Απολαύστε το φρόνημα της αληθινής ταπείνωσης, όπως εκφράζεται από έναν άνθρωπο που έζησε για τον Θεό και μαζί με τον Θεό, τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο.
Η Ορθοδοξία, μέσα από την θεραπευτική της, είναι ικανή να προσφέρει απλόχερα στον άνθρωπο την θεραπεία που χαρίζει ο Τριαδικός Θεός μας. Από την αυτογνωσία και το σωτήριο πένθος, μέχρι τον φωτισμό και την θέωση. Γιατί, ο Θεός δεν βλέπει τον αμαρτωλό ως νομικό παραβάτη, αλλά ως άνθρωπο ασθενή που έχει ανάγκη ιατρού.
Ακολουθεί απόσπασμα από την 25η πνευματική ομιλία του αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου.
«Σε εκείνους που υπάρχει ο Θείος νόμος, γραμμένος όχι με μελάνι και γράμματα, αλλά φυτεμένος μέσα στις καρδιές τους, αυτοί έχοντας φωτισμένα τα μάτια της ψυχής τους και επιθυμώντας πάντα όχι την αισθητή ελπίδα που φαίνεται, αλλά την αόρατη και νοητή, κατορθώνουν να υπερνικούν τα σκάνδαλα του πονηρού, όχι με τη δική τους δύναμη, αλλά με την ανίκητη δύναμη του Θεού. Εκείνοι όμως που δεν έχουν τιμηθεί με το λόγο του Θεού και δεν έχουν διδαχτεί από το Θείο νόμο, μάταια υπερηφανεύονται, γιατί νομίζουν ότι με τη δική τους θέληση μπορούν να καταργήσουν τις αφορμές της αμαρτίας, πράγμα που μόνο με το μυστήριο του Σταυρού μπορεί να συμβεί. Διότι, η ελευθερία που βρίσκεται στη δύναμη του ανθρώπου, υπάρχει για να αντιστρατεύεται το διάβολο, όμως δε μπορεί να κυριαρχήσει ολοκληρωτικά πάνω στα πάθη […]
Αυτός λοιπόν που θέλει να γίνει μέτοχος της θεϊκής δόξας και να βλέπει μέσα στο νου του τη μορφή του Χριστού σαν σε καθρέπτη, οφείλει με στοργή ανικανοποίητη και αχόρταγη διάθεση, με όλη την καρδιά και την δύναμή του, νύχτα και ημέρα, να ζητάει με επιμονή τη βοήθεια του Θεού, γιατί σε αυτή τη θεϊκή δόξα είναι αδύνατο να συμμετάσχει, παρά μόνο, όπως προανέφερα, αφού απομακρυνθεί από την αγάπη του κόσμου, από τις επιθυμίες που φέρνει ο ίδιος ο διάβολος, που είναι ξένα προς το θείο φως και ενέργειες του πονηρού, και εντελώς ξένα και τελείως άσχετα προς το αγαθό.
Λοιπόν, αν θέλεις να μάθεις για ποια αιτία, ενώ δημιουργηθήκαμε με τιμή και κατοικούσαμε μέσα στον παράδεισο, στο τέλος καταταγήκαμε με τα ανόητα κτήνη και γίναμε όμοια με αυτά, αφού έχουμε εκπέσει από την άχραντη δόξα, μάθε ότι με την παρακοή, αφού γίναμε δούλοι των σαρκικών επιθυμιών, αποκλείσαμε τους εαυτούς μας από τη μακάρια χώρα των ζώντων και αφού αιχμαλωτισθήκαμε, καθόμαστε και κλαίμε ακόμη «στα ποτάμια της Βαβυλώνας», και επειδή βρισκόμαστε ακόμα αιχμάλωτοι στην Αίγυπτο «δεν έχουμε ακόμα κληρονομήσει τη γη της επαγγελίας», όπου «τρέχει μέλι και γάλα».
Δεν έχουμε ζυμωθεί ακόμα με το προζύμι της ειλικρινείας, αλλά βρισκόμαστε ακόμα ζυμωμένοι με το προζύμι της πονηρίας. Δεν έχει ραντισθεί ακόμα η καρδιά μας με το αίμα του Θεού, διότι ο τόπος όπου κατοικεί ο Άδης και το αγκίστρι της κακίας είναι βαθιά μέσα σε αυτήν. Δεν έχουμε απολαύσει την αγαλλίαση που φέρνει η σωτηρία του Χριστού, διότι «το κεντρί του θανάτου» βρίσκεται ακόμα ριζωμένο μέσα μας. Δεν έχουμε ντυθεί ακόμα «τον καινούριο άνθρωπο, που έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με το θέλημα του Θεού για να ζει με δικαιοσύνη και οσιότητα», επειδή δεν έχουμε αποβάλλει «τον παλαιό άνθρωπο, αυτόν που φθείρεται, επειδή ακολουθεί τις επιθυμίες της απάτης».
Δεν έχουμε φορέσει ακόμα «την εικόνα του επουρανίου ανθρώπου», ώστε να γίνουμε «όμοιοι με την ένδοξη μορφή του». Δεν έχουμε προσκυνήσει «πνευματικά και αληθινά τον Θεό», επειδή κυριαρχεί «η αμαρτία στο θνητό μας σώμα». Δεν «έχουμε δει ακόμα την δόξα’’ του άφθαρτου Θεού, διότι ακόμα ενεργούμε καθοδηγούμενοι από το σκοτισμένο μυαλό μας […] Δεν έχουμε δοξαστεί ακόμα με τον Χριστό, γιατί δεν έχουμε συμπάθει με τον Χριστό. Δεν φέρουμε στο σώμα μας «τα σημάδια του πάθους» που θα έπρεπε, πλησιάζοντας το μυστήριο του Σταυρού του Χριστού, διότι ακόμα κατεχόμαστε από τα σαρκικά πάθη και τις επιθυμίες μας.
Δεν έχουμε γίνει ακόμα «κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού», διότι υπάρχει ακόμα μέσα μας «το πνεύμα της δουλείας», και όχι η πίστη, ότι «είμαστε τέκνα του Θεού». Δεν έχουμε γίνει ακόμα ναός του Θεού και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, διότι ακόμα είμαστε ναός ειδώλων και δοχείο πονηρών πνευμάτων, εξ αιτίας της ορμής που έχουμε προς τα διάφορα πάθη. Διότι πράγματι δεν έχουμε αποκτήσει ακόμα τον τέλειο τρόπο ζωής και το φωτισμό στην διάνοιά μας […] Δεν έχουμε πληγωθεί από τον Θείο έρωτα και από την πνευματική αγάπη του Νυμφίου. Δεν έχουμε γνωρίσει την ανέκφραστη κοινωνία με το Θεό και τη δύναμη και την ειρήνη, που προέρχεται από τον αγιασμό μας.
Και για να ανακεφαλαιώσω όλα όσα προανέφερα, δεν έχουμε γίνει ακόμα «γένος εκλεκτό, ιεράτευμα βασιλικό, έθνος άγιο, ξεχωριστός λαός μέσα στην οικουμένη, επειδή ακόμα είμαστε «φίδια, και γεννήματα οχιών». Πως λοιπόν δε θα είμαστε φίδια, αφού δεν υπακούσαμε στο θέλημα του Θεού, αλλά βρισκόμαστε κάτω από την επίδραση εκείνης της παρακοής που έγινε με την μεσολάβηση του φιδιού;
Για όλα αυτά λοιπόν δεν ξέρω πώς να θρηνήσω επάξια τη συμφορά μου· δεν ξέρω πώς να κλάψω και να φωνάξω δυνατά προς Εκείνον που μπορεί να με ελευθερώσει από την πλάνη που βρίσκεται μέσα μου […] Διότι, αν δεν εξολοθρεύσω τους εχθρούς που έχω μέσα μου, χρησιμοποιώντας όλα αυτά, δεν πρόκειται να μπω και να αναπαυθώ στο αγιαστήριο του Θεού, και ούτε να γίνω μέτοχος της δόξας του επουράνιου βασιλιά.
Φρόντισε να γίνεις γνήσιο τέκνο του Θεού και «να μπεις μέσα σε εκείνη τη μακαρία ανάπαυση»,«όπου πρώτος για τη δική μας χάρη μπήκε ο Χριστός». Φρόντισε να απογραφείς στην επουράνια εκκλησία μαζί με όλους τους αγίους, για να βρεθείς στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Υψίστου. Φρόντισε να μπεις μέσα στην άγια πόλη, στην άνω Ιερουσαλήμ, όπου υπάρχει η ειρήνη και ο παράδεισος. Διότι αυτά τα θαυμαστά και μακάρια παραδείγματα δε μπορείς να αποκτήσεις με άλλο τρόπο, παρά μόνο αν χύσεις δάκρυα μέρα και νύχτα, όπως λέγει ο Ψαλμωδός· «θα λούσω κάθε νύχτα την κλίνη μου, με τα δάκρυα μου θα βρέξω το στρώμα μου» […] το άυλο και θείο πυρ συνήθως φωτίζει τις καρδιές και τις δοκιμάζει όπως δοκιμάζεται στο καμίνι το καθαρό χρυσάφι, αλλά κατακαίει την κακία όπως η φωτιά καίει τα αγκάθια και τις καλαμιές […]
.