Καμιάν ἁμαρτία μή θεωρεῖς ἀσήμαντη. Κάθε ἁμαρτία ἀποτελεῖ παράβαση τοῦ θείου νόμου, ἐναντίωση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καταπάτηση τῆς συνειδήσεως.
Συνείδηση εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, αἴσθηση λεπτή καί φωτεινή, πού ξεχωρίζει τό καλό ἀπό τό κακό. Ἡ αἴσθηση αὐτή ξεχωρίζει τό καλό ἀπό τό κακό πιό καθαρά ἀπ᾿ ὅσο ὁ νοῦς. Πιό δύσκολο εἶναι νά παραπλανήσει κανείς τή συνείδηση παρά τόν νοῦ. Καί τόν πλανεμένο νοῦ, πού τόν ὑποστηρίζει τό φιλάμαρτο θέλημα, γιά πολύν καιρό τόν ἀντιμάχεται ἡ συνείδηση.
Ἡ συνείδηση εἶναι ὁ φυσικός νόμος1. Ἡ συνείδηση χειραγωγοῦσε τόν ἄνθρωπο πρίν τοῦ δοθεῖ ὁ γραπτός νόμος. Ἡ μεταπτωτική ἀνθρωπότητα βαθμιαῖα οἰκειώθηκε ἕναν λαθεμένο τρόπο σκέψεως γιά τόν Θεό, τό καλό καί τό κακό. Ἡ λαθεμένη σκέψη ἐπηρέασε, φυσικά, καί τή συνείδηση. Ἔτσι, ὁ γραπτός νόμος ἀποτέλεσε ἀναγκαιότητα γιά τή χειραγώγηση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἀληθινή θεογνωσία καί τή θεοφιλή διαγωγή.« προσερχώμεθα μετά ἀληθινῆς καρδίας ἐν πληροφορίᾳπίστεως ἐρραντισμένοι τάς καρδίας ἀπό συνειδήσεως πονηρᾶςκαί λελουμένοι τό σῶμα ὕδατι καθαρῷ κατέχωμεντήν ὁμολογίαν τῆς ἐλπίδος ἀκλινῆ· πιστός γέρ ὁ ἐπαγγειλάμενος·»Ἐβρ. ι΄: 22 – 23 Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἐπισφραγισμένη μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, θεραπεύει τή συνείδηση ἀπό τήν κακή προδιάθεση2 μέ τήν ὁποία τή δηλητηρίασε ἡ ἁμαρτία.
Ἡ ὀρθή λειτουργία τῆς συνειδήσεως ἀποκαθίσταται, ἐνισχύεται καί σταθεροποιεῖτε μέ τήν τήρηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας καί ἡ ὀρθή λειτουργία τῆς συνειδήσεως εἶναι δυνατές μόνο στούς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέσω τοῦ θείου νόμου της, πού κατευθύνει ὀρθά τόν νοῦ. Γιατί κάθε λαθεμένη σκέψη ἐπιδρᾶ ἀρνητικά στή συνείδηση καί τή λειτουργία της.Οἱ θεληματικές ἁμαρτίες σκοτίζουν, ἐξασθενίζουν, καταπνίγουν, ἀποκοιμίζουν τή συνείδηση.« καί τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν καί τῶν ἀνομιῶναὐτῶν οὐ μή μνησθῶ ἔτι »Ἑβρ. ι΄ : 17
Κάθε ἁμαρτία πού δέν ἐξαλείφεται μέ τή μετάνοια, ἀφήνει τή βλαπτική σφραγίδα της στή συνείδηση. Ἡ ἑκούσια καί συνεχής ἁμαρτωλή ζωή σχεδόν νεκρώνει τή συνείδηση. Δέν εἶναι δυνατόν, ὡστόσο, αὐτή νά νεκρωθεῖ ἐντελῶς. Θά συνοδεύει τόν ἄνθρωπο μέχρι τό φοβερό Κριτήριο τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ θά τόν ἐνοχοποιήσει, ἄν τήν καταπατοῦσε. «Ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχύ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ᾿ αὐτοῦ,μήποτέ σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ καί ὁ κριτής σέ παραδῷ τῷὑπηρέτη, καί εἰς φυλακήν βληθήση·»Ματθ. ε΄ : 25. Σύμφωνα μέ τούς ἁγίους Πατέρες, ὀ ἀντίδικος τοῦ ἀνθρώπου, πού ἀναφέρεται στό Εὐαγγέλιο3, εἵναι ἡ συνείδηση.
Καί πράγματι εἶναι ἀντίδικος, γιατί ἐναντιώνεται σέ κάθε ἄνομο ἐγχείρημά μας.«ἀμήν λέγω σοι, οὐ μή ἐξέλθῃς ἐκεῖθενἕως οὕ ἀποδῷς τόν ἔσχατον κοδράντηνΜατθ. ε΄ : 26 Βαδίζοντας πρός τόν οὐρανό, στή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς σου, νά ἔχεις εἰρηνικές σχέσεις μ᾿ αὐτόν τόν ἀντίδικο, γιά νά μή γίνει κατήγορός σου τότε πού θ᾿ ἀποφασίζεται ἡ κατάστασή σου στήν αἰωνιότητα. Λέει ἡ Γραφή: «Θά ἀπαλλάξει τήν ψυχή ἀπό τά δεινά ἕνας ἀξιόπιστος μάρτυρας»4. Ἀξιόπιστος μάρτυρας εἶναι ἡ ἄμεμπτη συνείδηση. Ἡ ἄμεμπτη αὐτή συνείδηση τήν ψυχή πού ἀκούει τίς συμβουλές της θά τή λυτρώσει ἀπό τίς ἁμαρτίες της μέχρι τόν θάνατο καί ἀπό τά αἰώνια βάσανα μετά τόν θάνατο.« καί πάντες τό αὐτό πόμα πνευματικόν ἔπιον·ἔπιον γάρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας,ἡ δέ πέτρα ἦν ὁ Χριστός »Α΄ Κορ. ι΄ : 4 Ὅπως ἡ κόψη τοῦ μαχαιριοῦ ἀκονίζεται μέ τήν πέτρα, ἔτσι καί ἡ συνείδση ἀκονίζεται ἀπό τή νοητή πέτρα5, τόν Χριστό, μέ τή μελέτη τοῦ λόγου Του, πού τή φωτίζει, καί τήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν.
Φωτισμένη καί ἀκονισμένη ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ἡ συνείδηση, λεπτομερειακά καί ὁλοκάθαρα φανερώνει στόν ἄνθρωπο τίς ἁμαρτίες του, ἀκόμα καί τίς πιό μικρές. Μήν ἀσκεῖς βία στόν ἀντίδικό σου –μήν παραβιάζεις τή συνείδησή σου! Διαφορετικά, θά στερηθεῖς τήν πνευματική σου ἐλευθερία. Ἡ ἁμαρτία θά σέ αἰχμαλωτίσει καί θά σέ δέσει. Θλίβεται ὁ προφήτης μαζί μέ τόν Θεό γι᾿ αὐτούς πού ἐπιβουλεύονται τόν ἴδιο τους τόν ἑαυτό, παραβιάζοντας τή συνείδησή τους: « Ὁ Ἐφραίμ καταπίεσε νά ἀκολουθεῖ τή ματαιότητα»6. Ἡ «κόψη» τῆς συνειδήσεως εἶναι πολύ λεπτή, πολύ εὐαίσθητη, γι᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά τή φυλάει προσεκτικά. Καί τή φυλάει, ὅταν ἐκτελεῖ ὅλες τίς ὑποδείξεις τῆς συνειδήσεως καί ὅταν, σέ περίπτωση ἀθετήσεως κάποιας ἀπ᾿ αὐτές λόγω ἀδυναμίας ἤ πλάνης, μετανοεῖ μέ δάκρυα.
Καμιάν ἁμαρτία μή θεωρεῖς ἀσήμαντη. Κάθε ἁμαρτία ἀποτελεῖ παράβαση τοῦ θείου νόμου, ἐναντίωση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καταπάτηση τῆς συνειδήσεως. Ἄλλωστε, ἀπό τά μικρά, ἀπό τά μηδαμινά, ὅπως νομίζουμε, ἁμαρτήματα ὁδηγούμαστε σιγά-σιγά στά μεγάλα. “Πόσο σοβαρό εἶναι αὐτό; Εἶναι βαριά ἁμαρτία; Μήπως δέν εἶναι κάν ἁμαρτία; Ναί, δέν εἶναι ἁμαρτία!”. Ἔτσι σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἐνδιαφέρεται γιά τή σωτηρία του, ὅταν ἀποφασίζει νά γευθεῖ τήν ἁμαρτωλή τροφή, τήν τροφή πού ἀπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Μέ ἀβάσιμους συλλογισμούς καταπατᾶ διαρκῶς τή συνείδησή του. Ἔτσι, μέ τόν καιρό, ἡ «κόψη» της στομώνει καί ἡ φωτεινότητά της μειώνεται. Στήν ψυχή ἁπλώνονται τό σκοτάδι καί ἡ παγωνιά –ἡ ἀμέλεια καί ἡ ἀναισθησία.
Τελικά ἡ ἀναισθησία γίνεται πάγια κατάσταση τῆς ψυχῆς. Συχνά, μάλιστα, συμβαίνει νά εἶναι ἱκανοποιημένη ἡ ψυχή μέ τήν ἀναισθησία της, θεωρώντας την κατάσταση εὐάρεστη στόν Θεό, κι ἔτσι νά ἔχει.
Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ,