Ποιός μπορεί να σκεφθεί πόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο; Αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού» (Α Ἰω. δ, 9). Δηλ. έγινε φανερή η αγάπη του Θεού σε μας, με το γεγονός ότι τον Υιό του τον μονογενή απέστειλε στον κόσμο, για να ζήσουμε εμείς πνευματική και αιώνια ζωή.
Λέγει ο Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Και μη νομίσης, αγαπητέ, ότι ο Χριστός έπαθε και απέθανε μόνο για όλους τους ανθρώπους, αλλά και για σένα προσωπικά και όπως λέγει ο Απ. Παύλος «ζω από την πίστη στον Υιό του Θεού, ο οποίος με αγάπησε και παρέδωκε τον εαυτό του δια την σωτηρία μου» (Γαλ. β, 20).
Και αν παρομοιάσουμε, τονίζει ο Άγιος Νικόδημος, την αγάπη του ανθρώπου ως μία στάλα νερού, του Θεού είναι ωκεανός: «ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α Τιμ. Β, 4). Όλοι θέλει να σωθούμε και να μάθουμε την αλήθεια. Και μη ξεχνάμε «χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ιε , 7). Αυτό συνέβη και με τον μπάρμπα Κοσμά, όπως το αναφέρει ο π. Δημήτριος Μπόκος.
«Όλοι τον ήξεραν στη μικρή τους πόλη. Το πικρό του δράμα το μοιράζονταν όλοι σιωπηλά. Η θλιβερή ζωή του μπάρμπα – Κοσμά ήταν μέρος της καθημερινής τους έγνοιας. Ήξεραν όλοι το μοναχικό γεράκο που τον εγκατέλειψε ο γιος του. Τον ήξεραν και τον συμπαθούσαν.
Ο προκομμένος του ήταν φευγάτος από χρόνια. Είχε δηλώσει ότι δεν θέλει καμμιά επικοινωνία. Ήθελε να ‘ναι ελεύθερος. Ο γέρος πικράθηκε βαθιά. Του μήνυσε πως το σπίτι του θα ‘ταν πάντα ανοιχτό.
Δεν έλεγε σε κανένα τον πόνο του. Μα όλοι τον γνώριζαν. Κάθε μέρα κατέβαινε στο σταθμό. Την ώρα της άφιξης αυτός ήταν πάντα εκεί. Το σφύριγμα του τραίνου ανατάραζε μέσα του τρελλά την ελπίδα. Κάθε μέρα τα τραίνα έρχονταν και έφευγαν σφυρίζοντας δυνατά στον αέρα. Κι αυτός περίμενε …;
Και πιο πολύ τις μέρες τις καλές που όλοι χαίρονται, σαν σήμερα. Για μία φορά ακόμα θα κάμει μόνος του Χριστούγεννα. Η νύχτα προχώρησε. Τα βήματά του κατηφόρισαν ανεξήγητα ως το σταθμό. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Ώσπου ακούστηκαν κάποια βήματα δίπλα του. Ο παπάς κατέβαινε για τη νυχτερινή γιορτινή Λειτουργία. Τον είδε και απορημένος πλησίασε.
– Μπάρμπα – Κοσμά, τέτοια ώρα τι κάνεις εδώ;
Δεν αποκρίθηκε.
– Έλα στη Λειτουργία απόψε, συνέχισε ο παπάς. Έτσι, να γλυκαθεί λιγάκι η ψυχή σου, μέρα που είναι.
– Τράβα το δρόμο σου, παπά. Άσε με στο χάλι μου, είπε ανόρεχτα.
Ο παπάς επέμεινε. Μα ο γέρος έχασε την υπομονή του.
– Φύγε, παπά. Τα ‘παμε και τα ξανάπαμε αυτά. Ο Θεός σου δεν υπάρχει για μένα. Μη με κεντρίζεις περισσότερο, μέρα που είναι. Τράβα στη δουλειά σου, το καλό που σου θέλω.
– Καλά λοιπόν, φεύγω. Μα η πόρτα θα ‘ναι ανοιχτή, όποτε κι αν θελήσεις.
Ο παπάς έφυγε και ο γέρος έγειρε αποκαμωμένος στο παγκάκι.
Ολόμαυρη η παγωμένη νύχτα γύρω του.
– Γιέ μου! βόγκηξε δυνατά και σωριάστηκε σαν το κουβάρι.
Ο άνεμος μούγκρισε δυνατά και ξανάφερε στ’ αυτιά του ολόϊδια τη φωνή του.
– Γιέ μου!
Την πήγε μακριά και την ξανάφερε. Και βάλθηκε να κάνει το ίδιο ξανά και ξανά, λες και τον ευχαριστούσε να μαστιγώνει αλύπητα τ’ αυτιά και την καρδιά του γέρου. Μα όχι! Κάποιος φαίνεται να του μιλάει πραγματικά. Ακούει ξεκάθαρα μεσ’ στου ανέμου τη βοή όχι τη δική του, μα κάποια άλλη, παράξενη φωνή.
– Γιέ μου!
– Ποιός είναι; αναρωτήθηκε. Μήπως ονειρευόταν;
Ποιός θα μπορούσε να τον φωνάζει γιο του; Έστρεψε τα κουρασμένα του βλέφαρα δώθε – κείθε. Μέσ’ στη θολούρα του μυαλού του και της νύχτας αγνάντεψε μία ανάερη μορφή, που έσβηνε και φαινόταν σαν τις νιφάδες του χιονιού, που χόρευαν στον αέρα. Η απόκοσμη φωνή δεν έπαυε να αντηχεί σαν χάδι απαλό στ’ αυτιά του. Μα τα θαμπά του μάτια δεν μπορούσαν ν’ αντικρύσουν καθαρά τη μορφή που όλο ερχόταν κι έφευγε από μπροστά του.
Του φάνηκε αρχικά σα να ‘ταν το πρόσωπο του συχωρεμένου του πατέρα. Μετά του φάνταζε σαν τη μορφή του παπά, που του μίλησε νωρίτερα. Μα τέλος όλα ξεκαθάρισαν. Μπροστά του έλαμψε ολοκάθαρα του ίδιου του Χριστού το πρόσωπο, γλυκύτατο και ολοφώτεινο.
– Πέθανα φαίνεται, σκέφτηκε. Βρίσκομαι σ’ άλλο κόσμο πια!
– Ολόκληρη ζωή σε περιμένω, γιέ μου. Γιατί δεν έρχεσαι κοντά μου; ακούστηκε ζεστή η θεϊκή φωνή.
Ο γέρος τα χρειάστηκε.
– Κοντά σου εγώ; Μα πως να’ ρθω; Διάλεξα την ελευθερία μου από σένα. Πως να ξαναγυρίσω τώρα; Και πως μαζί σου να λογαριαστώ;
– Εσύ γι’ αυτό ποθείς να ‘ρθεί κοντά σου το παιδί σου; Για να σου δώσει λογαριασμό;
– Και βέβαια όχι! Ας ήτανε μονάχα να γυρίσει.
– Αυτό συμβαίνει και σε μένα. Μπορείς να με περιφρονείς, να μ’ αγνοήσεις. Μα το δικαίωμα να σ’ αγαπώ μπορείς να μου το πάρεις; Σε καρτερώ, θαρρείς, για να βγάλω το άχτι μου; Κοντά μου σε καλώ, γιατί σε λαχταράω, γιέ μου. Μόνο γι’ αυτό. Ο πόνος μου είναι βαθύς, όσο σε ξένα, μακρινά από μένα, μονοπάτια περπατάς. Πικρό το δάκρυ μου πίσω απ’ το κάθε βήμα σου σταλάζει. Ολόκληρη ζωή κλαίω για σένα. Εσύ τουλάχιστον μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει αυτό. Ο,τι περνάς εσύ από το γιο σου, περνώ από σένα και εγώ. Και σκέψου ακόμα, πως εσύ πονάς για ένα σου παιδί μονάχα, μα εγώ για αναρίθμητα.
Σα να ‘πεσαν λέπια από τα μάτια του, σα να σκορπίστηκε ομίχλη απ’ το μυαλό του, ξαφνικά κατάλαβε. Συνειδητοποίησε το δράμα του Θεού. Τον ασίγαστο πόνο Του για τα παιδιά Του. Την απροσμέτρητη λαχτάρα Του να τα μαζέψει όλα γύρω Του, στο πατρικό τους σπίτι. Για πρώτη φορά ένοιωσε πατέρα του Αυτόν, που ως τότε έβλεπε σαν ανελέητο αφεντικό. Η εμπειρία τον συντάραξε.
– Σε νοιώθω, Θε μου, πράγματι, μουρμούρισε. Πατέρας είμαι κι εγώ, φαντάζομαι τον πόνο σου. Μα δεν σε γνώριζα πριν. Πρώτη φορά σε ανταμώνω και μένω εκστατικός.
Η θεϊκή μορφή αχτινοβολούσε κύματα ζεστασιάς κι αγάπης που τύλιγαν το γέρικο κορμί σε μία ολόθερμη αγκαλιά. Η καρδιά του ζεστάθηκε. Δεν ένοιωθε καθόλου παγωνιά.
– Έλα στο σπίτι μου και εκεί δεν θα σου λείψει τίποτα, είπε κι άρχισε η θεϊκή μορφή να χάνεται.
Μα σύγκαιρα ο αέρας γέμισε από το γλυκό ήχο της καμπάνας που σήμαινε Χριστούγεννα. Ο γέρος ανασάλεψε ξυπνώντας απ’ το μαγευτικό του όνειρο. Μα ήταν αλήθεια όνειρο; Κι όμως δεν ένοιωθε το κρύο πια. Και η καρδιά του πέταγε σαν του μικρού παιδιού.
Σηκώθηκε γρήγορα. Τα πόδια του ανάλαφρα τον έφεραν στην εκκλησιά. Ήταν μισογεμάτη κιόλας. Χρόνια είχε να δρασκελίσει το κατώφλι της. Έπιασε μία γωνιά. Το βλέμμα του πλανήθηκε ένα γύρο. Στάθηκε στις μεγάλες εικόνες του Χριστού και της Παναγίας στο τέμπλο. Τους ένοιωσε δικούς του. Η καρδιά του αναγάλιασε. Σαν τότε που έτρεχε παιδί στην αγκαλιά της μάνας, του πατέρα του. Στη ζεστασιά του πατρικού σπιτιού του.
Μα εκεί στο πλάϊ του, παραμπροστά, στη δεξιά κολόνα ακουμπισμένος, ένας γεροδεμένος άντρας, ώρα τώρα, τον παρατηρούσε επίμονα. Κάποια στιγμή ήρθε και στάθηκε κοντά του. Τον άγγιξε απαλά. Ο μπάρμπα – Κοσμάς γύρισε παραξενεμένος. Κοιτάχτηκαν λίγες στιγμές ακίνητοι. Και ξαφνικά…;
– Πατέρα!
– Γιέ μου!
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Σηκώθηκε σούσουρο τριγύρω, ο παπάς πρόβαλε απορημένος το κεφάλι απ’ την Ωραία Πύλη, η ψαλμωδία σχεδόν σταμάτησε.
– Σ’ έψαχνα, πατέρα, στο σπίτι. Που ήσουνα; ρωτούσε χαμηλόφωνα ο γιος.
Μα η φωνή του ευτυχισμένου γεράκου είχε πνιγεί μεσ’ στους λυγμούς του. Τα μάτια του, θολά απ’ τα δάκρυα, αναζήτησαν τη θεϊκή μορφή στην εικόνα του τέμπλου.
– Θε μου, δεν πρόλαβα να ‘ρθώ στο σπίτι σου, κι όλα τα βρήκα.
Τι όμορφα εκείνα τα Χριστούγεννα!».