Με μεγάλη προσέλευση πιστών από την Ενορία του Κιβερίου, αλλά και από τις γύρω περιοχές πραγματοποιήθηκε χθες η εκδήλωση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της Ενορίας Κιβερίου με ομιλητή τον Πρωτοπρεσβύτερο π. Ευάγγελο Παπανικολάου.
Το απόγευμα της Τετάρτης 14 Φεβρουαρίου 2024 στις 6:30 στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Κιβερίου τελέσθηκε η Ιερά Παράκληση στον Όσιο Νικηφόρο το λεπρό και τέθηκε προς προσκύνηση και ευλογία των πιστών τεμάχιο του ιερού λειψάνου του Οσίου.
Στην συνέχεια στον κατάμεστο από κόσμο Ιερό Ναό πραγματοποιήθηκε η ομιλία του π. Ευαγγέλου με θέμα: «Το Συναξάρι της Αργυρώς της λεπρής».
Με πολύ γλαφυρότητα και με τον μοναδικό του λόγο ο π. Ευάγγελος παρουσίασε τον βίο της μακαρίας και πολύαθλης Αργυρώς Στεφανάκη από τις διηγήσεις που άκουγε από την ίδια.
Όλοι γνώρισαν μία ιδιαίτερη γυναικεία μορφή που δοκιμάστηκε πολύ στη ζωή της ιδιαίτερα από την ασθένεια της λέπρας, ένα ευωδιαστό κομμάτι του παραδείσου που έζησε με εδραία πίστη στο Θεό, δύναμη και γενναιότητα στη ζωή, στολισμένη και με άλλες πολλές αρετές, με θυσιαστική αγάπη, ιεραποστολικό πνεύμα, με άσκηση και προσευχή, ευαρεστώντας το Θεό και διακονώντας τους πονεμένους και εμπερίστατους ανθρώπους.
Η μακαρία Αργυρώ συνδέθηκε με τον Άγιο Νικηφόρο το λεπρό και τον Άγιο Ευμένιο το Σαριδάκη.
Οι άνθρωποι σαν την Αργυρώ αγιάζουν τον τόπο, αγιάζουν τον χρόνο, αφήνουν ευωδία Χριστού στο πέρασμά τους, γίνονται για όλους μας φως και άλας και νοστιμιά της ζωής μας και αφορμή και κίνητρο πνευματικού αγώνα. Και φέρνουν σ’ αυτήν την ταλαίπωρη πραγματικότητά μας, που βογγάει απ’ τις κακίες και την ιδιοτέλεια των ανθρώπων, ένα ευωδιαστό κομμάτι του Παραδείσου!
Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος, αρκετοί ιερείς, και πλήθος κόσμου. Ο Εφημέριος της Ενορίας και Γενικός Αρχιερατικός της Ιεράς Μητροπόλεως Πρωτ. Πέτρος Αθανασόπουλος ευχαρίστησε στο τέλος της ομιλίας τον Μητροπολίτη για την ευλογία και την άδεια που παραχώρησε ώστε να πραγματοποιηθεί η εκδήλωση καθώς και για την παρουσία του, τον Πρωτοπρεσβύτερο Ευάγγελο Παπανικολάου Θεολόγο, Ιατρό και Ιεραπόστολο που υποβλήθηκε στο κόπο παρά το βαρύ πρόγραμμά του να ανταποκριθεί στην πρόσκληση και να βρεθεί στην Ενορία Κιβερίου ώστε να μιλήσει για την μακαρία Αργυρώ Στεφανάκη, τα μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου για την όλη διοργάνωση και συνεργασία καθώς και όλο τον κόσμο που προσήλθε.
Υπό π. Ευαγγέλου Παπανικολάου, ιερέως και ιατρού. Από τις διηγήσεις που άκουγε από την ίδια Αργυρώ συνέθεσε την βιογραφία της
Η μακαρία Αργυρώ Στεφανάκη γεννήθηκε στις Βάσιλιες Ηρακλείου Κρήτης στις 7 Δεκεμβρίου 1924. Οι γονείς της ήταν ευλαβείς. Ζούσαν πτωχικά αλλά όχι στερημένα. Απέκτησαν πέντε παιδιά. Την Αργυρώ, τον Αριστείδη, την Ιωάννα, την Γεωργία και ένα μικρό Βενιζελάκι, που εκοιμήθη νήπιο. Η ζωή ήταν ατάραχη. Είχαν λευτερωθεί από τον Τούρκο, είχαν ενωθεί με την Ελλάδα.
Η Αργυρώ ήταν έξυπνη, εύστροφη, όμορφη, -έφερε πάντα την μακρομαλλούσα κώμη της σε πλεξίδες-, μεγαλομάτα, ευσεβής, χαρούμενη, σεμνή και το κυριώτερο αγαπούσε την Εκκλησία και τις Ακολουθίες. Όταν έφθασε σε ηλικία γάμου, αρραβωνιάστηκε έναν παλλήκαρο απο το χωριό της. Αμέσως μετά τον γάμο κηρύχτηκε ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος και άνδρας της έφυγε νιόπατρος για το μέτωπο. Εκείνη σαν Αρετούσα τον περίμενε, συμμετέχουσα σε οποιαδήποτε προσπάθεια συμπαραστάσεως στο δοκιμαζόμενο γένος, με ρούχα, δέματα κλπ. Μετά την κατάρρευση του μετώπου, τον Μάιο του ’41 επέστρεψε ο άνδρας της στην Κρήτη. Οι Γερμανοί κατακτητές, επειδή στην Κρήτη ξεκληρίστηκαν οι αλεξιπτωτιστές τους, φέρθηκαν στο νησί και στους κατοίκους απάνθρωπα. Έκαψαν χωριά και έκαναν εκτελέσεις. Για έναν Γερμανό σκοτωμένο εκτελούσαν δέκα αθώους Έλληνες. Σε ένα μπλόκο στην Χανιόπορτα του Ηρακλείου συνέλαβαν και τον άνδρα της Αργυρώς. Όταν δε έμαθαν ότι είχε πολεμήσει στο μέτωπο, τον αποφάσισαν για θάνατο.
Τότε η Αργυρώ φόρεσε τα καλά της, πήρε λουλούδια για τους άλλους κρατουμένους και σαν την Ιουδήθ πήγε στο στρατόπεδρο των Γερμανών και στις φυλακές και πέτυχε με την θωριά της και τον Χριστό της να εξασφαλίσει άδεια, να παρηγορήσει τον άνδρα της και να μεταφέρει άπειρα μηνύματα προς τους άλλους φυλακισμένους με κίνδυνο της ζωής της.
Έφθασε η ώρα της εκτελέσεως· ήρθε το απόσπασμα. Οι στρατιώτες άλλοι είχαν σφαίρες και άλλοι όχι, ώστε το έγκλημα να είναι συλλογικό αλλά κανείς να μην ξέρει, εάν αυτός σκότωσε. Τους έστησαν στον τοίχο, ετοιμάστηκαν. Και ξαφνικά, προβάλλει η Αργυρώ μαυρομαλλούσα, ευθυτενής, λάμπουσα με τα φορέματα του Πάσχα. Πέρασε μπροστά από τα προτεταμένα όπλα, έπιανε με το δεξί χέρι τις κάννες και τις έστρεφε προς την γη. Έκπληκτος ο Γερμανός αξιωματικός έβλεπε το φαινόμενο. Αμέσως την κάλεσε μπροστά του. Διέκοψε την εκτέλεση.
-Ποια είσαι;
-Είμαι η γυναίκα του τάδε.
-Πάρε τον άντρα σου και φύγε.
-Όχι, λέει, αυτή, όλους.
-Τον άντρα σου μόνο.
-Όχι, όλους η να μείνη ο άντρας μου και εγώ μαζί με όλους.
Ελύγισε το σίδηρο, ελύγισε και είπε:
-Όλοι!!!
Ούτε ευχαριστώ δεν του είπε· και σχολίαζε αργότερα: «Μα τι άνθρωποι ήταν οι Γερμανοί! Την ώρα που τους σκότωναν, είχαν μεγάφωνα μέσα στο στρατόπεδο που μετέδιδε μουσική από γραμμόφωνα· αυτά τα μουσικάντικά τους, αργότερα έμαθα πως τα λέγαν βάγκνερ. Θηρία οι άνθρωποι χωρίς Θεό».
Επέστρεψαν στο σπίτι τους κι έζησαν απλά και ήσυχα. Και γέννησε η δούλη του Θεού ένα τέκνο, καρπός των προσευχών. Το βάπτισαν και του έδωσαν το όνομα Γεωργία. Για τρεις χρόνους έζησαν χωρίς πειρασμούς. Και ξαφνικά εμφανίστηκαν τα ερυθήματα και οι εκδηλώσεις της φοβερής και στ’ άκουσμα ασθένειας, της λέπρας.
Φανερώθηκε η νόσος σ’ όλα τ’ αδέλφια, στην Αργυρώ, στον Αριστείδη, στην Ιωάννα και στην Γεωργία.
Σπιναλόγκα: το νησί του πόνου. Εξορία, απόρριψη, φόβος. Τους πέρασαν από την Πλάκα απέναντι στην Σπιναλόγκα. Όλοι οι ασθενείς –λεπροί δεν χαιρέτισαν κανέναν. Αυτήν ούτε τον άνδρα της χαιρέτησε, ούτο το παιδί· αλλά ένδακρυς και αρχοντικιά έλεγε ΄΄Δόξα σοι ο Θεός΄΄. Εσχίζοντο τα στήθηα της, αλλά πήγε πέρα μαζί με όλα της τ’ αδέλφια κι άφησε πίσω άνδρα και παιδί. Δεν άρθρωσε «γιατί». Μόνο έλεγε: «Κύριε, δεν σου λέω τι να κάνης για μένα· κάνε ο,τι θέλεις. Εσύ μ’ έφερες στην ζωή, μέχρι τώρα με σκέπασες, με ευλόγησες· αξίωσέ με να δω φως παρακλήσεως». Όταν κατέβηκαν στην προκυμαία της Σπιναλόγκας, τους υποδέχτηκαν οι άλλοι λεπροί χωρίς μύτες, με πληγές στομάτων, χεριών, με βακτηρίες, με πληγές αιμαστάζουσες και πυορροούσες.
Εκεί στο καμίνι θα δοκιμάζονταν όλα. Επιστήμες και γνώσεις, οικογενειακές σχέσεις και φιλίες, αισθήματα ανθρωπιάς και τιμής, ακόμη θα δοκιμαζόταν και η πίστη τους. Τους έδωσαν ένα δίπατο σπίτι, γιατί ήταν τέσσερεις. Η αδελφή τους η Γεωργία ήταν χειρότερα. Την έβαλαν στο επάνω δόμα, να θωρεί τον ήλιο.
Η ζωή είχε οργανωθεί από τους παλαιότερους. Είχαν κάνει έναν σύλλογο, που πρωτοστατούσε ένας άνθρωπος του Θεού, ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης. Και προ παντός υπήρχε Εκκλησία, ο άγιος Παντελεήμων. Ποιόν άλλον Άγιο θα μπορούσαν να έχουν ως προστάτη τους; Η Αργυρώ από στήθους θυμόταν το άσμα που τραγουδούσαν στην Σπιναλόγκα για τα εγκαίνια της Εκκλησίας, π’ αυτή δεν τα είχε προφτάσει.
Στα 1901 στις 3 του Ιουνίου
στην Σπιναλόγκα έγινε εγκαινισμός Αγίου
τ’ αγίου Παντελεήμονα εγκαινιασμός εγίνη
μ’ ευλάβειαν, και με χαράν, με τάξιν και ειρήνη.
Λαμπρά επανηγύρησαν και έχαιρον από καρδίας
Στην Σπιναλόγκα να ιδούν να ψάλλουν
Λειτουργίαν.
Έχαιρον και ευφραίνοντο και εδοξολογούσαν
οι άρρωστοι οι χριστιανοί και τον Θεόν υμνούσαν,
όπου μας το αξίωσεν τέτοιαν χαράν να δώμεν
στην Σπιναλόγκα Εκκλησιά και να λειτουργηθώμεν.
Η Εκκλησία είχε πολυελέους που έλαμπαν, εικόνες πανέμορφες, τέσσερις σειρές στασίδια. Αλλά η Εκκλησία είχε και παπά χρυσό στο όνομα και στο ήθος, τον παπα-Χρύσανθο. Αυτός έγινε Πνευματικός τους· ακόμα κι όταν αργότερα ήρθαν στο αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω, ο παπα-Χρύσανθος ερχόταν από την Σπιναλόγκα να τους δη. Αυτός έμεινε στο νησί άλλους 8 χρόνους χωρίς ποίμνιο ορατό, αλλά για να διαβάζη τους κεκοιμημένους εν Χριστώ.
Διηγείτο η Αργυρώ: «Πηγαίναμε στους Εσπερινούς, στους Όρθρους, στις Λειτουργίες, εξομολογούμασταν, κοινωνούσαμε. Μεγαλώναμε μέσα στην Εκκλησία. Πηγαίναμε συνέχεια. Την Μ. Εβδομάδα ασπρίζαμε τα γκρεμισμένα κατώφλια και τις φλοιές των παραθύρων. Στολίζαμε τον Επιτάφιο. Βάφαμε τ’ αυγά, κάναμε κουλούρια, καλιτσούνια, καίγαμε τον Ιούδα. Πονάγαμε με σουβλιές απίστευτες. Τρέχαμε στη πόρτα της Εκκλησίας –είχαμε κι άλλες Εκκλησίες. Πιάναμε κουβεντούλες με τους αγίους. ΄΄Άγιε Γιώργη μου, ξέρομε είσαι καλός άγιος, στρατιώτης άγιος. Βοήθα με να γλυτώσω, δεν μπορώ μπλιό από τους πόνους, θα πεθάνω, θα τρελλαθώ΄΄. Και μέσα σ’ όλα αυτά κρατούσαμε νηστεία. Μ. Τεσσαρακοστή αλάδωτο όλη την εβδομάδα και μόνον Σαββατοκύριακο λάδι. Είχαμε κομποσχοίνια και ανά μία ώρα ο καθένας έκανε κομποσχοίνι υπέρ του κόσμου όλου και για να βρεθή το φάρμακο για την λέπρα.
»Η αδεφλή μου Γεωργία χαριτωμένη, καθαρή ψυχή, βάρυνε. Έκανε πυρετό 40ο C. Των Βαίων ξάπλωσε στο κρεββάτι.
»Την Μ. Παρασκευή πέρασε ο Επιτάφιος κάτω από το σπίτι μας. Πέρασε με κεριά ο παπα-Χρύσανθος και οι λωβιασμένοι, που κρατώντας τον πόνο τους, συντρόφευαν τον Χριστό. Λέμε στην αδελφή μου την Γεωργία:
– Να σε κατεβάσωμε στην πόρτα να προσκυνήσης τον Επιτάφιο; Λέγει αυτή:
– Όχι, αδέλφια μου, σήμερα δεν μπορώ· θα προσκυνήσω τον αφέντη Χριστό αύριο εγώ.
» Το βράδυ του Μ. Σαββάτου κατά τις 10.00΄ η Γεωργία προσκύνησε την Ανάσταση του Χριστού. Εκοιμήθη. Την συγυρίσαμε, την στολίσαμε, κλείσαμε την πόρτα, πήγαμε στην Εκκλησία, είπαμε το ΄΄Χριστός Ανέστη΄΄, λειτουργηθήκαμε, κοινωνήσαμε και δεν είπαμε τίποτα σε κανέναν, για να μην τους στενοχωρήσωμε στην χαρά της Αναστάσσεως. Το πρωί το είπαμε. Στην ΄΄Αγάπη΄΄ την κηδεύσαμε. ΄΄Χριστός Ανέστη΄΄ λέγαμε και κλαίγαμε το 17χρονο κορίτσι μας και περιμέναμε την σειρά μας.
»Την Δευτέρα του Πάσχα κάναμε περιφορά (λιτανεία) σ’ όλο το νησί με δυσκολία, με εξαπτέρυγα, εικόνες, την Ανάσταση και τον παπά μας. Φτάναμε στο Εκκλησάκι του Αη-Γιώργη. Ψάλλαμε τον Εσπερινό, γυρίζαμε στον Άγιο Παντελεήμονα, φιλούσαμε τις εικόνες, το χέρι του παπα- Χρύσανθου και ύστερα κερνιόμασταν στο καφενείο.
»Τότε σκέφτηκα το παιδί μου. Ήξερα ότι ο άνδρας μου είχε μια θειά στο Ηράκλειο, καλή γυναίκα, που έμενε κοντά στην Χανιόπορτα. Επεθύμησα να δω το παιδί μου, να το σφίξω λίγο στην αγκαλιά μου. Κι επειδή δεν έκανε, μην τον κολλήσω, έστω να το δω. Φούντωνε κάθε μέρα η επιθυμία. Έβλεπα την θάλασσα, την επιγραφή που έλεγε ΄΄όποιος μπήκε μην περιμένη να γυρίση πίσω΄΄. Και είπα: ΄΄Θα το σκάσω, θα πάω να δω το παιδί μου΄΄. Στ’ αδέλφια μου δεν είπα τίποτα. Παρατηρούσα την θάλασσα, πως πάνε τα ρεύματα, αλλά μπάνιο δεν γνώριζα και φοβόμουν, ότι θα πνιγώ. Τότε είπα: ΄΄Θα πάω· ο Θεός και η Παναγία –μάννα είναι-, θα βοηθήσουν΄΄. Κάνω τα ρούχα μου έναν μπόγο, τα βάζω στο κεφάλι μου. Είχα μελετήσει και την παλίρροια, ακόμα ήξερα τα αβαθή μέρη. Λέω ΄΄αυτό θα με βοηθήση΄΄ κάνω τον σταυρό μου και περνώ απέναντι. Ούτε το κατάλαβα. Βγαίνω, κρύβομαι, στεγνώνω και φορώ τα ρούχα μου κι αρχίζω σιγά-σιγά περπατώντας όχι από την δημοσιά αλλά από μονοπάτια νύχτα κυρίως, να προχωρώ προς το Ηράκλειο. Έφτασα.
Κρύφτηκα από τους χωροφυλάκους, πέρασα την Χανιόπορτα. Σουρούπωσε. Πηγαίνω στο σπίτι της θείας του άνδρα μου. Κτυπώ, κανείς. Κάθομαι στα σκαλιά και αναμένω. Πρόβαλλε η Θεία μ’ άλλες δύο Φορούσαν μαύρα.
-Αργυρώ, μου λέει, εσύ είσαι;
-Ναί, τους λέγω. Το παιδί;
-Αχ! καϋμένη, πέθανε και ερχόμαστε από το κοιμητήριο· αρρώστησε από πνευμονία και έφυγε. Και κλαίγαμε όλες μαζί.
»Πήγαμε στο μνήμα. Προσκύνησα και είπα: ΄΄Θεέ μου, δόξα σοι. Κάνε με ο,τι θέλεις΄΄ και κλαίγοντας πάγω στη χωροφυλακή. Τους λέγω: ΄΄Τόσκασα από την Σπιναλόγκα, ήρθα με τα πόδια αλλά δεν έχω δύναμη να ξαναγυρίσω πάλι με τα πόδια΄΄. Οι άνθρωποι με έβαλαν σε αυτοκίνητο, με συνόδεψαν –τους ευγενείς- και με έφεραν πίσω, με έβαλαν στο καίκι, πάω στο σπίτι μου. Κλαίμε όλοι. Δύο πεθαμένοι σ’ έναν χρόνο. Κλάψαμε, χορτάσαμε το κλάμα. Πήγαμε στην Εκκλησία μας. Ο παπα- Χρύσανθος επί σαράντα ημέρες κάθε μέρα λειτουργούσε. Για να με παρηγορήση, μας διάβαζε τα πάθη του Ιώβ και την Θυσία του Αβραάμ΄΄ του Κορνάρου. Παρηγορηθήκαμε.
»Και τότε ήρθε καινούργιο. Ήρθε χαρτί από τον άνδρα μου για διαζύγιο. Μου έγραφε: ΄΄Αργυρώ, χωρίσαμε ζωντανοί, το παιδί μου πέθανε. Εσύ εκεί μπήκες και εγώ εδώ, γάμος δεν είναι, δος μου το διαζύγιο να προχωρήσω την ζωή μου΄΄.
»Δόξα σοι ο Θεός, τρίτος θάνατος. ΄΄Ναί, άνδρα μου, να σε λευτερώσω· με την ευχή του Χριστού και της Παναγιάς να βρης άλλη, να αναπαυθής από τους κόπους σου. Ναί άνδρα μου στείλε το χαρτί που θέλεις να υπογράψω΄΄. Και το πήρε το διαζύγιο.
»Έμαθα την ημέρα του γάμου. Δεν άντεχα. Ξανά κάνω τον δρόμο που ήξερα. Ξανά μπόγο τα ρούχα, ξανά το ντεπόζιτο, ξανά η θάλασσα, ξανά το νυχτοπερπάτημα. Φθάνω στο χωριό. Κρύβομαι, ακούω τον γάμο. Το πρωί την Δευτέρα ώρα 12.00΄πηγαίνω στο σπίτι μου –που πλέον δεν είναι σπίτι μου- και κτυπώ την πόρτα. Ανοίγει μια όμορφη καλή γυναίκα. Με ρωτά:
– Τι θέλετε;
– Είμαι η Αργυρώ, λέγω. Κόκαλο αυτή.
– Μην φοβάσαι, της λέω, ήρθα να σου πω κάτι. Αυτός, που τον παντρεύτηκες είναι καλός άνθρωπος και να τον αγαπάς και πάρε και αυτό. Και μην πης σε κανέναν τίποτα.
»Και έδωσε έναν φάκελλο με τις οικονομίες μου, δώρο για τον γάμο. Φιληθήκαμε. Πέρασα και από τους τάφους των γονιών μου και γύρισα στην Σπιναλόγκα».
Η Ιωάννα η αδελφή της Αργυρώς, αγάπησε ένα παλικάρι ασθενή στην Σπιναλόγκα και παντρεύτηκαν. Γέννησαν 4 παιδιά, τον Βενιζέλο, τον Δημήτρη, την Γεωργία και την μοναχή Γαβριηλία. Ο Βενιζέλος βαπτίστηκε στην Σπιναλόγκα, στον Άγιο Παντελεήμονα από τον π. Χρύσανθο το 1951.
Το 1957 ήδη είχε βρεθή το φάρμακο από τον Χάνσεν. Η Δαψώνη. Ήρθε στην Σπιναλόγκα. Αρχικά την δοκίμασαν οι πιο βαρειά ασθενείς και καλυτέρεψαν. Μετά όλοι βέβαια οι ασθενείς έπαιρναν το φάρμακο. Δεν γίνονταν τελείως καλά, αλλά όπου σε έβρισκε η θεραπεία εκεί σε άφηνε. Οι πληγές έκλειναν αλλά οι ουλές και οι παραμορφώσεις και οι αναισθησίες των νεύρων έμειναν. Έτσι οι μύτες έλειπαν, τα χέρια ήταν παράλυτα, η παραμόρφωση του προσώπου παρέμεινε και η δυσκινησία ήταν φοβερή. Η Σπιναλόγκα έκλεισε, καθώς και το λεπροκομείο της Χίου, που ήταν προστάτης ο άγιος Άνθιμος. Όλοι ήρθαν στο αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω. Η ζωή τους τώρα άλλαξε. Έγκλειστοι ήταν βέβαια, αλλά γνώριζαν οι ίδιοι ότι ήταν υγιείς από την νόσο και κυρίως ότι δεν μετέδιδαν την νόσο. Οι πιο δυσκολεμένοι σωματικά έμεναν σε ένα μεγάλο κτίριο, που το έλεγαν αναρρωτήριο. Οι άλλοι οι πιο υγιείς, όπως ήταν η Αργυρώ, ο Αριστείδης, ο κ. Χαράλαμπος, έμεναν σε μικρά σπιτάκια. Κανονικά ασκητήρια, που θύμιζαν Σκήτη.
Δωμάτια 4 Χ 3 μέτρων, κεραμιδοσκέπαστα, παράθυρα ταπεινά, τουαλέττα εξωτερική, τσιμέντο για δάπεδο, δύο κρεββάτια, ένα τραπέζι και σχεδόν πάντα μία βιβλιοθήκη. Ναί, βιβλιοθήκη. Ήμουν 12 χρόνων, όταν πρωτοεπισκέφτηκα την Αργυρώ. Κοίταζα τα βιβλία. Διάβαζα τους τίτλους των βιβλίων. Ευεργετινός, Αμαρτωλών σωτηρία, Συναξαριστής των 12 μηνών, το Πεντηκοστάριον, Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, Αόρατος πόλεμος, Ερωτόκριτος, Ιλιάδα, Οδύσσεια!!! Εκεί συνέχιζαν πιά τον πνευματικό αγώνα τους, ελεημένοι από τον Θεό για την νόσο τους. Γύρω δέντρα, κήποι, λουλούδια και γύρω απ’ αυτά ένας μεγάλος μανδρότοιχος, που προστάτευε τους έξω, από τους αγίους μέσα. Τότε το 1958 ήρθε και ο άγιος Νικηφόρος, σταλμένος από τον Άγιον Άνθιμο της Χίου. Εκείνος, επειδή η ασθένεια τον είχε πιά ταλαιπωρήσει, είχε τυφλωθή, ήταν ανάπηρος. Του έδωσαν ένα χώρο κοντά στην Εκκλησία. Δίπλα του ήταν ένας συνεταιρισμός, που είχε μπακάλικο, απ’ όπου ψώνιζαν οι ασθενείς. Εκεί ήταν ένα τολλ στρατιωτικο σε σχήμα σταυρού. Εκεί έμεινε ο άγιος Νικηφόρος, για να μπορή εύκολα να πηγαίνη στον Ναό των Αγίων Αναργύρων.
Το 1958 είχε έρθει στο Νοσοκομείο της Αγίας Βαρβάρας ο μοναχός Σωφρόνιος. Ο π. Σωφρόνιος, ήταν μοναχός από την Νότια Κρήτη. Ενώ ήταν μοναχός, τον πήραν στρατιώτη με διάταγμα της τότε κυβερνήσεως, γιατί λόγω του αδελφοκτόνου πολέμου είχαν χαθή πολλοί άνθρωποι και το άνομο κράτος στράφηκε στα Μοναστήρια και άρπαξε νέους μοναχούς και δοκίμους, τους ξύρισε και τους έστειλε να υπηρετήσουν. Ο π. Σωφρόνιος, ενώ υπηρετούσε στην Θεσσαλονίκη ασθένησε, διαγνώστηκε το νόσημα της λέπρας και ήλθε στον αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας. Τώρα πιά ήταν μία αδελφότητα, ο π. Νικηφόρος, ο π. Σωφόνιος, η μοναχή Φιλοθέη από τα Χανιά, η Μαριάμ, η Χαριτίνη η Μυτιληναία. Η Εκκλησία, οι Άγιοι Ανάργυροι, ήταν το Κυριακό της Σκήτεως. Ακολουθίες μοναστηριακές τελούνταν ανελλιπώς. Η Αργυρώ, η Ντίνα και η Φωφώ διακονούσαν, καθάριζαν την Εκκλησία, άσπριζαν, υποδέχονταν τον κόσμο με τρόπο αρχοντικό και σιωπηλές. Ρουφούσαν την διδασκαλία του αγίου Νικηφόρου από μακριά ιστάμενες σαν μυροφόρες και συγχρόνως έκαναν τον κανόνα τους.
Και όλες εκεί νήστευαν χωρίς να παραθεωρήσουν τίποτα. Ιερεύς πλέον ήταν ο π. Διονύσιος, νομίζω έγγαμος εκ Ζακύνθου, όχι ασθενής αλλά συγγενής ασθενούς. Είχαν μία μεγάλη μουριά έξω από την Εκκλησία κι εκεί πιο κάτω έβαζαν το καλοκαίρι τον άγιο Νικηφόρο και τους μιλούσε. Έρχονταν κόσμος πολύς, χριστιανοί, που δεν φοβούνταν, ο π. Νικόδημος ο Μπιλάλης και άλλοι από τη ΄΄ΖΩΗ΄΄, που έψαχναν κάτι άλλο βαθύτερο και που τους συγκινούσε ο αγώνας των ασθενών. Εδώ έρχονταν να παρηγορηθούν από τους ασθενείς, από τα συντρίμματα, από τα σπασμένα καλάμια, που γινόντουσαν φόρμιγκες του Θεού.
Το κύριο έργο της Αργυρώς ήταν η συμπαράσταση σε όλους τους αναγκεμένους. Ψυχορραγούσε κάποιος, η Αργυρώ, η Ντίνα και ο π. Σωφόνιος χώριζαν το εικοσιτετράωρο σε οκτάωρα. Παραστέκονταν στον ετοιμοθάνατο, του διάβαζαν Ακολουθίες ή ησύχως παρέμειναν για να μην πεθάνη μόνος. Και μετά τον έπλεναν, τον έντυναν και διάβαζαν το Ψαλτήρι με τον π.Σωφρόνιο να πρωτοστατή.
Άλλο έργο είχαν, την ευποιία (βοήθεια) εκατοντάδων. Πτωχοί κατέφευγαν σ’ αυτούς και αυτοί προσέφερον ο,τι είχαν: τρόφιμα, χρήματα κ.λ.π. Ο,τι τους πήγαιναν, τα μοίραζαν. Είχαν μια σύνταξη από το Ελληνικό Δημόσιο σαν βοήθημα, μερικοί εργάζοντο κιόλας. Οι τρεις, η Αργυρώ, η Ντίνα και ο Αριστείδης είχαν κάνει μία συμφωνία. Θα ζούσαν με την μία σύνταξη και τις δύο άλλες θα τις μοίραζαν, όπου υπήρχε ανάγκη. Το γνωρίζω καλά, γιατί εγώ από ηλικία 13 χρονών τους έγραφα τις επιταγές κάθε μήνα, ως και τα γράμματα που τους έστελναν για να τους παρηγορήσουν και τα ταχυδρομούσα. Και το κυριώτερο έρχονταν φωχοί απ’ έξω από την μάνδρα του νοσοκομείου. Αυτοί έφτειαχναν τσάντες με τρόφιμα. Και βάζαμε μία σκάλα στον τοίχο και από εκεί ανεβαίναμε κι οι φτωχοί του Χριστού από κάτω έπαιρναν τις τσάντες. Ο,τι περίσσευε κάθε μέρα το δίναμε μ’ αυτόν τον τρόπο για να μην πεταχτή τίποτα. Όλες τις μεγάλες γιορτές ετοίμαζαν δέματα και μέσα στα δέματα έβαζαν φακελλάκια με χρήματα και με το αυτοκίνητό μου πηγαίναμε στα σπίτια των θλιμμένων και πτωχών. Κι όλα αυτά απλά, φυσικά, χωρίς να θεωρούν ότι κάνουν κάτι σπουδαίο. Όλοι είχαν μία χαρά. Η Αργυρώ με τα παραμορφωμένα χεράκια της, με το μαντήλι πάντα στο κεφάλι, προχωρούσε πρώτη!
Από το 1958 η ζωή της και των υπολοίπων είχε συνδεθή με τον π. Σωφόνιο, τον μετέπειτα Άγιο Ευμένιο ιερομόναχο και τον άγιο Νικηφόρο, τον οποίο ο π. Σωφρόνιος τον διακόνησε σαν πατέρα του. Συναντιλήπτορες ήταν η Αργυρώ, η Ντίνα και άλλες πολλές ψυχές.
Η Φωφώ είδε κάποτε τον άγιο Νικηφόρο πάνω από το κρεββάτι του όρθιο να λάμπη υγιής τελείως. Το ίδιο θαυμαστό γεγονός είδε και ο μοναχός Σωφρόνιος: Όταν κάποτε άνοιξε την πόρτα χωρίς ευλογία, είδε τον άγιο Νικηφόρο σε στάση προσευχής ένα μέτρο πάνω απ’ το κρεββάτι και το κυριώτερο έλαμπε και ήταν υγιής χωρίς πληγές, χωρίς παραμορφώσεις.
Όταν ο π. Σωφρόνιος πέρασε μία μεγάλη δοκιμασία, η Αργυρώ και η Ντίνα τον συνόδευαν, τον φρόντιζαν και τον διάβαζε ο π. Χρύσανθος, ο παπάς της Σπιναλόγκα, ήδη πολιός, κάτασπρος, πνευματοφόρος· και έτσι βοήθησε ο Θεός και η Κυρία Θεοτόκος η Κουδουμανή και ελευθερώθηκε ο π. Σωφρόνιος. Και τότε ζήτησαν όλοι για παπά τους τον π. Σωφρόνιο από τότε Μητροπολίτη Νικαίας κ., Γεώργιο. Έδωσε άδεια ο Μητροπολίτης και τότε όλοι μαζί, ο Αριστείδης, ο κ. Χαράλαμπος, η Αργυρώ, η Ντίνα και ο π. Σωφρόνιος πήγαν στην Κρήτη στην Καλυβιανή, -Σαρακοστή ήταν- και εχειροτονήθη ιερεύς από τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ. Τιμόθεο στην Ιερά Μονή Καλυβιανής. Από τότε άλλαξε όνομα και ετέθη ο λύχνος στον λυχνοστάτη. Ο Ναός του νοσοκομείου απέκτησε νυχθήμερη Ακολουθία, θεία Λειτουργία καθημερινή, Εσπερινό, παννυχίδες.
Σε όλα οι πτωχές ψυχές, οι άτλαντες της υπομονής με προεξάρχουσα την Αργυρώ συμμετείχαν ολοκαρδίως. Σιγά-σιγά πλήθη άρχισαν να επισκέπτωνται τους αδελφούς του Χριστού, πολλοί χριστιανοί, που τους συμπονούσαν. Ο Αριχεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος και ο Νικαίας κ. Γεώργιος, ο Ραούλ Φολερώ κ.α., πολλοί μελλοντικοί ιερείς και μοναχοί ήρχοντο και ξαναήρχοντο. Όλα ήταν απλά, ταπεινά, ανεπιτήδευτα, αληθινά. Δεν άκουγες επαίνους, αλλά ευθύτητα λόγων και συναντούσες φιλοξενία άπειρη και αισθανόσουν ευλογία.
Όσοι περνούσαν από την Εκκλησία, κατέληγαν στα σπιτάκια και σίγουρα στην Αρυγρώ. Εκεί εδέχοντο νέα περιποίηση, φρούτα του κήπου, παξιμάδι, νερό, καλτσούνια, ο,τι είχαν έδιναν. Κυρίως άκουγαν και όταν ήταν ανάγκη, συμβούλευαν εμπόνως.
Μετά από 28 χρόνια μαθαίνει η Αργυρώ ότι το μοναδικό παιδί του άνδρα της με την νέα γυναίκα παντρεύεται. Παίρνει την αχώριστη πιά φίλη της, την άλλη αγιασμένη ψυχή, την Ντίνα. Βάζουν σ’ ένα φάκελο 100.000 δραχμές. Πηγαίνουν στον γάμο, κάθονται τελευταίες, χαιρετούν, ασπάζονται την νύφη, τον γαμπρό και τότε ο άνδρας της την βλέπει μπροστά του μετά από τόσους χρόνους. Ασπάζονται, δίνουν την καλή χείρα και επιστρέφουν στον αντιλεπρικό Σταθμό χαρούμενες, γαλήνιες, μελωμένες με χάρη Θεού. Η Αργυρώ και η Ντίνα, οι πολύαθλες.
Γύρω στο 1979 εμφανίστηκε μία νέα αρρώστεια, μία νέα μάστιγα, άγνωστη, τρομερή, που γέμιζε με φόβο τον κόσμο. Ο κόσμος την έλεγε AIDS και η Ιατρική σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας. Το νοσοκομείο υποδέχθηκε αρρώστους (σε δωμάτια με σιδερένια κάγκελλα). Στην αρχή ήσαν στην απομόνωση, διότι κανείς δεν γνώριζε τον τρόπο της μετάδοσης επακριβώς. Και τότε οι πρώην «κατηραμένοι» της Σπιναλογκας συμπόνεσαν τα «καϋμένα τα παιδιά», μαγείρευαν κάτι ωραίο και πήγαιναν έξω από τα κάγκελα. Η Αργυρώ έκανε τις συνεννοήσεις και η Ντίνα τα ωραία νοστιμότατα φαγητά. Ύστερα, όταν οι πόρτες άνοιξαν και τα παιδιά αυτά σεργιάνιζαν μέσα στα κηπάκια των Χανσενικών, η Αργυρώ τους υποδεχόταν, κουβέντιαζε μαζί τους, έδινε χρήματα, τα συμπονούσε, τα έκανε παιδιά της. Και όταν μερικά απ’ αυτά τα καλόπαιδα επρόκειτο να φύγουν για την αγήρω μακαριότητα, τα βοηθούσε να εξομολογηθούν, να μεταλάβουν. Κι έπαιρνε το καράβι και συνόδευε τα ξόδια τους, στην Κρήτη κυρίως ή και αλλού, κι ύστερα μνημόνευε τα ονόματά τους στα
κομποσχοίνα της και έκανε σαρανταλείτουργα για τις ψυχές τους. Παρηγορούσε τους γονείς και μάλιστα για χρόνια πολλά.
Τα χρόνια περνούσαν, ο κόσμος αύξανε, τόσο για τον π. Ευμένιο, και ιδίως μετά την κοίμηση του π. Προφυρίου ο οποίος τον χαρακτήρισε σαν τον «κρυφό άγιο», όσο και για την Αργυρώ.
Όταν κάποιοι γνωστοί της αδικούνταν από συναδέλφους τους χρησιμοποιώντας πολιτικά μέσα, κατέφευγαν στην Αργυρώ και έλεγαν τον πόνο τους, τότε αυτή θυμόταν τον παλιό εαυτό της μπροστά στους Γερμανούς. Έβαζε τα καλά της, χτένιζε τις κοτσίδες της, φόραγε ένα ώραίο μαντήλι και ανέβαινε στα σκαλιά της Διοίκησης. Άστραφτε και βρόνταγε υπέρ του αδικημένου και πετύχαινε πάντα να αρθή η αδικία. Δεν ξανθυμόταν το καλό που είχε κάνει και δεν δεχόταν εκφράσεις ευγνωμοσύνης, ούτε δώρα.
Η χαρά της ήταν τα Χριστούγεννα. Παρέλαυναν πολύτεκνοι να πούν τα κάλαντα, ιδιαίτερα η οικογένεια Παλαιάκη με τα 13 παιδιά τους. Η Αργυρώ ήταν νονά σε ένα απ’ αυτά. Άκουγε τα κάλαντα ή ψαλμωδίες και μοίραζε χρήματα.
Η Αργυρώ είναι και δική μου ευεργέτις, διότι με στήριξε στην απόφαση της ιερωσύνης, μου έδωσε την ευχή της και ήρθε στην χειροτονία μου.
Και εγώ της συμπαραστάθηκα στο τέλος της το οσιακό με την θεία Κοινωνία. Για λίγα χρόνια λόγω απώλειας μνήμης ήταν έγκλειστη, αλλά με παιδική και αγγελική συμπεριφορά.
Εκοιμήθη στις 12 Ιουλίου 2014 η δούλη του Θεού Αργυρώ, η άπατρις, η χωρίς σύζυγο, η έχουσα θάψει το ένα και μοναδικό παιδί της, η ασθενής, η πολύαθλος· ανεπαύθη από τα βάσανα και τις ασθένειές της και εκατοντάδες άνθρωποι πρόστρεξαν στο λείψανό της και τη οδήγησαν μέχρι τον ταπεινό τάφο της στο Γ΄ Κοιμητήριο.
Μετά χρόνους τρεις κάνεμε ανακομιδή των λειψάνων της. Πήγαμε πρωί με τον π. Παλλάδιο της Σκήτης του Κουτλουμουσίου -αγαπημένος της μοναχός και συγγενής- κάναμε τρισάγιο, σταυρώσαμε το μνήμα και με το φτυάρι αρχίσαμε την εκταφή μαζί με τα παιδιά του κοιμητηρίου. Και ξαφνικά!, ευωδία άρχισε να εξέρχεται από το χώμα. Αναρωτηθήκαμε μήπως εκεί πλησίον κάποιος θύμιαζε, αλλά δεν ήταν κανένας· το χωματάκι ευωδίαζε! Ήταν η ευωδία από «τα τεταπεινωμένα οστέα» της πολύπονης, της πολύπαθλης, της πολύαθλης Αργυρώς. Μετά βρήκαμε τα λειψανάκια της με το ωραίο κεχριμπαρένιο χρώμα. Τα πλύναμε και τα πήραμε μαζί μας για παρηγορία μας και τα τοποθετήσαμε κάτω από την Αγία Τράπεζα σ’ ένα μοναστηράκι της Αττικής. Και λειτουργούμε εμείς εδώ κάτω και αυτή χαίρεται και αγάλλεται τώρα στην άνω Ιερουσαλήμ.
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.
Κείμενο-φωτογραφίες: Ευάγγελος Μπουγιώτης