Χριστός
Ορθοδοξία

Χριστός & Ηρώδης

Χριστός & Ηρώδης Β’. Ο ΙΗΣΟΥΣ ΣΤΕΛΛΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΗΡΩΔΗ

Ανάμεσα στην πρώτη αυτή και στην δεύτερη φάσι της λεγομένης «δίκης» τού Ιησού ενώπιον τού Πιλάτου παρεμβάλλεται η ανάπεμψίς του προς τον Ηρώδη με την συνοδεία των κατηγόρων του.

Ο Ηρώδης αυτός ήταν ο Αντύπας, γυιός τού Ηρώδου τού Μεγάλου, τετράρχης της Γαλιλαίος και της Περσίας (4 π.Χ. – 39 μ.Χ.). Σύ­ζυγό του είχε λάβει την θυγατέρα τού βασιλέως Αρέτα Δ’, την οποία ό­μως εκδίωξε γιατί ερωτεύθηκε την νύφη του Ηρωδιάδα, την σύζυγο του ομομήτριου αδελφού του Φιλίππου. Οι επιτιμήσεις τού Ιωάννου του Προδρόμου για την ανήθικη αυτή πράξι τού κόστισαν το κεφάλι, το οποίο αξίωσε να λάβη η θυγατέρα τού Φιλίππου και της Ηρωδιάδος Σαλώμη, με την εισήγησι της μητέρας της που εμαίνετο για τον έλεγχο του Ιωάννου.

Ολίγο μετά την εγκληματική αποκεφάλισι τού Προδρόμου, τάρα­ξε τον Ηρώδη η φήμη για την δράσι τού Ιησού «εν δυνάμει πολλή». Η εφιαλτική ψύχωσις που τον κατέτρυχε για το έγκλημα τού παρουσίαζε τον Ιησού σαν τον Πρόδρομο που αναστήθηκε εκ νεκρών. Για τον Ιησού θα είχε ασφαλώς πληροφορήσει τον Ηρώδη και η «Ιωάννα, γυ­ναίκα τού Χουζά, τού επιτρόπου τού Ηρώδου», μία από τις γυναίκες που θεραπεύθηκαν από τον Ιησού (Λουκ. 8,3). Την φοβισμένη εφιαλ­τική ψύχωσι τού Ηρώδη από την φήμη για τον Ιησού την φανερώνουν τα λόγια του: «Τον Ιωάννη εγώ τον αποκεφάλισα. Ποιος όμως είναι αυτός για τον οποίο ακούω τέτοια πράγματα»; (Λουκ. 9,9), «ο Ιωάννης που εγώ αποκεφάλισα αυτός αναστήθηκε» (Μάρκ. 6,16), «και ζητούσε να τον ιδή» (Λουκ. 9,9). Κατεχόταν από άγχος και από διάθεσι να εξοντώση τον Ιησού, ο οποίος και το εγνώριζε και χαρακτήρισε σαν «αλε­πού» τον Ηρώδη, στον οποίο παρήγγειλε ότι άφοβα συνεχίζει την δυ­ναμική του δράσι (Λουκ. 13,32 εξ.).

Από αυτά εξηγείται ότι «ο Ηρώδης σαν είδε τον Ιησού χάρηκε πολύ, διότι ήθελε από πολύ καιρό να τον ιδή, διότι άκουσε πολλά γι’ αυ­τόν. Και έλπιζε μήπως ιδή να κάνη κάποιο θαύμα» (Λουκ. 23,8). Από αυτά είναι προφανές ότι πρωτοαντικρύζοντας ο Ηρώδης τον Ιησού, ουδέ καν ενδιαφέρθηκε να μάθη τον λόγο για τον οποίο τον έφεραν μπροστά του με την συνοδεία τόσων Εβραίων αξιωματούχων και όχλου. Εδοκίμασε αντίθετα ζωηρή ικανοποίησι, διότι επί τέλους έβλεπε τον ακουστό Ιησού και θα μπορούσε να ιδή απ’ αυτόν και κάποιο θαύ­μα. Γι’ αυτό, πριν προλάβουν οι συνοδοί ν’ ανοίξουν το στόμα, «τού έ­κανε πολλές ερωτήσεις, αλλά αυτός δεν έδινε καμμία απόκρισι» (Λουκ. 23,9).

Ούτε απάντησι λοιπόν έδινε ο Ιησούς στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις τού Ηρώδη, προφανώς για την προέλευσί του και την δράσι του ούτε έδειξε κάποιο θαυματουργικό σημείο της δυνάμεώς του για να ικανοποιήση την περιέργεια τού Ηρώδη, ο οποίος είναι φυσικό να έγι­νε έξω φρενών. Η σιωπή τού Ιησού γιγάντωνε το άγχος του, ανακι­νούσε τους εφιάλτες του και αφύπνιζε το φονικό του μίσος. Από την δυσμενή αυτή για τον Ιησού σκηνή έσπευσαν να επωφεληθούν οι συνοδοί τού Ιησού. «Στέκονταν oι αρχιερείς και οι γραμματείς και τον κατηγορούσαν έντονα» (Λουκ. 23,10). Εκβίαζαν έτσι τον Ηρώδη να σταματήση τις ερωτήσεις του, οι οποίες και έμεναν αναπάντητες και να προχωρήση στην ουσία των κατηγοριών, οι οποίες προφανώς θα ήταν αναμασήσεις των κατηγοριών εμπρός στο Μέγα Συνέδριο και στον Πι­λάτο, με υπογραμμισμένη την κατηγορία ότι αναταράζει τον λαό, αφού γι’ αυτήν είχε γίνει η παραπομπή τού Ιησού στον Ηρώδη (Λουκ. 23, 6-7).

Ο Ηρώδης όμως δεν είχε πλέον ούτε διάθεσι ούτε ψυχραιμία να ανακρίνη και να δικάση. Έξαλλος εξετράπη με τους στρατιώτες της φρουράς του σε εξευτελιστικές πράξεις για να εξουθενώση τον Ιησού. Αυτό ήταν και υποσυνείδητη αντίδρασις τού αγχώδους πλέγματος συν­αισθημάτων φόβου και μίσους που είχε μέσα του κατά τού δυναμικού Ιησού και κατά τού εφιαλτικού φαντάσματος τού Προδρόμου. «Αφού δε τον εξουθένωσε ο Ηρώδης μαζί με τον στρατό του και αφού τον ενέπαιξε, φορώντας του μανδύα λαμπρό τον έστειλε πίσω στον Πιλά­το» (Λουκ. 23, 11).

Από την πληροφορία για «λαμπρό μανδύα» συμπεραίνουμε ότι ο μέχρι εξουθενώσεως εμπαιγμός συνίστατο στην απομίμησι της βασιλι­κής αμφιέσεως. Αυτό έγινε προφανώς από την επανάληψι εμπρός στον Ηρώδη της κατηγορίας ότι ο Ιησούς αντιποιείται βασιλικό αξίωμα. Εκτός από αυτόν τον εμπαιγμό, με τον οποίο ο Ηρώδης εξουδετέρωσε το άγχος που από πολύ καιρό τον συνείχε για τον Ιησού, ούτε ανάκρισι έκανε ούτε απόφασι εξέδωκε, αλλά απλώς, φαίνεται, διεμήνυσε στον Πιλάτο ότι δεν πρόκειται για σοβαρή υπόθεσι, πολύ δε περισσότερο για θανάσιμο έγκλημα.

Συνεπώς η παραπομπή τού Ιησού στον Ηρώδη για ανάκρισι από τον Πιλάτο, πράξις δικονομική, άσχετα αν προέβη σ’ αυτήν από καθή­κον, από νομική ή δικαστική συνείδησι ή από πρόσχημα, κατέληξε σε χλευασμό τού κατηγορουμένου, πράγμα αντίθετο προς τους κανονι­σμούς της δικονομίας. «Έγιναν δε φίλοι ο Πιλάτος και ο Ηρώδης αυτή την ημέρα, γιατί προηγουμένως είχαν έχθρα μεταξύ τους» (Λουκ. 23,12).

Από αυτά μπορεί να φανή και τούτο, ότι η δικονομική νομιμοφά­νεια της ενέργειας τού Πιλάτου δεν ήταν απαλλαγμένη από διπλωματι­κότητα. Ακούοντας για Γαλιλαία, της οποίας ο Τετράρχης βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα χάριν της εορτής τού Πάσχα που πλησίαζε, άρπασε την ευκαιρία, για να προβή σε ενέργεια που θα κολάκευε τον Ηρώδη και θα υποβοηθούσε στην αποκατάστασι των σχέσεων μαζί του. Οι σχέσεις αυτές είχαν διακοπή εχθρικά, αφ’ ότου ο Ηρώδης, εξωργισμένος ήδη εναντίον τού Πιλάτου για την σφαγή των Γαλιλαίων, την ώρα που σαν προσκυνητές θυσίαζαν στον ναό των Ιεροσολύμων, είχε δεχθή να μεταβιβάση στον αυτοκράτορα της Ρώμης Τιβέριο, με τον οποίο συνδεόταν φιλικώτατα6, διαμαρτυρία των Εβραίων. Η διαμαρτυρία συνίστατο στο ότι ο Πιλάτος κατ’ επανάληψι προσέβαλλε το θρησκευ­τικό τους αίσθημα κατά τις ταραχές μετά από εκείνη την σφαγή. Ήδη με τις ενέργειες τού Πιλάτου οι σχέσεις με τον Ηρώδη αποκαταστάθη­καν.

 

Πηγή: impantokratoros.gr