φαίνεται ότι ενώ αυτοί φώναζαν δυνατά, ο Πιλάτος θα προσπαθούσε να ακουσθή, μένοντας σταθερός στην γραμμή του, αλλά οι κραυγές τού όχλου δεν τον άφηναν να ακουσθή. Έτσι εξηγείται η χαρακτηριστική πληροφορία τού Λουκά: «Και υπερίσχυαν οι φωνές τους» (Λουκ. 23,23). Με αυτά ο Λουκάς κλείνει το συλλαλητήριο κατά τού Ιησού εμπρός στον Πιλάτο.
Και αυτός λοιπόν τι έκανε; Αφού πια υπερφαλαγγίσθηκε από το πλήθος προβαίνει και πάλι σε δύο πράξεις, που προδίδουν την εσωτερική του διάσπασι και την αιώρησι ανάμεσα στην δίκαια κρίσι και στην αναποφασιστικότητα. Αλλά ας αφήσουμε να συνεχίσουν οι πηγές: «Όταν είδε ο Πιλάτος ότι όλα είναι ανώφελα, και μάλλον θόρυβος γίνεται, πήρε νερό και έπλυνε τα χέρια του απέναντι στον όχλο, λέγοντας· «είμαι αθώος από το αίμα τού δικαίου τούτου εσείς να έχετε το κρίμα» (Ματθ. 27,24).
Αυτή είναι μία πράξις στην οποία κατέφυγε κάτω από την πίεσι της δικαστικής του συνειδήσεως για την αθωότητα τού Ιησού, που και πάλι τον ομολογεί «δίκαιον» δηλαδή αθώο σε όλα. Αυτή όμως δεν είναι πια πράξις δικαστού ούτε διοικητού, αλλά απλώς άνθρωπου αδυνάμου, από τα χέρια τού οποίου αρπάζεται βίαια και άδικα το θύμα. Σαν δικαστής θα έπρεπε να είναι και προστάτης. Το θύμα όμως τώρα εγκαταλείπεται στην διάθεσι των φονιάδων του.
Ο ηγεμών είναι εξουθενωμένος, ανίκανος να επιβάλη την δικαιοσύνη και την δημόσια τάξι. Επίσης εμφανίζεται φοβισμένος απέναντι στο θόρυβο που μεγαλώνει. Έχει πια πεισθή ότι η προσπάθεια για απόλυσι τού Ιησού ναυάγησε οριστικά, και νομίζει ότι μπορεί ν’ απαλλάξη τον εαυτό του από την ευθύνη τού επικείμενου φόνου τού Ιησού με απλό νίψιμο των χεριών. (Το νίψιμο των χεριών συνηθιζόταν στους Έλληνες, στους Ρωμαίους και στους Εβραίους σε παρόμοιες περιπτώσεις αυτοαθωώσεως ή αυτοκαθαρμού από έγκλημα ή κάποια μιαρή πράξι). Έτσι νομίζει ότι επιρρίπτει στους Εβραίους ολόκληρη και πλήρη την ευθύνη για το αίμα τού αθώου, τον οποίον αυτοί πλέον θα φόνευαν. Ωστόσο όμως αυτός σαν δικαστής και σαν διοικητής είχε και την υποχρέωσι από την δικαστική του συνείδησι και την δύναμι από την διοικητική του εξουσία, να επιβάλη και την δικαιοσύνη και την τάξι προστατεύοντας το θύμα που αδικείτο.
Όταν ο Πιλάτος επιρρίπτη στους Εβραίους την ευθύνη για το αίμα τού αθώου Ιησού, αυτοί αδίστακτα την αναλαμβάνουν πάνω τους και πάνω στους απογόνους των. «Και αποκρίθηκε όλος ο λαός και είπε˙ «το αίμα του πάνω σε μας και πάνω στα παιδιά μας» (Ματθ. 27,25).
Έτσι ο εβραϊκός λαός, ο εκλεκτός λαός τού Θεού, που τόσο ευνοήθηκε και ευεργετήθηκε από τον Θεό, διακηρύσσει ο ίδιος εις βάρος τού εαυτού του την φοβερή απόφασι, χωρίς να έχη συνείδησι τι δύναμι και τι έκτασι έχει αυτή. Ήταν μία απόφασις, ασυνείδητα δίκαιη, η οποία σύμφωνα με τον νόμο της θεϊκής δικαιοσύνης που λειτουργεί αμείλικτα στους λαούς και στους ανθρώπους, επρόκειτο από τότε μέχρι σήμερα να πέση βαρειά πάνω στο Εβραϊκό έθνος. Αυτό το έθνος περιπλανάται από τότε χωρίς εστία ανάμεσα στα έθνη και στρέφεται τώρα τελευταία στην γη της επαγγελίας, που την έβρεξε το αίμα που χύθηκε στον Γολγοθά, βρίσκεται πάντοτε κάτω από το βάρος, το άγχος και τις συνέπειες αυτής της αυτοκατάρας του, μετακινούμενο συνέχεια από τόπο σε τόπο και χύνοντας το αίμα του, μέχρις ότου μετανοήση και επιστρέψη σ’ αυτόν που «εξεκέντησε».
Μετά από την ανεπιφύλακτη και κατηγορηματική αυτή αυτοκατάρα τού εβραϊκού όχλου, με την οποία πήρε πάνω του την ευθύνη που τού επέρριψε ο Πιλάτος, αποστομώθηκε πια και απογυμνώθηκε από κάθε επιβολή πάνω στον όχλο και έγινε άβουλο έρμαιό του. Η δικαστική του πια συνείδησις παραμερίσθηκε. Η διοικητική του εξουσία απέβη ανίσχυρη εμπρός στην λαϊκή μανία.
Δεν απέμεινε άλλη διέξοδος, παρά η ικανοποίησις τού όχλου με δύο άδικες πράξεις που ήταν: η απόλυσις τού ληστού φονιά Βαραββά και η παράδοσις για φόνο στον όχλο τού δικαίου και αθώου Ιησού. Με αυτές τις πράξεις ο Πιλάτος θέτει κατ’ ουσίαν ο ίδιος τέρμα στην δικαστική του αρμοδιότητα, στην διοικητική του εξουσία, ακόμη και σ’ αυτή την κρατική του ιδιότητα. Με τις πράξεις αυτές θέτει ο ίδιος στις τρεις αυτές ιδιότητες την σφραγίδα της χρεωκοπίας και εξουθενώσεως: «Και ο Πιλάτος τότε, θέλοντας να ικανοποιήση τον όχλο απεφάσισε να γίνη αυτό που ζητούσαν. Και άφησε ελεύθερο τον Βαραββά, που ήταν φυλακισμένος για στάσι και φόνο, όπως ζητούσαν, ενώ τον Ιησού τον πήρε ο Πιλάτος και τον μαστίγωσε» (Ματθ. 27, 26).
Προηγουμένως ο Πιλάτος είχε προτείνει ν’ απολύση τον Ιησού αφού τον μαστιγώση, για να ικανοποιηθή ο όχλος με την μαστίγωσι. Τώρα προσφέρει στον όχλο διπλή ικανοποίησι, την απελευθέρωσι δηλαδή τού Βαραββά και την άδικη μαστίγωσι τού Ιησού. Την ευθύνη τού Πιλάτου για τον αυτοεξευτελισμό του επιτείνει το γεγονός ότι αυτός μαστίγωσε τον Ιησού δια των οργάνων του που ήταν καθωρισμένα για τέτοιες μαστιγώσεις· αυτός που ύστερα από τόσες ανακρίσεις είχε πεισθή για την αθωότητα τού Ιησού και που κατ’ επανάληψι την ωμολόγησε.
Με την μαστίγωσι τού Ιησού κλείνεται επονείδιστα η δεύτερη φάσις της παραστάσεώς του εμπρός στον Πιλάτο, η οποία άρχισε με την προσπάθεια τού Πιλάτου να τον απολύση.
Πηγή: impantokratoros.gr