Το πρώτο-πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να δούμε το θέμα αυτό έτσι: Μήπως είναι μια οικονομία Θεού για καλό μας, διότι αλλιώς, θα παίρναμε τους δρόμους, δεν ξέρω ποιους δρόμους, πάντως του διαβόλου;
Και τα οικονομεί έτσι ο Θεός, για να μείνουμε κοντά του. Όχι βέβαια με το ζόρι, αλλά ξέρει ότι εμείς οι ίδιοι, όταν οικειοθελώς πλέον θα μείνουμε κοντά του, θα τον ευγνωμονούμε.
Το ένα είναι αυτό. Το άλλο είναι να μη νομίσουμε ότι είναι φοβερά πράγματα αυτά. Μπορεί έτσι να τα ζει κανείς, μπορεί έτσι να τα νιώθει, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι έτσι ακριβώς, όπως τα νιώθει. Και ένας λόγος που καμιά φορά λέω σε κάποιον, σε κάποια: «Άσ’ τα• άσ’ τα. Θα τα αναλάβω εγώ. Ξένοιασε σαν να μην τα έχεις», είναι ακριβώς αυτό: να ξενοιάσει λίγο, να μην είναι υπό την επήρεια όλης αυτής της καταστάσεως που νιώθει, όλης αυτής της μαυρίλας που νιώθει, να μην έχει όλο αυτό το ζόρισμα, όλο αυτό το μπέρδεμα. Και όποιος πιστεύει στα λόγια αυτά, βοηθιέται πάρα πολύ. Κατ’ αρχήν, από την καθαρώς ψυχολογική πλευρά αν το πάρουμε το πράγμα, ξενοιάζει κανείς, καθώς εμπιστεύεται κάπου. Αλλά επιπλέον κάνοντας η ψυχή αυτό, ο Χριστός τη βρίσκει ήσυχη, ήρεμη, όχι αναστατωμένη, και δίνει πλούσια τη χάρη του, ανάλογα με τη στάση της.
Έχουμε πει και άλλη φορά το εξής: σου ζητάει κάποιος ένα ποτήρι νερό και απλώνει το χέρι, το οποίο όμως τρέμει. Ποτέ δεν θα βάλεις το ποτήρι με το νερό, με το όποιο δροσιστικό ποτό, σε ένα χέρι που τρέμει έτσι. Όταν τρέμει η ψυχή σου, όταν είναι αναστατωμένη, όταν λες: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» κλαψουρίζοντας, τι περιμένεις; Χρειάζεται να ησυχάσει κανείς, να ειρηνεύσει, να ηρεμήσει. Γι’ αυτό λέμε: «Άσ’ τα• άσ’ τα τα θέματά σου. Ξένοιασε. Μη σε τρώει αυτή η αγωνία, τι θα γίνει, τι δεν θα γίνει». Έτσι μπορεί να επιτευχθεί μια κάποια ηρεμία, μια κάποια ξενοιασιά, και αρχίζει πλέον να έρχεται η χάρη του Θεού και τον ενδυναμώνει τον άνθρωπο, τον ενισχύει, και παίρνει καινούργιο δρόμο κανείς.
Να μην επηρεαζόμαστε λοιπόν από το πώς τα νιώθουμε εμείς τα πράγματα. Δεν είναι τόσο φοβερά, όσο τα νιώθουμε. Είναι λίγο διαφορετικότερα. Μην τρομάζουμε, μην πανικοβαλλόμαστε, και κυρίως μη συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους, και δημιουργούνται έτσι ακόμη χειρότερες καταστάσεις.
Ξέρετε πόσο ήσυχοι είμαστε εμείς, όσοι δεν συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους και δεν έχουμε ανταγωνισμό με κανέναν; Και στους κληρικούς και στους μοναχούς μπορεί να υπάρχει αυτό το πνεύμα. Αλλά όσοι απαλλαγούν από αυτό, το παίρνουν απόφαση ότι είναι αυτοί που είναι και τελείωσε. Αυτό ήταν. Δεν επιδιώκουν ούτε μεγαλεία ούτε τίποτε τέτοιο. Οπότε είναι ήρεμος κανείς, ήσυχος, καθώς δεν έχει τέτοια προβλήματα και τέτοια μαράζια και τέτοιους καημούς, σαν να είναι κάποια σκουλήκια μέσα του που τον τρώνε.
Γιατί όμως γενικότερα να μην πάρει κανείς έτσι τη ζωή; Και την παίρνει κανείς έτσι, όταν δεν χάνεται μέσα στην πραγματικότητα της παρούσης ζωής, αλλά βλέπει την παρούσα ζωή ως ένα κάτι μέσα στην όλη αιωνιότητα. Υπάρχουμε για λίγο σ’ αυτόν τον κόσμο, για να κερδίσουμε την αιωνιότητα, και όχι, σώνει και καλά, για να πετύχουμε σ’ αυτόν τον κόσμο, όπως θέλουν οι άνθρωποι. Και όταν ακόμη δεν επιτυγχάνουμε, και όταν ακόμη δεν έρχονται τα πράγματα όπως τα περιμένουμε, δεν είναι αποτυχία• εμείς το νιώθουμε έτσι.
Χρειάζεται λοιπόν κατ’ αρχήν να τα πάρουμε έτσι τα πράγματα, να τα δούμε μέσα σ’ αυτές τις αλήθειες, και μετά, κατά την ταπεινή μου γνώμη –μπορεί να κάνω λάθος– χρειάζεται να κάνει κανείς υπακοή. Αν ο καθένας πρέπει να κάνει υπακοή, όποιος έχει τέτοια προβλήματα και τέτοιες καταστάσεις ακόμη πιο πολύ χρειάζεται να κάνει υπακοή. Όποιος θέλει να σώσει την ψυχή του στις ημέρες μας, πρέπει να κάνει υπακοή. Χωρίς να είναι απόλυτο, αλλά ο κανόνας είναι αυτός. Έξω από την υπακοή, δεν ξέρω αν μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος• πολύ περισσότερο αυτοί που έχουν αρρωστημένες καταστάσεις. Άμα κάνει κανείς υπακοή, αλλά αληθινή υπακοή, σιγά-σιγά θα ξεγλιτώσει από τα γρανάζια μέσα στα οποία έχει μπλέξει, από τις διάφορες καταστάσεις, από τα διάφορα κόμπλεξ, θα κινηθεί πιο άνετα και θα λυτρωθεί.
Για να είμαστε προσγειωμένοι, θα σας πω και το εξής. Και αν ακόμη υπάρχει μέσα σου ένα κόμπλεξ –π.χ., το κόμπλεξ κατωτερότητος, που κυρίως αυτό βασανίζει τους πιο πολλούς ανθρώπους, ιδιαίτερα τους νέους– και δεν θεραπευθεί πλήρως –όχι ότι δεν μπορεί να θεραπευθεί εντελώς– δεν πειράζει. Αρκεί να το ξέρεις τι είναι, αρκεί να μη σε επηρεάζει, και ας υπάρχει. Τι θα σου κάνει; Μόνο καλό θα σου κάνει• κακό δεν θα σου κάνει. Πρέπει να τα δούμε τα θέματα αυτά και από αυτή την πλευρά, ότι δηλαδή μπορεί να τα οικονομήσει έτσι ο Θεός, που να μη θεραπευθείς.
Στον απόστολο Παύλο άφησε κάτι για να τον κολαφίζει, όπως λέει ο ίδιος (Β’ Κορ. 12:7). Του ήταν χρειαζούμενο. Ξέρουμε επίσης ότι σε μερικούς αγίους ο Θεός αφήνει μικροελλείψεις. Ενώ προχωρεί κανείς στην τελειότητα, αφήνει ο Θεός να πέφτει σε μικροπταίσματα, ακριβώς για να ταπεινώνεται. Έτσι, σε κάποιον άλλο μπορεί να αφήσει να έχει κάτι το οποίο σαν ένα κουδουνάκι μέσα του να του θυμίζει: «Ε, πού πας; Πού πας;» Την ώρα που πάει να πάρει αέρα, να ανοίξει περισσότερο τα φτερά του, να νομίσει ότι αυτός θα κάνει δεν ξέρω τι, έρχεται το κουδουνάκι αυτό, έρχεται αυτή η πραγματικότητα, και τον προσγειώνει τον άνθρωπο και τον βοηθάει να παίρνει τη σωστή στάση απέναντι του εαυτού του, απέναντι του Θεού, απέναντι των άλλων ανθρώπων.
Αν τα πάρει κανείς σωστά τα πράγματα, αν τα δει δηλαδή μέσα στην αλήθεια του Θεού, οπωσδήποτε μπορεί να γίνει πάρα πολλή εργασία, πολύ λυτρωτική εργασία στην ψυχή• όχι απλώς να ανακουφιστεί κανείς ψυχολογικά, αλλά να σωθεί δια μέσου αυτών, πραγματικά να σωθεί η ψυχή. Αλλά χρειάζεται να μπει κανείς στην υπακοή, στην αληθινή όμως υπακοή.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι φθάνει ο άνθρωπος στην τελειότητα. Λέει ο απόστολος Παύλος: «Έχουμε μέσα μας το Άγιο Πνεύμα, παρά ταύτα ακόμη είμαστε σε κατάσταση που στενάζουμε, που πονούμε, που υποφέρουμε και περιμένουμε» (Ρωμ. 8:23). Δεν φθάνει κανείς αμέσως στην τελειότητα. Και υπάρχει πάντοτε η τάση στον άνθρωπο να αποδεσμευθεί. Αρχίζει λοιπόν να χάνει την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο στο οποίο υπακούει, οπότε αρχίζουν να ξαναπαρουσιάζονται οι αρρωστημένες εκδηλώσεις που είχε.
Εδώ πρέπει να πούμε και το εξής: Χρειάζεται επί αρκετό καιρό να γίνει συνεργασία με τον πνευματικό με το πνεύμα αυτό της εμπιστοσύνης, για να έρθει το καλό αποτέλεσμα. Και αυτό διότι στην αρχή –τουλάχιστον έτσι καταλαβαίνω εγώ– ησυχάζει κανείς, ειρηνεύει, ηρεμεί, αλλά όχι επειδή εξαφανίστηκαν τα κόμπλεξ ή οι άλλες καταστάσεις που έχει• απλώς απωθήθηκαν βαθύτερα στο ασυνείδητο. Είναι οικονομία Θεού αυτό, για να έχει μια ανάπαυλα η ψυχή, να έχει μια καλή κατάσταση, ώστε να μπορέσει να αγωνιστεί καλύτερα πνευματικά. Ύστερα ξαναβγαίνουν αυτά. Το οικονομεί έτσι ο Θεός. Παραμονεύουν εκεί μέσα και βγαίνουν πάλι στην ώρα τους, ακριβώς για να μην πάρει αέρα η ψυχή και αποθρασυνθεί. Αυτά θα την κρατήσουν στην ταπείνωση, και γίνεται δεύτερη, τρόπον τινά, προσπάθεια, ώσπου τελικά ο άνθρωπος γιατρεύεται. Όντως γιατρεύεται.
Αν μείνει κάτι, θα μείνει μόνο και μόνο για να ωφελεί την ψυχή, όχι για να τη βλάπτει, όχι για να τη δηλητηριάζει, όχι για να την καταπονεί• θα μείνει σαν ένα κουδουνάκι, όπως είπαμε, για να την προσγειώνει, και να είναι σε ασφάλεια. Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «…πάντα συνεργεί εις αγαθόν», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2014, (αποσπάσματα).