Χριστός & Πιλάτος – Α’ Η ΠΡΩΤΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ
Αφού ωδήγησαν oι Εβραίοι τον Ιησού στο πραιτώριο, όπου είχε την έδρα του ο Πιλάτος, «δεν μπήκαν σ’ αυτό για να μη μολυνθούν, αλλά για να φάνε το πάσχα» (Ιω. 18,28). Θα μολύνονταν γιατί θα έμπαιναν σε περιοχή όπου υπήρχαν ένζυμα.
Ήταν περίπου η 6η πρωινή ώρα της Παρασκευής, 14ης Νισάν. Από την 6η απογευματινή ώρα της Παρασκευής άρχιζε η 15η Νισάν, η πρώτη ημέρα της επταήμερης εορτής τού Πάσχα, που τότε συνέπιπτε με Σάββατο. Αυτή την ημέρα και επί επτά ημέρες δεν επιτρεπόταν στους Εβραίους να τρώνε, ακόμη και να βλέπουν ένζυμο άρτο: «Θα θυσιάσης το πάσχα στον Κύριο τον Θεόν σου… Δεν θα φας κατ’ αυτό ένζυμο. Επτά ημέρες θα τρως άζυμα… Δεν θα αντικρύσης ζύμη σ’ όλη την περιοχή σου επί επτά ημέρες» (Δευτερ. 16,2-3). Σε περίπτωσι κατά την οποία μολύνονταν μπαίνοντας σε περιοχή ένζυμων ή με άλλο τρόπο, δεν μπορούσαν να εορτάσουν το πάσχα παρά μετά από ένα μήνα, και κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις καθάρσεως.
Στο πραιτώριο μπήκε μόνο ο Ιησούς, όπως συμπεραίνεται καθαρά από το Ιωάν. 18,33. Πιθανώτατα θα τον παρέλαβαν οι στρατιώτες της φρουράς.
Ο ηγεμόνας πληροφορήθηκε τα καθέκαστα. Είχε λάβει πικράν πείραν από τον θρησκευτικό φανατισμό του όχλου. Γι’ αυτό, αφού έτσι το απαιτούσε η περίστασις, βγήκε εκείνος έξω προς αυτούς, για να μη θιγούν τα θρησκευτικά τους ήθη.
Ο Πιλάτος δεν μάθαινε πρώτη φορά για τον Ιησού εκείνη την στιγμή, διότι κατά την νυκτερινή σύλληψι του Ιησού από τους Εβραίους είχε λάβει ενεργό μέρος και οργανωμένο τμήμα στρατού, πράγμα που βέβαια ήταν σε γνώσι τού Πιλάτου και με την άδεια του, αφού ήταν προϊσταμένη αρχή κατοχής.
Αφού βγήκε από το πραιτώριο ο Πιλάτος και αφού είδε τον Ιησού που έφεραν εκεί, ερώτα τους Εβραίους: «Τι κατηγορία έχετε εναντίον αυτού του ανθρώπου»; (Ιω. 28,29).
Η ερώτησις ήταν επιβεβλημένη, διότι κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο, ο ηγεμόνας δεν μπορούσε να προχώρηση σε ανακριτική ενέργεια η διαδικασία εναντίον κάποιου προσώπου, αν oι κατήγοροι δεν απάγγελλαν εναντίον του συγκεκριμένη κατηγορία. Αλλά τέτοια κατηγορία δεν είχαν απαγγείλει oι Εβραίοι εναντίον τού Ιησού, όπως συμπεραίνεται και από την σχετική σιωπή των δύο πρώτων συνοπτικών1.
Το ερώτημα του Πιλάτου ήταν φυσικώτατο και δεν αναμενόταν να προκαλέση δυσφορία. Εν τούτοις ο τρόπος με τον οποίο απάντησαν οι Εβραίοι δείχνει ότι εθίγησαν. Η απάντησίς τους παρουσιάζει κάποιο φόβο για ενδεχόμενη υπεκφυγή του Πιλάτου και εκβιασμό ώστε να αποφύγη την υπόθεσι. Ακόμη η απάντησίς τους προδίδει ύπαρξι οξύτητας από πριν στις σχέσεις του με τους Εβραίους. Με αυτές τις πραγματικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις οι Εβραίοι «αποκρίθηκαν και είπαν σ’ αυτόν: Εάν αυτός δεν ήταν κακοποιός, δεν θα σου τον παραδίδαμε» (Ιωαν. 18,30).
Η ιταμή αυτή απάντησις δεν ικανοποίησε τον Πιλάτο, διότι «κακοποιός» σήμαινε γενική και αόριστη κατηγορία που δεν εξέφραζε συγκεκριμένο αδίκημα. Εύλογα από αυτό συμπεραίνει ο Πιλάτος, όπως καταφαίνεται και από την εν συνεχεία απάντησί του, ότι ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δικασθή από τους φυσικούς του δικαστές. Αυτοί, είναι προφανές, ότι κατά την επαφή τους με τον Πιλάτο απέκρυψαν από αυτόν, σκοπίμως βέβαια, την διαδικασία ενώπιον τού Μεγάλου Συνεδρίου και την ενοχοποίησί του για θάνατο, όπως το συμπεραίνουμε από την ίδια εν συνεχεία απάντησί τού Πιλάτου. Και τούτο το έκαναν διότι η δίκη διεξήχθη πάνω σε θρησκευτική κατηγορία, δηλαδή επρόκειτο για ενδοεβραϊκή διένεξι η οποία δεν ενδιέφερε τον Πιλάτο και η οποία θα ματαίωνε την συνέχισι της διαδικαστικής επαφής μαζί του.
Έτσι εξηγείται και η απάντησις τού Πιλάτου: «Είπε λοιπόν σ’ αυτούς ο Πιλάτος· να τον λάβετε εσείς και κατά τον νόμον σας να τον κρίνετε» (Ιωάν. 18,31) «αφού δηλαδή είναι «κακοποιός», γιατί τον ωδηγήσατε σε μένα; Δεν γνωρίζετε ότι εσείς έχετε δικαίωμα να ανακρίνετε και να δικάζετε τους ομοεθνείς σας, με βάσι τους δικούς σας νόμους; Λάβετε τον και δικάστε τον σύμφωνα με τον νόμο σας».
«Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν οι Ιουδαίοι˙ Σ’ εμάς δεν επιτρέπεται να φονεύσουμε κανένα» (Ιωάν. 18,31), έχοντας προφανώς επίγνωσι, ότι είχαν εξουσία μέχρι του να θανατώνουν, αλλά τώρα τους είχε αφαιρεθή αυτή από τους Ρωμαίους. Αυτήν την εξουσία, το δικαίωμα να θανατώνουν, η ρωμαϊκή αρχή το είχε επιφυλάξει αποκλειστικό δικαίωμα για τον εαυτό της με το «δίκαιο του ξίφους».
Με την απάντησί τους αυτή οι Εβραίοι προδίδονται, χωρίς να το λένε σαφώς, ότι έχουν σχηματισμένη γνώμη για τον Ιησού, πως υπέπεσε σε έγκλημα που συνεπάγεται θάνατο. Ωστόσο δεν απεκάλυπταν ότι το έγκλημα αυτό είναι θρησκευτικού χαρακτήρος και ότι τούτο εκδικάσθηκε από το Συνέδριό τους. Αντίθετα, όπως φανερώνεται από την ερώτησι τού Πιλάτου, στον μεθεπόμενο στίχο, προς τον Ιησούν, «συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;», οι Εβραίοι άφησαν την αόριστη κατηγορία ότι ο Ιησούς είναι «κακοποιός» γιατί κινδύνευσε να ματαιωθή η συνέχεια της επαφής τους με τον Πιλάτο και διεμήνυσαν στον Πιλάτο ή έβαλαν τον όχλο να φωνάζη ότι ο Ιησούς αντιποιείται βασιλικό αξίωμα, υποπίπτει δηλαδή σε συγκεκριμένο έγκλημα. Αυτό το έγκλημα εμπίπτει στα πλαίσια τού Ρωμαϊκού Δικαίου και τιμωρείται με την ανώτατη των θανατικών ποινών, δηλαδή με την σταύρωσι.
Τόσο η απόκρυψις από τον Πιλάτο τού θρησκευτικού αδικήματος και της δίκης στο Συνέδριο, όσο και η με απότομη στροφή επινόησις πολιτικού αδικήματος αποσκοπούσε σε τούτο: στην οπωσδήποτε εξόντωσι τού Ιησού με σταύρωσι δια της ρωμαϊκής αρχής. Τούτο αποδεικνύει και το σχόλιο που κάνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην απάντησί των Εβραίων. «σ’ εμάς δεν επιτρέπεται να θανατώνουμε κανένα»: «Για να εκπληρωθή ο λόγος τού Ιησού που είπε δείχνοντας με ποιο θάνατο επρόκειτο να πεθάνη» (Ιωάν. 18,32).
Προβάλλοντας ενώπιον τού Πιλάτου την πολιτική κατηγορία της αντιποιήσεως βασιλικού αξιώματος, οι Εβραίοι προέβαιναν, με τρόπο πονηρό και καταχθόνιο, και σε ευθυγράμμισι της πολιτικής αυτής κατηγορίας με την θρησκευτική κατηγορία που απαγγέλθηκε από το Συνέδριο για αντιποίησι από τον Ιησού μεσσιακής ιδιότητος με έννοια κοσμική, με έννοια δηλαδή μεσσία ως κοσμικού βασιλέως. Έτσι στην μεν νυκτερινή δίκη τού Συνεδρίου τους που την απέκρυψαν από τον Πιλάτο, απέκρουσαν την μεσσιακή ιδιότητα τού Ιησού, τώρα δε τον παρουσιάζουν ενώπιον τού Πιλάτου σαν ένοχο εγκλήματος προσβολής τού αυτοκράτορος, που στις επαρχίες συνήθως ετιμωρείτο με σταύρωσι.
Διαφαίνεται πλέον με ευκρίνεια η όλη πλεκτάνη, το όλο εβραϊκό σχέδιο και ο τελικός του σκοπός.
Σ’ αυτό το σημείο ακριβώς προβάλλει η πρώτη παρανομία τού Πιλάτου. Έπρεπε να διαμαρτυρηθή στους Εβραίους, διότι αυτοί συνέλαβαν τον Ιησούν για πολιτικό έγκλημα, ενώ αρμόδια για την σύλληψι πολιτικού εγκληματία ήταν τα όργανα της ρωμαϊκής εξουσίας, και μάλιστα αν έπαιρναν εντολή από τον Ηγεμόνα. Βέβαια συμμετείχαν και Ρωμαίοι στρατιώτες στην σύλληψι τού Ιησού, αλλά όχι στο όνομα της ρωμαϊκής εξουσίας ή κατόπιν εντολής της. Συμμετείχαν σαν βοηθητικοί παράγοντες τού Μ. Συνεδρίου, που για θρησκευτική κατηγορία έδωσε εντολή συλλήψεως. Οι στρατιώτες εκλήθησαν σ’ αυτό από το Μ. Συνέδριο.
Σύμφωνα με την μεικτή νομοθεσία που ίσχυε στην Παλαιστίνη, έπρεπε να τηρηθή κάποια τάξις προκειμένου για Εβραίο που κατηγορείτο για πολιτικό έγκλημα. Έπρεπε δηλαδή να τον καταγγείλουν οι Εβραίοι στην ρωμαϊκή αρχή. Έπειτα έπρεπε να εκδώση ο Πιλάτος ένταλμα συλλήψεως, εάν από πρόχειρη προανάκρισι επείθετο για το βάσιμο της καταγγελίας. Έπρεπε να εκτελεσθή το ένταλμα αυτό από τα στρατιωτικά όργανα τού Ρωμαίου ηγεμόνος μετά από τυπική άδεια τού προέδρου τού Μ. Συνεδρίου. Και έπειτα να προχωρήση ο Πιλάτος στην εκδίκασι της υποθέσεως τού κατηγορουμένου, Εβραίου στο γένος και Ρωμαίου στην υπηκοότητα.
Αλλά ας συνεχίσουμε την αφήγησι στην φυσική αλληλουχία των φάσεων της.
Οι Εβραίοι δεν περιορίσθηκαν στην προς τον Πιλάτο κατηγορία τού Ιησού, ότι θεωρούσε τον εαυτό του βασιλέα των Ιουδαίων, κατηγορία που συμπεραίνεται, όπως είπαμε, από την απάντησί τού Πιλάτου. Αλλά προχώρησαν. Προφανώς από φόβο μήπως ο Πιλάτος εκλάβη και αυτήν την Ιουδαϊκού περιεχομένου κατηγορία σαν ενδοϊουδαϊκή υπόθεσι, όπως και πραγματικά συνέβη. Όπως συμπεραίνεται από το χωρίο Ιωάν. 19,152 συνύφαναν και συνέκλωσαν μ’ αυτήν και άλλες δύο κατηγορίες. Αυτές αναφέρονταν σαφώς στην δημόσια τάξι και στο πρόσωπο τού Ρωμαίου αυτοκράτορος. Δηλαδή επρόκειτο για κατηγορίες σαφώς πολιτικού περιεχομένου που συνεπάγονταν θάνατο, ώστε ο Πιλάτος να αναγκασθή να λάβη θέσι καταδικαστική απέναντι στον Ιησού. Έτσι συναποτελέσθηκε τριπλή κατηγορία πολιτικού περιεχομένου. Γι’ αυτήν μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς, εξιστορώντας πως μόλις έφεραν τον Ιησού στον Πιλάτο «άρχισαν να τον κατηγορούν, λέγοντας: Τούτον τον βρήκαμε να διαστρέφη και να αναταράζη το έθνος μας και να εμποδίζη να δίνουμε φόρους στον Καίσαρα και να λέη ότι είναι Χριστός βασιλεύς» (Λουκ. 23,2).
Δηλαδή κατηγόρησαν τον Ιησού ότι α) φέρνει αναταραχή στο Ιουδαϊκό έθνος, διασαλεύοντας την δημόσια τάξι, β) εμποδίζει τον λαό να πληρώνη τους νόμιμους φόρους στον αυτοκράτορα της Ρώμης και γ) θεωρεί τον εαυτό του σαν κεχρισμένο βασιλέα μας, σφετερίζεται δηλαδή ιδιότητα, που ανήκει μόνο στον αυτοκράτορα, τον μόνο πραγματικό μας βασιλέα.
Την πρώτη κατηγορία κατά τού Ιησού, ότι παρακινεί τον λαό σε επανάστασι, επεξηγούν οι Εβραίοι πιο κάτω: «Ανασείει (=αναταράζει) τον λαό, διδάσκοντας σ’ όλη την Ιουδαία. Άρχισε από την Γαλιλαία και έφθασε έως εδώ» (Λουκ. 23,5). Δεν αποσαφηνίζουν το περιεχόμενο της διδασκαλίας του. Σιώπησαν τον τρόπο της διδασκαλίας του. Υπογραμμίζουν την αναταραχή τού λαού, για να προσδώσουν στο αδίκημα χαρακτήρα διασαλεύσεως της δημοσίας τάξεως. Και όπως εκφράζονται, συναρτώντας την κατηγορία αυτή με την επόμενη, αποσκοπούν προφανώς στο εξής: στο να δημιουργήσουν στον Πιλάτο την εντύπωσι ότι η διδασκαλία τού Ιησού ήταν πολιτικού περιεχομένου, δηλαδή επαναστατική κατά της κυριάρχου ρωμαϊκής αρχής. Το ήξεραν καλά ότι μία διδασκαλία θρησκευτικού περιεχομένου δεν θα ενδιέφερε τον Πιλάτο και δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους.
Η πρώτη αυτή κατηγορία ήταν κατά δύο τρόπους ψευδής: α) Διότι η διδασκαλία τού Ιησού δεν ήταν πολιτικού περιεχομένου και β) Διότι ο Ιησούς διδάσκοντας και θαυματουργώντας δεν «ανέσειε» τον λαό. Δεν απέβλεπε στο να εντυπωσιάση. Αντίθετα συνιστούσε αποφυγή θορύβου. Και ο ίδιος εξαφανιζόταν όταν αντιλαμβανόταν κοσμοσυρροή. Όπου ο λαός εκδηλωνόταν, εκδηλωνόταν ενθουσιωδώς υπέρ τού Ιησού και εντελώς αυθόρμητα.
Η δεύτερη κατηγορία ήταν επίσης ψευδής. Διότι τουναντίον ο Ιησούς συνιστούσε την πληρωμή των νομίμων φόρων στον Καίσαρα. Ακόμη είναι και κακοήθης η κατηγορία, διότι αυτή την σύστασι την είχε κάνει ο Ιησούς σ’ αυτούς τους κατηγόρους του. Επομένως ψεύδονταν ενσυνείδητα. Και την είχε κάνει την σύστασι αυτή έντονα σε αντίκρουσι παγιδευτικής απόπειράς των, για να του αποσπάσουν αντίθετη σύστασι. Συνεπώς διαστρέφουν τώρα την σχετική σύστασι τού Ιησού σε αρνητική, που ο Ιησούς με έμφασι είχε αποκρούσει. Αυτή η κακοήθεια αποτελεί επίτασι τού ψεύδους, εν γνώσει των βαρύτατων συνεπειών, που θα συνεπαγόταν τούτο όταν πιστευόταν.
Και η τρίτη κατηγορία ήταν όμοια ψευδής, διότι ο Ιησούς είχε αποκρούσει έντονα την απόδοσι σ’ αυτόν της ιδιότητος κοσμικού βασιλέως. Μιλούσε συνεχώς για βασιλεία τού Θεού ή για βασιλεία ουρανών και για τίποτε δεν λογάριαζε όλες τις βασιλείες της οικουμένης, με τις οποίες αντιδιέστελλε την δική του ουράνια θεϊκή βασιλεία. Και την νομιμοφροσύνη του απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική εξουσία την είχε επιδείξει και με άλλο τρόπο, αλλά και με την ολοπρόθυμη θεραπεία τού δούλου τού εκατοντάρχου. Εκατόνταρχος εσήμαινε Ρωμαίος αξιωματικός της αυτοκρατορίας που έφερε πάνω του τα εμβλήματα τού αυτοκράτορος.
Γι’ αυτούς τους λόγους ο Πιλάτος είχε, όπως φαίνεται, άριστη ιδέα για τον Ιησού. Διότι μόνο στην εισήγησι τού Πιλάτου πρέπει να αποδοθή η μετά την ανάστασιν τού Ιησού επιμονή τού αυτοκράτορος Τιβερίου να τιμήση τον Ιησού. Την εποχή εκείνη που αναμειγνύονταν οι θρησκείες και οι θεοί, ο Τιβέριος επέμεινε να συγκαταριθμηθή και ο Ιησούς μεταξύ των θεών, εάν η σχετική παράδοσις αληθεύη3.
Από τα τρία άρθρα της πολιτικής κατηγορίας των Εβραίων εναντίον τού Ιησού, ο Πιλάτος προσέχει στο τρίτο, δηλαδή στην δήθεν αντιποίησι βασιλικού αξιώματος. Η κατηγορία αυτή ήταν πραγματικά η πιο βαρειά, διότι συμπεριλάμβανε τις δύο άλλες. Εάν αυτή αποδεικνυόταν αληθινή, οι άλλες δεν χρειάζονταν καμμία απόδειξι, σαν φυσικές συνέπειές της.
Όφειλε ο Πιλάτος τώρα να προχωρήση αμέσως στην ουσία της κατηγορίας, ακριβώς διότι, κατά την αντίληψι τού Δικαίου που και τότε ίσχυε «majestatis crimen omnium accusatorum complementum erat»4.
«Εισήλθε λοιπόν πάλι στο πραιτώριο ο Πιλάτος και φώναξε τον Ιησού και τού είπε, «συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων»; (Ματθ. 27,11).
Από την στιγμή αυτή κυρίως αρχίζει η ανάκρισις, προχωρεί δηλαδή ο Πιλάτος στην ουσιαστική εξέτασι της κατηγορίας για να εξακρίβωση το βάσιμο ή αβάσιμό της και για να σχηματίση δικαστική γνώμη. Η αντιποίησις βασιλικού αξιώματος ήταν έγκλημα θανάσιμο. Γι’ αυτό η ερώτησις τούτη τού Πιλάτου, έστω κι αν σκεφθούμε ότι ενέχει ειρωνεία ή αμφιβολία, είναι εν τούτοις βασική ερώτησις για να διαπιστωθή ή όχι το θανάσιμο έγκλημα που καταγγέλλεται.
«Αποκρίθηκε σ’ αυτόν ο Ιησούς· «από μόνος σου συ το λες αυτό ή άλλοι σου το είπαν για μένα;» (Ιωάν. 18,34).
Ο Ιησούς δεν απαντά στο ερώτημα τού Πιλάτου, αλλά τού απευθύνει άλλο ερώτημα. Αυτό το κάνει, όχι γιατί δεν γνωρίζει τους κατηγόρους, αλλά γιατί ήθελε να ξεσκεπάση την πονηρή γνώμη των Ιουδαίων, όπως παρατηρεί εύστοχα ο Ιερός Χρυσόστομος· για να αποσπάση δηλαδή από το στόμα τού Πιλάτου την ομολογία ότι οι Εβραίοι τον κατηγορούν για έγκλημα, για το οποίο ο ίδιος σαν υπεύθυνη εξουσία, σαν εκπρόσωπος τού Αυτοκράτορος, δεν είχε κανένα στοιχείο.
Με την ερώτησι δηλαδή αυτή ο Ιησούς απέδιδε στον Πιλάτο την μομφή: «Πού, σε ποια δικά σου αυθεντικά στοιχεία στηρίζεσαι και μου απευθύνεις τέτοια ερώτησι, αφού τέτοια δεν υπάρχουν και εν τοιαύτη περιπτώσει, επιτρέπεται να δίνης πίστι σε όσα ανεύθυνα και αναπόδεικτα σου καταγγέλλουν οι Εβραίοι, των οποίων άλλωστε γνωρίζεις τις διαθέσεις απέναντί σου»;
Γι’ αυτό και η μομφή αυτή έθιξε τον Πιλάτο και σε ύφος ζωηρό, «αποκρίθηκε ο Πιλάτος· «μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος; Το δικό σοι έθνος και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν σ’ εμένα. Τι έχεις κάνει»; (Ιωάν 18,35). «Τι με ρωτάς; Μήπως εγώ είμαι Εβραίος, για να γνωρίζω τι έχετε μεταξύ σας; Οι ομοεθνείς σου και οι άρχοντες σου σε παρέδωκαν σε μένα; τι έκανες»;
Η απάντησις τού Πιλάτου ήταν φυσική. Προδίδει όμως την δυσφορία του, διότι έχει πάλι δοσοληψίες με τους Εβραίους, που τού ήταν τόσο αντιπαθείς. Η απάντησίς του και μάλιστα η ερώτησις προς τον Ιησού, «τι έκανες;» προδίδει ότι ο Πιλάτος από την προηγούμενη ερώτησι τού Ιησού, αντιλήφθηκε ότι ήταν ανυπόστατη η κατηγορία, και ζήτησε να μάθη από τον Ιησού τι έκανε, ώστε ν’ αποδώσουν σ’ αυτόν οι ομοεθνείς του τέτοια κατηγορία.
Επί πλέον η απάντησις τού Πιλάτου δείχνει και τα εξής: α) Ποτέ μέχρι εκείνη την στιγμή δεν έλαβε αφορμή η ρωμαϊκή αρχή να ασχοληθή με τον Ιησού ή να υποπτεύση ότι είναι επικίνδυνος στο κυρίαρχο κράτος. Για πρώτη φορά τώρα προσάγεται σε δίκη ο Ιησούς από τους ομοεθνείς του για τέτοια κατηγορία. Εν τω μεταξύ εγνώριζε ο Πιλάτος ότι οι Εβραίοι κάθε άλλο παρά νοιάζονταν για το ρωμαϊκό κράτος, ώστε να αναστατώνωνται δήθεν διότι θίγεται τούτο από τον Ιησού.
β) Ο Πιλάτος είναι αηδιασμένος από τους Εβραίους και με δυσφορία αντιμετωπίζει κατ’ ανάγκη την νέα αυτή ενόχλησί τους. Και
γ) Το περιεχόμενο της πολιτικής κατηγορίας το διατύπωσαν οι Εβραίοι και όχι η ρωμαϊκή αρχή.
Ο Ιησούς αντί να απαντήση αν είναι «βασιλεύς των Ιουδαίων» ή όχι, αρχίζει να επεξηγή στον Πιλάτο ποίου είδους είναι η βασιλεία του. «Η βασιλεία μου — λέει — δεν είναι επίγεια. Αν ήταν επίγεια, οι άνθρωποί μου θα κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια να μη παραδοθώ στους Εβραίους. Η βασιλεία όμως η δική μου δεν είναι από εδώ» (Ιωάν. 18, 36).
Ακούοντας αυτά τα λόγια ο Πιλάτος παραξενεύεται, γιατί ωστόσο ο Ιησούς κάνει λόγο για βασιλεία του. Προϋποθέτει λοιπόν τον εαυτόν του σαν βασιλέα. Έτσι έρχεται φυσική η ερώτησις τού Πιλάτου που ακολουθεί. Ζητεί ο Πιλάτος σαφή απάντησί από τον Ιησού, αν είναι βασιλεύς ή όχι. «Είπε λοιπόν σ’ αυτόν ο Πιλάτος˙ Είσαι λοιπόν βασιλεύς»; (Ιωάν. 18,37).
Είναι χαρακτηριστική η διαφορά αυτής της ερωτήσεως τού Πιλάτου από αντίστοιχη προηγουμένη. Πιο πάνω ο Πιλάτος ερώτησε τον Ιησού: «Συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων»; Τώρα όμως ερωτά: «Είσαι λοιπόν βασιλεύς»; χωρίς τον προσδιορισμό «των Ιουδαίων». Από αυτό φαίνεται καλά ότι τον παραξένεψε κάπως η φράσις που χρησιμοποίησε δύο φορές απαντώντας ο Ιησούς, «η βασιλεία η δική μου». Μ’ αυτήν την φράσι ο ίδιος πια ο Ιησούς, όχι οι κατήγοροί του απέδιδε στον εαυτό του βασιλική Ιδιότητα.
Ο Ιησούς που αντιλήφθηκε από αυτή την ερώτησι ότι ο Πιλάτος παρά την διευκρίνησι που έγινε, δεν κατανόησε ακόμη την διαφορά ανάμεσα σε ουράνια και επίγεια βασιλεία, αλλά ακόμη τον ερωτούσε αν είναι βασιλεύς με κοσμική έννοια, απαντά: «Συ το είπες ότι εγώ είμαι βασιλεύς. Εγώ γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο για να μαρτυρήσω την αλήθεια. Όποιος είναι από την αλήθεια, ακούει την φωνή μου» (Ιωάν. 18,37).
Δηλαδή: Όχι. Δεν είμαι. Συ λες ότι είμαι βασιλεύς. Εγώ το αρνούμαι. Και ποτέ δεν ισχυρίσθηκα ότι είμαι βασιλεύς, τέτοιος βασιλεύς κοσμικός και επίγειος, όπως εσύ τον εννοείς. Εγώ αντίθετα, μία αποστολή έχω σ’ αυτήν την γη, και γι’ αυτήν ήρθα: Να κηρύξω την αλήθεια. Όσοι φλογίζονται από την επιθυμία να μη βρίσκωνται στην πλάνη, αυτοί με ακολουθούν, με ακούνε και δέχονται την διδασκαλία μου. Δεν είμαι λοιπόν βασιλεύς επίγειος, «δεν είμαι τέτοιος που εσύ υποπτεύεσαι» (Ιω. Χρυσόστομος), αλλά κήρυκας και διδάσκαλος της αλήθειας και πνευματικός ηγέτης όσων ποθούν και δέχονται διδασκαλία απαλλαγμένη από σφάλματα και ψέματα, όπως ακριβώς είναι η αληθινή θεογνωσία που εγώ διδάσκω.
Ο αραμαϊκός ιδιωματισμός «συ λέγεις» ή «συ είπας» έχει αρνητική σημασία. Υπογραμμίζει με έμφασι την προσωπική αντωνυμία «εσύ» σε αντίθεσι με την γνώμη τού ομιλούντος «εγώ». Γι’ αυτό ωμιλήσαμε πιο πάνω, στην αντίστοιχη απάντησι τού Ιησού στον αρχιερέα τού Μ. Συνεδρίου. Οι ερμηνείες που δόθηκαν από τον Wettstein (1751) και μετά, ότι η έκφρασις επιβεβαιώνει το ερώτημα, δεν ευσταθούν. Αυτό φαίνεται ακόμη και από τα συμφραζόμενα. Αν ο Ιησούς βεβαίωνε ότι είναι βασιλεύς, με την έννοια που τον ερώτησε ο Πιλάτος, τότε δεν θάλεγε αμέσως προς τους Ιουδαίους: «Εγώ δεν βρίσκω σ’ αυτόν καμμία βάσι για κατηγορία» (Ιωάν. 18,38). Δεν θα σχημάτιζε δηλαδή δικαστική συνείδησι για την απόλυτη αθωότητα τού Ιησού, συνείδησι που την κράτησε σ’ όλη την υπόλοιπη διαδικασία.
Κατά το ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο η αρχή επιβάλλει την ποινή συγχρόνως με την ομολογία τού κατηγορουμένου, με την οποία επιβεβαιώνεται η διάπραξις τού αδικήματος. Δηλαδή η ομολογία τού κατηγορουμένου είχε την πρώτη θέσι στα αποδεικτικά μέσα και καθιστούσε περιττές τις άλλες αποδείξεις.
Την αρνητική έννοια τού αραμαϊσμού διευκρινίζει όχι μόνο η αντίστοιχη έκφρασις στο χωρίο Λουκ. 22,71, αλλά και η αντίθεσις των εκφράσεων στο χωρίο Ματθ. 26,64, «συ είπας — πλην λέγω…» και η δήλωσις τού Πιλάτου προς τους Εβραίους στο χωρίο Μάρκ. 15,12, ότι αυτοί ονομάζουν τον Ιησού βασιλέα των Ιουδαίων— «τον οποίον εσείς λέγετε βασιλέα των Ιουδαίων».
«Λέγει σ’ αυτόν ο Πιλάτος· τι είναι αλήθεια»; Και η ερώτησις αυτή μαρτυρεί ότι ήταν αρνητική η απάντησις τού Ιησού στο ερώτημα, αν ήταν βασιλεύς, διότι η απάντησις αυτή καθησυχάζει απόλυτα τον Πιλάτο και παύει πια ν’ ασχολήται με την υποτιθεμένη βασιλική ιδιότητα τού Ιησού. Αντίθετα βλέποντας αυτός ότι έχει απέναντί του έναν διδάσκαλο που ισχυρίζεται ότι ήρθε να κηρύξη την αλήθεια, τον ερωτά, «τι είναι αλήθεια»; Η ερώτησις αυτή φανερώνει την εντύπωσι τού Πιλάτου, ότι ο Ιησούς ήταν ιδεολόγος που ερευνούσε άλλους κόσμους υψηλότερους. Η ερώτησις διακρίνεται περισσότερο για σκεπτικισμό παρά για επιθυμία γνώσεως, αφού αυτός που ρώτησε δεν περιμένει καν απάντησι, αλλά βγαίνει για να δώση τέλος στην υπόθεσι.
«Και αφού είπε αυτό βγήκε πάλι προς τους Ιουδαίους και τους λέγει· εγώ δεν βρίσκω σ’ αυτόν καμμία ενοχή» (Ιωάν. 18,38). Η δήλωσις αυτή τού Πιλάτου εκφράζει την δικαστική του συνείδησι. Είναι το πόρισμα της πρώτης ανακρίσεως τού Ιησού από τον Πιλάτο, αφ’ ότου πείσθηκε απόλυτα για την αθωότητά του και το αβάσιμο των Ιουδαϊκών κατηγοριών κατά τού Ιησού απέναντι στην ρωμαϊκή εξουσία. Από την έκφρασι «σ’ αυτόν» δηλαδή στον Ιησού, συμπεραίνεται καθαρά ότι ο Πιλάτος βγαίνοντας από το εσωτερικό διαμέρισμα του πραιτωρίου, όπου είχε μπει για να ανακρίνη τον Ιησού, έβγαλε μαζί του έξω και τον Ιησού που τον έδειξε στο πλήθος των Εβραίων που ήταν έξω από το πραιτώριο.
Ακούοντας οι Εβραίοι αθώωσι και αντικρύζοντας τον Ιησού, δημιουργούν αληθινό πανδαιμόνιο. Εκτοξεύουν κατά τού Ιησού σωρεία από κατηγορίες, ενώ εκείνος σιωπά. «Και κατηγορούσαν αυτόν οι αρχιερείς με πολλές κατηγορίες» (Μαρκ. 15,3). «Και ενώ κατηγορείτο αυτός από τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους δεν έδινε καμμία απόκρισι» (Ματθ. 27,12).
Ο Πιλάτος περιέρχεται σε δύσκολη θέσι. Και η ηρεμία τού Ιησού που σιωπά, ερχόμενη σε αντίθεσι με εκείνη την οχλοβοή, τον ενοχλεί. Απ’ αυτό εξηγείται ότι «πάλι τον ερωτούσε ο Πιλάτος λέγοντας, «δεν δίνεις καμμία απόκρισι; δες πόσο πολύ σε κατηγορούν» (Μάρκ. 15,4), «δεν ακούς πόσο πολύ σε κατηγορούν» (Ματθ. 27,13). Έπρεπε φυσικά μετά την απαγγελία της κατηγορίας από τους κατηγόρους ν’ ακολουθήση η υπεράσπισις τού κατηγορουμένου. Και επειδή απουσιάζουν μάρτυρες υπερασπίσεως, προτρέπεται ο Ιησούς από τον Πιλάτο και προκαλείται έντονα να υπερασπίση τον εαυτό του. Ο Ιησούς όμως παραιτείται από το να υπερασπίση τον εαυτό του και σιωπά. «Ο δε Ιησούς δεν έδωσε πια καμμία απόκρισι, ώστε να θαυμάζη ο ηγεμών υπερβολικά» (Ματθ. 27,14).
Οι Εβραίοι εν τω μεταξύ προσπαθούν με κραυγές να στηρίξουν την πολιτική κατηγορία. Σε αντίθεσι προς την απαλλακτική κρίσι τού Πιλάτου, ισχυρίζονται ότι ο Ιησούς είναι ένοχος. Συγκεκριμένα «επέμεναν και έλεγαν ότι αναταράσσει τον λαό και διδάσκει σ’ όλη την Ιουδαία· αφού άρχισε από την Γαλιλαία ήρθε ως εδώ» (Λουκ. 23,5).
Στο άκουσμα της Γαλιλαίος, ο Πιλάτος βρίσκει διέξοδο από την δύσκολη εκείνη θέσι στην οποία είχε περιέλθει. Αφού δηλαδή διεπίστωσε ότι ο Ιησούς είναι Γαλιλαίος και ότι το αδίκημα που καταγγελλόταν είχε αρχίσει να διαπράττεται εκεί, τον στέλλουν αμέσως στον τετράρχη της Γαλιλαίας Ηρώδη τον Αντύπα με συνοδεία στρατιωτών, ενώ ακολουθούσαν και οι κατήγοροι με τον όχλο. Τον στέλλει στο μικρό ανάκτορο δίπλα στο πραιτώριο, όπου διέμενε ο Ηρώδης5, αφού ήρθε από την Γαλιλαία τις ημέρες εκείνες χάριν των εορτών. «Αφού δε άκουσε ο Πιλάτος Γαλιλαία, ρώτησε αν ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος. Και αφού έμαθε ότι ανήκει στην εξουσία του Ηρώδη, τον έστειλε στον Ηρώδη, που βρισκόταν και αυτός στα Ιεροσόλυμα αυτές τις ημέρες» (Λουκ. 23, 6-7).
Η πράξις αυτή τού Πιλάτου επιβαλλόταν από τις διατάξεις τού ρωμαϊκού δικαίου περί ειδικής δικαστικής υποχρεώσεως των κατεχομένων λαών. Σύμφωνα μ’ αυτές τις διατάξεις το αδίκημα έπρεπε να δικάζεται από τις τοπικές αρχές της περιοχής, όπου διαπράχθηκε ή όπου κατοικούσε ή από όπου καταγόταν ο κατηγορούμενος. Στην προκειμένη περίπτωσι ο Ιησούς, αν και γεννήθηκε στην Βηθλεέμ, εθεωρείτο ότι καταγόταν από την περιοχή των υποτιθεμένων γονέων του, δηλαδή την Ναζαρέτ, από την οποία και ωνομαζόταν Ναζαρηνός ή Ναζωραίος ή Γαλιλαίος. Και κατηγορείτο ότι άρχισε την επαναστατική του δράσι από την Γαλιλαία. Επομένως το αδίκημα έπρεπε δικονομικά να δικασθή από την τοπική αρχή τού τόπου όπου διαπράχθηκε, αφού ο τόπος ήταν συγχρόνως ο τόπος προελεύσεως τού κατηγορουμένου. Εάν δε διαπιστωνόταν ότι πρόκειται για θανάσιμο έγκλημα, έπρεπε να τεθή κάτω από την ουσιαστική κρίσι της ρωμαϊκής αρχής.
Αν ο Πιλάτος απεφάσισε να στείλη τον Ιησού στον Ηρώδη από υπαγόρευσι της δικαστικής του συνειδήσεως για αρμοδιότητα λόγω κατοικίας τού κατηγορουμένου ή αν το έκανε απλώς για να αποφύγη το αδιέξοδο στο οποίο τον είχαν περιαγάγει οι Εβραίοι, δεν μπορούμε με βεβαιότητα να το πούμε. Πάντως είναι γεγονός ότι η ενέργειά του αυτή είναι ντυμένη με νομιμοφάνεια, αφού επέτρεψε στούς Εβραίους να εκτοξεύσουν νέες κατηγορίες κατά τού Ιησού. Θα μπορούσε βέβαια να την κλείση την υπόθεσι, μόλις πείσθηκε από την ανάκρισι τού Ιησού ότι είναι εντελώς αναίτιος των κατηγοριών που τού προσήψαν κατά την προσαγωγή του σ’ αυτόν.
Αν έκλεινε τότε την υπόθεσι και αν έπαιρνε διοικητικά μέτρα για να καταστείλη τους εκβιασμούς τού εβραϊκού στοιχείου, θα βρισκόταν οπωσδήποτε κατά πάντα εν τάξει και προς την δικονομία και προς αυτή την έννοια της δικαιοσύνης. Τώρα όμως μετά την αθωωτική ετυμηγορία υπαναχώρησε στούς εβραϊκούς εκβιασμούς, ταλαιπωρούσε έναν αθώο κατηγορούμενο δείχνοντας κάμψι, που πρόδιδε ότι είχε αναποφασιστικότητα και διοικητική αδυναμία. Ακριβώς δε αυτά τα δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της αντινομίας που εμφανίζει ο Πιλάτος στην προκειμένη υπόθεσι: Από το ένα μέρος ορθή κρίσις και από το άλλο μέρος αναποφασιστικότητα. Από το ένα μέρος πεποίθησις στην αθωότητα τού κατηγορουμένου και άφ’ ετέρου παράδοσίς του για θανάτωσι, σαν να ήταν ένοχος. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο αντίθετα άκρα κινείται το εκκρεμές της αβουλίας του, και σ’ αυτήν την κίνησι οφείλεται η ανάπεμψις τού Ιησού στον Ηρώδη, μετά την πεποίθησι που σχημάτισε και μετά την ομολογία για την αθωότητά του.
Στο σημείο αυτό τερματίζεται η πρώτη φάσις της λεγομένης «δίκης» τού Ιησού ενώπιον του Πιλάτου, ο οποίος ήδη σχημάτισε γνώμη για την αναιτιότητα η αθωότητα τού Ιησού.
Πηγή: impantokratoros.gr