*Ὁ Τιμόθεος Οὐίλσον εἶχε τήν παρακάτω συνέντευξη μέ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη τοῦ Σουρόζ κ. Ἀντώνιο Μπλούμ.
Τ.Ο.: Πότε γίνατε Χριστιανός; Ὑπῆρξε στή ζωή σας καμιά συγκεκριμένη στιγμή μεταστροφῆς;
Α.Μπλούμ: Αὐτό ἔγινε σέ διάφορα στάδια. Μέχρι τά μέσα τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας ἤμουνα ἕνας ἄπιστος καί ἐπιθετικά ἀντιεκκλησιαστικός. Δέν γνώριζα τό Θεό, δέν νοιαζόμουνα γι’ Αὐτόν καί μισοῦσα καθετί σχετικό μέ τήν ἰδέα τοῦ Θεοῦ.
Τ.Ο.: Καί ὅλα αὐτά, παρά τά «πιστεύω» τοῦ πατέρα σας;
Α.Μπλούμ: Ναί, γιατί μέχρι τά δεκαπέντε μου χρόνια ἡ ζωή μας ἦταν πολύ δύσκολη. Δέν ζούσαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Ἐγώ ἤμουνα ἐσωτερικός σέ ἕνα σχολεῖο πού ἦταν πολύ αὐστηρό, βίαιο θά ἔλεγα. Ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογένειάς μου ζοῦσαν σέ διαφορετικά σημεῖα τοῦ Παρισιοῦ. Μόνο ὅταν ἔγινα περίπου δεκατεσσάρων χρόνων συγκεντρωθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη καί αὐτό ἦταν μία πραγματική εὐτυχία, μία εὐλογία. Ἦταν κάπως ἀσυνήθιστο νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι, σέ κάποιο σπίτι μιᾶς συνοικίας τοῦ Παρισιοῦ, μποροῦσε νά βρεῖ μία τέλεια εὐτυχία, καί ὅμως αὐτό συνέβαινε. Τότε γιά πρώτη φορά, μετά τήν ἐπανάσταση, ἀποκτούσαμε σπίτι.
Πρέπει ὅμως νά πῶ πώς, πρίν ἀπό ὅλα αὐτά, συνέβηκε κάτι πού μέ εἶχε προβληματίσει πάρα πολύ. Ἤμουνα περίπου ἕντεκα χρόνων, ὅταν μέ ἔστειλαν σέ μία κατασκήνωση ἀγοριῶν. Ἐκεῖ συνάντησα ἕναν ἱερέα πού θά ἦταν περίπου τριάντα χρόνων. Κάτι ἀπ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μοῦ τράβηξε τήν προσοχή. Εἶχε ἀγάπη πού τήν σκορποῦσε στόν καθένα ἀπό μᾶς. Αὐτή δέ ἡ ἀγάπη του δέν εἶχε σχέση μέ τό ἄν εἴμαστε καλοί, καί δέν ἄλλαζε ὅταν εἴμαστε κακοί. Μποροῦσε νά μᾶς ἀγαπάει χωρίς προϋποθέσεις.
Ποτέ πρίν στή ζωή μου δέν εἶχα συναντήσει κάτι τέτοιο. Εἶχα φίλους πού μ’ ἀγαποῦσαν στό σπίτι, ἀλλά αὐτό τό ἔβρισκα φυσικό. Τέτοιο εἶδος ἀγάπης δέν εἶχα συναντήσει ποτέ. Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν προσπάθησα νά δώσω καμιά ἐξήγηση σ’ αὐτό. Ἁπλά βρῆκα σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο κάτι πού μέ προβλημάτιζε καί ταυτόχρονα μοῦ ἄρεσε πολύ. Μόνο μετά ἀπό χρόνια, ὅταν πιά ἦρθα σέ ἐπαφή μέ τό Εὐαγγέλιο, σκέφτηκα πώς αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε μέ μιὰ ἀγάπη πού ἦταν πέρα ἀπό τόν ἴδιο. Δηλαδή μοιραζόταν μαζί μας τή θεία ἀγάπη. Ἤ, ἄν προτιμᾶτε, ἡ ἀγάπη ἦταν τόσο βαθιά καί πλατιά, μέ τέτοια ἀνοίγματα ὥστε, μποροῦσε νά ἀγκαλιάσει ὅλους μας, εἴτε μέσα ἀπό τόν πόνο εἴτε μέσα ἀπό τή χαρά, ἀλλά πάντα μέσα στήν ἴδια καί μοναδική ἀγάπη. Αὐτή ἡ ἐμπειρία, νομίζω, ἦταν ἡ πρώτη βαθιά πνευματική ἐμπειρία πού εἶχα.
Τ.Ο.: Τί ἔγινε μετά ἀπό αὐτό;
Α.Μπλούμ: Τίποτε. Γύρισα στό σχολεῖο ὅπου ἤμουνα ἐσωτερικός καί ὅλα συνεχίστηκαν ὅπως πρίν, μέχρι τήν στιγμή πού βρεθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Ζώντας μέ τήν οἰκογένειά μου, ὅπως εἶπα, γεύτηκα τήν πλήρη εὐτυχία, ἀλλά τότε συνέβηκε κάτι τό τελείως ἀπροσδόκητο. Ξαφνικά ἀνακάλυψα ὅτι ἡ εὐτυχία, ἄν δέν ἔχει κάποιο σκοπό, γίνεται ἀνυπόφορη. Δέν μποροῦσα, λοιπόν, νά δεχτῶ μιὰ ἄσκοπη εὐτυχία. Γιά νά ξεπεράσεις τίς δυσκολίες καί νά ὑποφέρεις τά βάσανα ἀποβλέπεις σέ κάτι πού εἶναι πέρα ἀπό αὐτά. Ἐγώ ὅμως δέν ἔβρισκα κάποιο νόημα, οὔτε πίστευα σέ κάτι, γι’ αὐτό ἡ εὐτυχία μου φαινόταν ἀνούσια. Ἔτσι ἀποφάσισα πώς ἔπρεπε νά δώσω στόν ἑαυτό μου μιὰ προθεσμία- ἕνα χρόνο τουλάχιστο – νά ἀνακαλύψει ἄν ἡ ζωή εἶχε ἤ ὄχι κάποιο νόημα. Ἄν στό διάστημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου δέν θά ἔβρισκα κανένα νόημα ζωῆς, εἶχα ἀποφασίσει νά μή συνεχίσω νά ζῶ, νά αὐτοκτονήσω.
Τ.Ο.: Καί πῶς βγήκατε ἀπό αὐτήν τήν κατάσταση τῆς ἄσκοπης εὐτυχίας;
Α.Μπλούμ: Ἄρχισα νά ψάχνω γιά κάποιο ἄλλο νόημα ζωῆς πέρα ἀπό κεῖνο πού μποροῦσα νά βρῶ μέσα στίς σκοπιμότητες. Τό νά σπουδάζει κανείς νά γίνει χρήσιμος στή ζωή ἦταν κάτι πού δέν μέ συγκινοῦσε καθόλου. Ὅλη ἡ ζωή μου μέχρι τώρα εἶχε συγκεντρωθεῖ σέ ἄμεσους σκοπούς καί ξαφνικά ὅλα αὐτά βρέθηκαν ἄδεια, χωρίς κανένα νόημα. Ἔνιωσα μέσα μου κάτι τό δραματικό καί καθετί γύρω μου μοῦ φαινόταν μικρό καί ἀνόητο.
Πέρασαν μῆνες καί τίποτε στόν ὁρίζοντα, νόημα δέν φάνηκε πουθενά! Μιὰ μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς- ἤμουνα τότε μέλος τῆς Ρωσικῆς ὀργάνωσης νέων στό Παρίσι- ἕνας ἀπό τούς ὑπεύθυνους ὀργάνωσης μέ πλησίασε καί μοῦ εἶπε: «Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νά σᾶς μιλήσει. Ἔλα καί σύ στή συγκέντρωση». Ἐγώ ἀπάντησα μέ ἔντονη ἀποδοκιμασία ὅτι δέν θά πήγαινα νά τόν ἀκούσω. Δέν εἶχα ἀνάγκη τήν Ἐκκλησία. Δέν πίστευα στό Θεό. Δέν ἤθελα νά χάσω τόν καιρό μου μέ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίστηκε ἀρκετά ἔξυπνα τό θέμα. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλα τά μέλη τῆς ὁμάδας μας εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μέ τόν ἴδιο τρόπο καί θά ἦταν πολύ ἄσχημο ἄν, οὔτε ἕνας, δέν παρακολουθοῦσε τήν ὁμιλία του.
«Μήν προσέχεις», εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, «δέν μέ ἐνδιαφέρει αὐτό, μόνο ἔλα, κάθισε ἐκεῖ, γιά μιὰ τυπική παρουσία». Ἐ! μέχρι σ’ αὐτό τό σημεῖο, ἤμουνα πρόθυμος νά φανῶ νομοταγής στή νεανική μας ὀργάνωση. Ἔτσι πῆγα στήν ὁμιλία καί ἔμεινα μέχρι τό τέλος. Δέν εἶχα σκοπό νά προσέξω. Τά αὐτιά μου ὅμως ἔπιαναν μερικές φράσεις πού μέ ἀγανακτοῦσαν περισσότερο. Ὁ Χριστός καί ὁ Χριστιανισμός παρουσιάστηκαν μπροστά μου τόσο διαφορετικά ἀπ’ ὅτι ἐγώ πίστευα, πού ἤθελα βαθύτατα νά τά ἀποκρούσω. Ὅταν τελείωσε ἡ ὁμιλία ἔτρεξα στό σπίτι μέ ἔντονη τήν ἐπιθυμία νά ἐλέγξω ἄν ἦταν ἀλήθεια ὅλα αὐτά πού εἶπε ὁ ὁμιλητῆς. Ρώτησα τή μητέρα μου ἄν εἶχε ἕνα Εὐαγγέλιο νά μοῦ δώσει. Ἤθελα πολύ νά διαπιστώσω ἄν τό Εὐαγγέλιο θά συμφωνοῦσε μέ τήν τερατώδη ἐντύπωση πού μοῦ δημιούργησε ἡ ὁμιλία. Δέν περίμενα τίποτα καλό ἀπό τήν ἀνάγνωση αὐτή καί ἔτσι μέτρησα τά κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νά εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τό συντομότερο. Δέν ἤθελα νά χάσω ἄδικα τό χρόνο μου. Ἄρχισα, λοιπόν, νά διαβάζω τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου.
Ἐνῶ διάβαζα τά πρῶτα κεφάλαια τοῦ κατά Μάρκον Εὐαγγελίου καί πρίν φτάσω στό τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ὅτι, στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ γραφείου μου, ὑπῆρχε κάποιος. Ἡ βεβαιότητα ὅτι αὐτός ὁ «Κάποιος» ἦταν ὁ Χριστός πού στεκόταν ἐκεῖ παράμερα, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτέ ἕως τώρα δέν μέ ἔχει ἐγκαταλείψει.
Τό γεγονός αὐτό ὑπῆρξε πραγματικά ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Ἀφοῦ ὁ Χριστός ἦταν ζωντανός καί ἐγώ εἶχα ζήσει τήν Παρουσία του, μποροῦσα νά πῶ μέ βεβαιότητα ὅτι αὐτό πού τό Εὐαγγέλιο ἔλεγε γιά τή Σταύρωση τοῦ Προφήτη τῆς Γαλιλαίας, ἦταν ἀλήθεια καί ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκαιο ὅταν εἶπε: «Ἀληθῶς Υἱός Θεοῦ ἐστι». Μέσα, λοιπόν, στό φῶς τῆς Ἀνάστασης μποροῦσα νά διαβάσω μέ βεβαιότητα τήν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, ξέροντας πολύ καλά ὅτι καθετί ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια. Καί αὐτό, γιατί τό ἀπίστευτο γεγονός τῆς Ἀνάστασης ἦταν γιά μένα πιό βέβαιο ἀπό κάθε ἄλλο γεγονός τῆς ἱστορίας. Τήν ἱστορία πρέπει νά τήν πιστέψω, τήν Ἀνάσταση τήν ἔμαθα ἀπό προσωπικό γεγονός.
Καθώς βλέπετε, δέν ἀνακάλυψα τό Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας ἀπό τήν ἀρχή μέ τό ἀρχικό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί δέν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σάν μιὰ ἱστορία τήν ὁποία κανείς μπορεῖ νά πιστέψει ἤ ὄχι. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γιά μένα, ἄρχισε μέ ἕνα γεγονός πού παραμέρισε ὅλα τά προβλήματα ἀπιστίας, ἀκριβῶς γιατί ἦταν μία ἄμεση καί προσωπική ἐμπειρία.
Τ.Ο.: Αὐτή ἡ τόσο ἔντονη ἐμπειρία ποὺ εἴχατε, παρέμεινε σέ ὅλη σας τή ζωή; Δέν ὑπῆρξε κάποια ἐποχή ποὺ νά ἀμφιβάλλετε γιά τήν πίστη σας;
Α.Μπλούμ: Βεβαιώθηκα ἀπόλυτα ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ζωντανός καί ὅτι μερικά πράγματα ὑπάρχουν ἀναμφίβολα. Φυσικά δέν πῆρα σέ ὅλα ἀπαντήσεις, ἀλλά ἔχοντας ζήσει αὐτή τή μεγάλη ἐμπειρία, ἤμουν πιά βέβαιος ὅτι μπροστά μου ὑπῆρχαν ἀπαντήσεις, ὁραματισμοί, δυνατότητες. Αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει γιά μένα πίστη. Ἀπό τή μιά, δηλαδή, νά μήν ἀμφιβάλλει κανείς ἔτσι πού νά ἔχει μέσα του σύγχυση καί περιπλοκές, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως νά διερωτᾶται μέ σκοπό νά ἀνακαλύψει τό πραγματικό νόημα τῆς ζωῆς. Νά ἔχεις, δηλαδή, αὐτό τό εἶδος τῆς ἀμφιβολίας πού σέ κάνει νά θέλεις νά ρωτᾶς, νά ἀνακαλύπτεις ὅλο καί περισσότερο, νά θέλεις διαρκῶς νά ἐρευνᾶς.
Πηγή: ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ(Ι)