Γιὰ νὰ ζήση ὅμως κανεὶς τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ ἀπεκδυθῆ τὸν παλαιό του ἄνθρωπο, νὰ ἐπανέλθη κατὰ κάποιον τρόπο στὴν κατάσταση πρὸ τῆς πτώσεως.
Νὰ ἔχη ἀθωότητα καὶ ἁπλότητα, γιὰ νὰ εἶναι ἡ πίστη του ἀκλόνητη καὶ νὰ πιστεύη ἀπόλυτα ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ μὴν μπορῆ νὰ τὸ κάνη ὁ Θεός. Τότε, ὅταν ἀκούη γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν πιστεύει ἢ ἀμφιβάλλει γιὰ μερικὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ξέρετε πόσο ὑποφέρει;
Ἂν (κανείς) ἔχη μεγάλη πίστη, πολλὰ πράγματα μπορεῖ νὰ ἀλλάξη. Ἀκόμη καὶ μέσα σὲ χείμαρρο ἂν ἔχη χτίσει τὸ σπίτι του καὶ ὁ χείμαρρος κατεβάση πολὺ νερό, ἂν πιστεύη πολὺ καὶ παρακαλέση μὲ θέρμη τὸν Θεό, ὁ χείμαρρος θὰ γυρίση ἀνάποδα.
Πρέπει ὅμως νὰ ἔχη τέτοια πίστη πού, ἂν ἀκούση, ἂς ὑποθέσουμε, ὅτι ἔγινε θαῦμα, ἄδειασε ἡ θάλασσα καὶ τὴν ὀργώνουν μὲ τρακτὲρ καὶ κουβαλοῦν τὰ ψάρια μὲ φορτηγά, νὰ τὸ πιστέψη.
Οὔτε κἂν θὰ πάη νὰ δῆ. Ἀκόμη καὶ σὲ ἑκατὸ μέτρα ἀπόσταση νὰ μένη ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ νὰ μὴν τὴν βλέπη ἀπὸ ᾿κεῖ ποὺ βρίσκεται, δὲν πάει νὰ διαπιστώση ἂν εἶναι ἀλήθεια, γιατὶ δὲν ἀμφιβάλλει.
Ξέρει ὅτι ὅλα εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Θεό, ὅτι ἡ θεία δύναμη δὲν περιορίζεται, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐνδιαφέρεται παραπάνω. Τόση πίστη ἔχει.
Μόνον ὁ ἀληθινὰ πιστὸς ζῆ ἀληθινὰ καὶ εἶναι πραγματικὰ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
(Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι, τ. Β’- Πνευματική αφύπνιση, Ι. Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή)