Στην παρακάτω επιστολή που απευθύνει ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής προς τον κουβικουλάριο Ιωάννη, εξηγεί θεολογικά το γιατί ο Θεός επιτρέπει την εξουσία ανθρώπου επί άνθρωπο.
Παρατίθεται εδώ επειδή αποτελεί την ορθόδοξη οπτική του θέματος και δίνει την ορθόδοξη απάντηση στις θεωρίες του Wyclif για το dominium, που εξετάστηκαν αλλού. Να σημειωθεί ότι ο λόγος του αγίου Μαξίμου είναι θεολογικός και σε καμιά περίπτωση δεν εισάγει πολιτική θεωρία.
Ι’. ΠΡΟΣ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΟΥΒΙΚΟΥΛΑΡΙΟΝ[i]
Επειδή μου παραγγείλατε να σας γράψω τον λόγο για τον οποίο ο Θεός έκρινε δίκαιο ν’ αποφασίσει να ορίσει οι άνθρωποι να εξουσιάζονται από άλλους ανθρώπους, ενώ όλοι έχουν την ίδια φύση, και αποδεικνύει αυτή όλους, όσοι τη μετέχουν σύμφωνα με το απλό νόημά της, ομότιμους, θα πω σύμφωνα με τη δύναμή μου, χωρίς να κρύψω τίποτε, όσα έμαθα από σοφούς και μακαρίους άνδρες, περικόπτοντας για συντομία τα πολλά, όσα είναι ενδεχόμενο να λεχθούν για το θέμα. Λόγος αληθινός, όπως λένε, υπαγορεύει μυστικά, ότι ο άνθρωπος, που του έλαχε κατά χάρη του Δημιουργού του Θεού, η κυριαρχία όλου του ορατού κόσμου, εξαιτίας της κακής χρήσης των έμφυτων δυνάμεων της νοερής ουσίας που έχει, τρέποντας τις κινήσεις του προς τα παρά φύση, εισήγαγε για τον εαυτό του και όλον αυτόν τον κόσμο την αλλοίωση και τη φθορά σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού, για να μην φυλαχθεί αθάνατη για πάντα στις κινήσεις του η δύναμη της ψυχής, πράγμα βέβαια που είναι όχι μόνο το έσχατο σκαλί της κακίας και η ολοφάνερη έκπτωση της αληθινής οντότητας του ίδιου του ανθρώπου, αλλά και σαφής άρνηση της θείας αγαθότητας.
Γι’ αυτό και ο πολύμοχθος και πολυστένακτος αυτός βίος των ανθρώπων με τον πολύ παραλογισμό και την πολλή αταξία της ύλης που είναι η τροφός του, που φέρει και φέρεται πότε έτσι και πότε αλλιώς, και για να μιλήσω ακριβέστερα, φέρνοντας μαζί του στην κάθε φορά του όλους τους ανθρώπους, τους κάνει όλους μετόχους των ίδιων των δεινών του, και δεν αφήνει κανέναν απολύτως ελεύθερο από την ταραχή του. Και αυτό το πράγμα διατυπώθηκε σύμφωνα με τον τρόπο που πρέπει στη σοφία του Θεού, ώστε μαθαίνοντας κάποτε, έστω και αργά, τον παρόντα βίο, που τον ποθούμε και τον αγαπούμε παράλογα, με τις κατά περίπτωση ταλαιπωρίες που μας προκαλεί, και πόσο μας βλάπτει η φιλία προς αυτόν, να κατανοήσομε ότι πολύ πιο χρήσιμος από την αγάπη προς αυτόν είναι ο χωρισμός μας από αυτόν, και να κατακυρώσομε δίκαια το μίσος μας εναντίον του, και, αφού ξεφύγομε από την ανάμιξη και την ταραχή των ορατών, να μεταθέσομε με σωφροσύνη τόν πόθο μας στην ακλόνητη ταυτότητα των νοητών.
Αλλά επειδή με όλα τα κτυπήματα και τα μύρια δεινά που υποφέρομε, δεν ανεχόμαστε να διαλύσομε το δεσμό φιλίας μαζί του, διατύπωσε προνοητικά ο Θεός, σαν σοφός και αγαθός, το νόμο της βασιλείας για τους ανθρώπους, αναστέλλοντας έτσι από πολύ ενωρίς τη πολλή λύσσα της κακίας που είχε προβλεφθεί ότι θα συνέβαινε στη ζωή εξαιτίας της άνεσης, για να μη γίνουν οι άνθρωποι, σύμφωνα με το νόμο των ψαριών της θάλασσας, τροφή ο ένας του άλλου, αφού δεν θα υπήρχε κανένας επικεφαλής να εμποδίζει την άδικη επίθεση του δυνατότερου εναντίον του ασθενέστερου. Γι’ αυτό ίσχυσε για κάποιο διάστημα, όπως ήταν φυσικό, αναγκαστικά στο γένος των ανθρώπων η βασιλεία, λαμβάνοντας από τον Θεό σοφία κι εξουσία, και επιτράπηκε να χωριστεί η ισότιμη φύση σε άρχουσα και αρχόμενη, ώστε με τη μία να δέχεται όσους πείθονται νόμιμα στους θεσμούς της φύσης, και με την άλλη να τιμωρεί δίκαια όσους από αυθάδεια δεν θέλουν να υπακούσουν σ’ αυτούς, και βάσει αυτού χαρίζει τη δικαιοσύνη σε όλους ως επιβράβευση του πόθου και του φόβου, με την οποία εξαφανίζεται η ανωμαλία και η διαφορά της γνώμης του καθενός και αναδεικνύεται περίλαμπρα γαλήνια και ήμερη η ισότητα της φύσης όλων. Αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, αν ο φόβος δεν τιμωρούσε την αλόγιστη ορμή των πολλών προς την αταξία και δεν οδηγούσε με την βία προς την ημερότητα των φρονίμων. Γιατί αυτό που ο λόγος έχει να πείθει τους φρονίμους να τον αποδέχονται θέλοντας, αυτό ο φόβος συνήθως αναγκάζει τους ανόητους να το υπομένουν μη θέλοντας.
Γι’ αυτή την αιτία εγώ διδάχθηκα ότι έχει επιτραπεί να εισέλθει στο βίο των ανθρώπων ο θεσμός της βασιλείας και δέχομαι την εξήγηση ως αληθινή και δάσκαλο της αιτίας. Αν όμως είναι κι άλλος λόγος αίτιος της κατά τη θεία Γραφή, αυτόν μπορούν να τον αντιληφθούν όσοι έχουν καθαρή διάνοια. Όμως κι αυτός που ανέφερα δεν απάδει εντελώς στο σκοπό της θείας Γραφής. Γιατί κι εκείνη, σ’ ανθρώπους που αρνούνται τη βασιλεία του Θεού, διηγείται ότι ο Θεός επιτρέπει να έχουν βασιλιάδες έστω κι από αυτούς τους ίδιιους, μη τυχόν η αταξία της αναρχίας προκαλέσει πολυαρχία και εξαιτίας της δημιουργηθεί στάση καταστρεπτική σ’ ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, μη έχοντας εμπιστευθεί σε κανέναν από αυτούς με απόφασή του την επιμέλειά τους, και έτσι με το λόγο οδηγεί στην ημερότητα όσους πείθονται στο λόγο, ενώ με τον φόβο της δύναμης τιμωρεί όσους μηχανεύονται την πονηρία και καταστρέφουν το έμφυτο αγαθό της γνώσης μέσα τους μ’ ελεύθερη γνώμη τους και με τους παρά φύση τρόπους τους.
Όποιος λοιπόν από τους βασιλείς ενδιαφέρθηκε να φυλάξει μ’ αυτόν τον τρόπο το νόμο της βασιλείας, αποδείχθηκε πάνω στη γη αληθινά δεύτερος θεός, επειδή έγινε πιστότατος υπηρέτης του θείου θελήματος, και δεχόμενος ως βασιλιά του τον Θεό, του έλαχε δίκαια ο κλήρος να γίνει βασιλιάς των ανθρώπων. Όποιος όμως απέκρουσε αυτόν τον θεσμό, και αποφάσισε οπωσδήποτε να είναι βασιλιάς για χάρη του εαυτού του και όχι για χάρη του Θεού, είναι φυσικό να κάνει τα αντίθετα από αυτούς˙ ν’ απομακρύνει δηλαδή με βία τυραννική από κοντά του τους αγαθούς και να τους θέτει μακριά από κάθε βουλή και αρχή, και να προσπαθεί να τραβήξει με δύναμη κοντά του τους πονηρούς και να τους κάνει κύριους όλης της εξουσίας του, πράγμα που είναι το τελευταίο βάραθρο απώλειας και εκείνων που εξουσιάζουν και εκείνων που εξουσιάζονται. Σ’ εμάς όμως είθε να δώσει ο Θεός να είναι αυτός βασιλιάς μας με τη θέλησή μας, με την εκπλήρωση των ζωοποιών του εντολών, και να τιμούμε επάξια όσους βασιλεύουν στη γη με το θέλημά του, επειδή είναι φύλακες των θείων διαταγμάτων του.
(Μετ. Ιγνάτιο Σακαλής, Μαξίμου του Ομολογητού Επιστολές, στην Σειρά Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, των εκδόσεων ΕΠΕ, τομ. 15Β σσ. 139-143)
[i] Κουβικουλάριος (cibicularius) ήταν ο θαλαμηπόλος ή κοιτωνίτης. Αυτός ήταν ευνούχος αυλικός και είχε ως προϊσταμένη αρχή τον Πριμικήριον του Ιερού Κουβουκλ(ε)ίου. Ο Πριμικήριος υπαγόταν στον Πραιπόσιτο του Ιερού Κουβουκλ(ε)ίου (Praepositus Sacri Cubiculi), αξίωμα που αντικατέστησε το παλαιότερο ρωμαϊκό «a cubiculo» (επί του κοιτώνος). Η αντικατάσταση έγινε τον Δ’ α. και ενώ αρχικά ο Πραιπόσιτος ήταν κατώτατο οφφίκιο υπαγόμενο στον Castrensis Sacri Palatii, στην συνέχεια ανέβηκε ιεραρχικά και ο Πραιπόοσιτος γίνεται ο ισχυρότερος άνδρας της αυλής. Την εποχή του αγίου Μαξίμου η δύναμη του Πραιποσίτου έχει ατονήσει και έχει αντικατασταθεί από τον Πριμικήριο, αξίωμα το οποίο περί τον Η’ αι. εξελίσσεται σε αυτό του Παρακοιμώμενου. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι η κλάση των κουβικουλάριων ήταν πολλά υποσχόμενη για πολιτική σταδιοδρομία. (Κ. Πλακογιαννάκης, Τιμητικοί τίτλοι και ενεργά αξιώματα στο Βυζάντιο, Θεσ/νικη 2001, σ. 65-67).
Πηγή: www.impantokratoros.gr