Advertisements
Advertisements
Ορθοδοξία Blog

Πίστη και έργα

Εκκλησία- κεριά
Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος Καθηγητής Δογματικής: Πίστη και έργα (Μέρος Α).
Advertisements

Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος Καθηγητής Δογματικής: Πίστη και έργα (Μέρος Α).

Advertisements
Οὐκ ὀλίγοι ὀρθόδοξοι θεολόγοι στίς μέρες μας ἐπιχειροῦν ἀπροκάλυπτα ἤ συγκεκαλυμμένα νά ὑποβαθμίσουν τήν νηπτική-ἡσυχαστική παράδοση καί νά σμικρύνουν τήν σπουδαιότητα τοῦ Μοναχισμοῦ στή ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος «καταγγέλλοντας» τήν φιλοκαλική εὐσέβεια ὡς προεχόντως «εὐχητική» καί τήν ἀσκητική βιωτή ὡς ἀπόπειρα ἀτομικιστικῆς «δικαιώσεως δι’ ἔργων». Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐπαναφέρουν στό προσκήνιο, συνειδητά ἤ ἀσύνειδα, τήν «πάλιν καί πολλάκις» ἐγερθεῖσα ἀπό τούς Προτεστάντες μομφή κατά τῆς μοναστικῆς ἄσκησης ὡς μιᾶς «ἠθικῆς ἀξιόμισθων ἔργων» (πρβλ. π. Γ. Φλωρόφσκυ, Οἱ βυζαντινοί ἀσκητικοί καί πνευματικοί Πατέρες, Θεσσαλονίκη 1992, 118-158).
Σέ ὅτι ἀκολουθεῖ ἐπιχειρῶ ἀφενός νά καταδείξω ὅτι ἡ ὡς ἄνω θέση εἶναι ἀσύστατη καί ἀφετέρου νά περιγράψω ἀδρομερῶς τή διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας γιά τήν πίστη καί τήν ἄσκηση ἤ, ἀλλιῶς, γιά τήν πίστη καί τά ἀγαθά ἔργα σέ σχέση μέ τήν ἐν Χριστῷ δικαίωση καί τόν ἁγιασμό. Στό ἐγχείρημά μου αὐτό θά βασισθῶ κυρίως σέ ἐπιλεκτικά σταχυολογημένες ἀπό τήν ὀρθόδοξη φιλοκαλική Γραμματεία μαρτυρίες τίς ὁποῖες καί θά ἑρμηνεύω ὑπό τό φῶς τοῦ προφηταποστολικοῦ φρονήματος, ὅπως ἀποτυπώνεται στήν Ἁγία Γραφή καί βιώνεται ἀδιαλείπτως στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία.

1. Σωτηρία «ἐκ πίστεως δι’ ἐργασίας τῶν ἐντολῶν ἐνεργουμένη» ἤ ὁ παύλειος χαρακτήρας τῆς φιλοκαλικῆς εὐσέβειας

 Ἕνας ἀπό τούς αὐθεντικότερους μάρτυρες τῆς νηπτικῆς μας παράδοσης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης μᾶς καθοδηγεῖ στήν σύντομη ἀναζήτησή μας: Ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν ἀποκαλύπτει πίστη ἐν ἀγάπῃ ἐνεργουμένη· εἶναι ἡ ζῶσα καί σώζουσα πίστη ἐνεργουμένη διά Πνεύματος στόν πιστό (πρβλ. «ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τις ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» Γαλ. 5, 6).
Ἡ προτεσταντική διάζευξη τῆς πίστης ἀπό τά ἔργα εἶναι ἄγνωστη στήν ὀρθόδοξη παράδοση. Αὐτό πρέπει νά κατανοηθεῖ ὀρθά: Κατ’ ὀρθόδοξη ἐκτίμηση δέν δικαιωνόμαστε διά τῶν ἔργων μας. Ἡ «αὐτοδικαίωση» εἶναι βαθύτατα ἀντιχριστιανική διδασκαλία: «κατηργήθητε ἀπό Χριστοῦ οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε» (Γαλ. 5, 4). Ὁπότε καθίσταται σαφές αὐτό πού συνεχῶς βιώνεται στήν ἱστορία τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, ὅτι δηλαδή ἡ ἄσκηση καί ἡ «ταύτης πόνοι» δέν κατανοοῦνται ὡς ἀξιόμισθα ἔργα, ἀλλ’ ὡς θεραπευτικά μέσα χρησιμοποιούμενα ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ πλαίσιο ἐξάπαντος χαρισματικό. Ἡ δικαίωση καί ἡ σωτηρία μας εἶναι ἐκ «πίστεως δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης» (Γαλ. 5, 6).
Ὁ ἄνθρωπος βεβαίως ἀπέναντι στή θεία ἐν Χριστῷ δωρεά δέν στέκεται παθητικός, οὔτε ἀνενεργός καί ἄβουλος. Ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός θά ἰσοδυναμοῦσε eo ipso μέ ἕναν «σωτηριολογικό μονοφυσιτισμό» πού θά ἀκύρωνε τή θεόνομα καί χριστοκεντρικά θεμελιωμένη ἰουδαιοβιβλική καί πατερική ἀνθρωπολογία.
Ὅμως ἡ ἐνεργοποίηση τῆς ἀνθρώπινης θέλησης στό πλαίσιο τῆς νέας ζωῆς ἐν Χριστῷ προϋποθέτει τήν ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τήν δουλεία στό Σατανά καί τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία τελεσιουργεῖται μόνον διά τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ στό Μυστήριο τῆς θείας ἐν Χριστῷ ὑιοθεσίας μας. Τά ἀγαθά ἔργα, πού προϋποθέτουν τή συνέργεια μέ τή χάρη τῆς βούλησής μας (ἡ ὁποία, τό ξαναλέμε, ἀπελευθερώθηκε διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Σταυροῦ στό Βάπτισμα καί παραμένει ἐλεύθερη μέ τήν ἄσκηση στά Μυστήρια), ΔΕΝ εἶναι ἀξιόμισθα.
Ἐντούτοις χωρίς αὐτά ἡ σωτηρία μας εἶναι ἀνέφικτη καί ἡ χάρη δύναται νά ἀποβεῖ «εἰς κενόν», ἀφοῦ ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος πτώσης. Ἡ φιλοκαλική πείρα συμπυκνώνεται στό κλασικό φθέγμα τοῦ ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, «καί αὗται οὖν αἱ ἐντολαί οὐχί τήν ἁμαρτίαν ἐκκόπτουσι -τοῦτο διά μόνου τοῦ Σταυροῦ γεγένηται- ἀλλά τούς ὅρους τῆς δοθείσης ἡμῖν ἐλευθερίας φυλάττουσιν», ἀλλά καί διευκρινίζεται ἀπό τήν λακωνική φράση τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «Ὅτι αἱ ἐντολαί αὗται φυλάττουσι μᾶλλον ἡμᾶς καί χάρις Θεοῦ ἐστί» (πρβλ. Γ. Ι. Μαντζαρίδης, Χριστιανική Ἠθική, τόμος ΙΙ, Θεσσαλονίκη, 2009, 211 ἐπ. ).

2.  Τό φιλοκαλικό φρόνημα ἀπέναντι στήν «ἐξωτερική δικαίωση» (προτεσταντισμός) καί στήν ρωμαιοκαθολική «ἀξιοκρατία»

 Ἔτσι μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε γιατί τό sola fide τῶν προτεσταντῶν εἶναι λειψό:
Δέν σώζει ἡ πίστη ὡς γενική ἰδέα, συναισθηματική κατάσταση, ἀποδοχή θεωρητικῶν ἀληθειῶν ἤ ἀκόμη καί ὑπαρξιακή πεποίθηση. Θυμίζω ὅτι ἡ κεντρική προτεσταντική ἰδέα, ἡ ἐκ μόνης τῆς πίστεως δικαίωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ (τό «ἄρθρο» αὐτό «στέκεται ἤ πέφτει μαζί μέ τήν Ἐκκλησία» κατά τόν Λούθηρο!) συνίσταται στό ὅτι ὁ Θεός ἀφοῦ «ἱκανοποιήθηκε» ἀπό τόν θάνατο τοῦ Υἱοῦ Του, ἀναγνωρίζει ἐξωτερικῶς ἐκ μόνης τῆς χάρης (sola gratia) ἕνεκα μόνον τοῦ Χριστοῦ (propter Christum ἤ solus Christus) τόν ἁμαρτωλό ἐκ μόνης τῆς πίστεώς του (sola gratia). Προσοχή: Ὁ Θεός ἀναγνωρίζει, δέν καθιστᾶ δίκαιο τόν ἁμαρτωλό. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ πιστός ἐξακολουθεῖ νά μένει στήν ἁμαρτία, ἀλλά λογαριάζεται πλέον ἀπό τόν Θεό ὡς δίκαιος (ἡ περίφημη φράση «simul justus et peccator»). Πρόκειται γιά καθαρά δικαστικό ἐνέργημα, ὁπότε ἡ δικαίωση κατανοεῖται ὡς δικανικό μέγεθος (justitia forensis). Ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ καί δέν ἀποτελεῖ κάποια ἕξη ἤ ἰδιότητα ἐνυπάρχουσα στόν πιστό (justitia aliena), ἐντούτοις ἐπιφέρει κατά κάποιο τρόπο τόν ἀνακαινισμό τοῦ πιστοῦ. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα τά ἀγαθά ἔργα στεροῦνται ὁποιασδήποτε ἀξιομισθίας (σέ ἀντίθεση μέ τήν ρωμαιοκαθολική διδασκαλία), ἀποτελοῦν δέ μόνον καρπό καί σημεῖο τῆς δικαιώσεως. Ἡ πίστη τῆς δικαιώσεως συνιστᾶ ἀπόλυτο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἐντούτοις ὁ πιστός ἀτενίζοντας τόν Χριστό πορίζεται τήν βεβαιότητα τῆς σωτηρίας. Ἐδῶ, κατά τήν γνώμη μου, ἡ διδασκαλία περί «ἀξιομισθίας» ἀντικαθίσταται ἀπό τήν «βεβαιότητα» τῆς σωτηρίας. (Γιά λεπτομέρειες παραπέμπω ἀντί ἄλλων σέ μιά ἀπό τίς πιό πρόσφατες σχετικές μελέτες: H.M. Barth, Die Theologie Martin Luthers, Gütersloh 2017, 272-273).
Σύμφωνα τώρα μέ τήν φιλοκαλική μαρτυρία, πού κυρώνει τήν προφηταποστολική ταυτότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, σώζει ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος κατά τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός δωρίζει διά πίστεως στήν «δι’ ὕδατος καί Πνεύματος» ἄνωθεν γέννηση τήν θεία ἄκτιστη καθαρτική, δικαιοῦσα, ἁγιαστική καί θεουργική χάρη στήν ἀνθρώπινη καρδιά. Πρόκειται γιά τήν μέθεξη τοῦ πιστοῦ διά «πράξεως» καί «θεωρίας» στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο, ἐντός τῶν ὁρίων μιᾶς τοπικῆς ἐκκλησιαστικῆς συνάξεως, ἡ ὁποία μέσω τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί διδαχῆς, τῆς Εὐχαριστιακῆς κοινωνίας καί τῆς θεραπείας τελεῖ σέ σχέση μυστικῆς ταυτότητας μέ ὅλες τίς ἀνά τήν οἰκουμένη τοπικές Ἐκκλησίες.
Ἡ χαρισματική αὐτή δωρεά γίνεται δεκτή, ἀναζωπυρώνεται, ἐγκαινίζεται καί τελειοῦται «ἀτελέστως» διά τῆς ἐλεύθερης τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ὡς μέθεξη στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἑρμηνεύοντας δημιουργικά τόν Παῦλο, κάνει λόγο γιά τίς τρεῖς ὄψεις τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ, τό ὁποῖο ἐνεργοῦσε πρό τοῦ ἱστορικοῦ Σταυροῦ στόν Γολγοθά διά τῆς φυγῆς τῶν προφητῶν ἀπό τήν ἁμαρτία, στήν συνέχεια «διά τῆς ἀποχωρήσεως τῆς ἁμαρτίας ἀπό τούς ἴδιους» καί ἐν τέλει «διά τῆς ἐν τῷ θεῷ θεωρίας αὐτοῦ τούτου τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ τῆς θείας δόξας», πού καταλλάσσει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό καί τόν ἀναδεικνύει «φίλο» Του (Ἰ. Ρωμανίδης, Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1984, 174-175).
Ὡστόσο ἡ δικαίωση καί ἡ ζωή τῆς ἁγιότητας δέν ἀποκτῶνται μαγικά, οὔτε πέφτουν ἐξ οὐρανοῦ αὐτοματικά. Στό Βάπτισμα ἀσφαλῶς «ἐνεργεῖ ὁ Σταυρός» (ἱερός Χρυσόστομος)· ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἅπαντες οἱ βαπτισμένοι ζωοποιοῦνται καί καθίστανται ἄνευ ἑτέρου ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν ὑπάρχει δικαίωση καί σωτηρία διά τῆς μηχανικῆς τηρήσεως (ex opere operato) τελετουργικῶν δρωμένων, οὔτε μέσω μιᾶς δικανικοῦ τύπου ἀπόφασης ἀπό τόν Θεό, πού ἐξασφαλίζει ἐκ πίστεως βεβαιότητα σωτηρίας ψυχολογικοῦ τύπου. Τό αὐτό, οἴκοθεν νοεῖται, ὅτι ἰσχύει καί γιά τή μετοχή στήν Εὐχαριστία. Ἀπαιτεῖται νηπτικός ἀγώνας, ὥστε νά καρποφορήσει ἡ χάρη στήν τέλεια ἀγάπη.
Ὁ Μ. Βασίλειος, μέ ἀκρίβεια ἔμπειρου θεραπευτή, ἐξηγεῖ ὅτι καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν καί ἡ πρός Θεόν καί τόν πλησίον τελεία ἀγάπη εἶναι ἀδύνατον νά κατορθωθεῖ «ἄλλοτε περί ἄλλα ταῖς διανοίαις πλανώμενοι» (PG 31, 920). Τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας εἶναι «θεοκατόρθωτον» καί «ἑκουσιόγνωμον» (ἅγιος Ἰωάννης Κλίμακος). Καί τοῦτο γιατί ἡ δικαίωση, ὅπως εἴπαμε,  εἶναι ἡ ἄκτιστη ζωοποιός δύναμη τοῦ Σταυροῦ, πού ἀφενός καθαίρει καί ἀνακαινίζει δωρεάν τό κατ’ εἰκόνα ἄνευ ουδεμίας συνεισφορᾶς μας, ἀφετέρου ὅμως «ἐκδέχεται ἵνα σύν ἡμῖν ἐργάσηται», τουτέστιν ἀναμένει νά συνεργήσει  μαζί μας καθ’ ὁδόν πρός τήν ὁμοίωση μέ τό Θεό (Διάδοχος Φωτικῆς, Τά ἑκατόν γνωστικά κεφάλαια, 89· Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, 150 ἐπ.).
Μέ ἔμφαση μάλιστα ὑπογραμμίζω ὅτι ἡ κατάσταση αὐτή καθίσταται γνωστή «ἐν αἰσθήσει καί πληροφορίᾳ πολλῇ» στόν ἐν «θεωρίᾳ διαβεβηκότα» πιστό στήν ζωή τῶν χαρισμάτων τοῦ Παρακλήτου, ἰδίως δέ στό «χάρισμα προσευχῆς», τουτέστιν στήν πνευματοκίνητη καρδιακή προσευχή, στήν «ἄνευ λογισμῶν ἐνεργουμένη καρδία» (Γρηγόριος Σιναΐτης). Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος Ἀχρίδος ἑρμηνεύει τά σχετικά χωρία τοῦ Παύλου μέ τήν ἔννοια αὐτή: Ὁ Παράκλητος «συμμαρτυρεῖ» μέ τό ἐντός τοῦ πιστοῦ πνευματικό χάρισμα (ὄχι κτιστή ἕξη) ὅτι ἀναδείχθηκε χάριτι «υἱός» Θεοῦ καί συγκληρονόμος Χριστοῦ:
«Αὐτό τό Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ· εἰ δέ τέκνα καί κληρονόμοι, κληρονόμοι μέν Θεοῦ συγκληρονόμοι δέ Χριστοῦ» (Ρωμ. 8, 16-17) καί πάλι: «ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τάς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον• ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ. 4, 6).
Κατ’ ὀρθόδοξη ἀντίληψη ἡ δικαίωση συνδέεται μέ τό φωτισμό τῆς καρδιᾶς (πρβλ. τήν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος στό Εὐχολόγιο: «ἐδικαιώθης, ἐφωτίσθης», πού παραπέμπει στόν Παῦλο) καί ὁδηγεῖ στό δοξασμό – θέωση (Β΄Κορ. 3, 18). Ὁ Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος βεβαιώνει ὅτι ὅσοι βαπτισμένοι πέρασαν ἀληθῶς μέσα ἀπό τόν πόρτα τῆς μετάνοιας μαρτυροῦν ὅτι ὁ «Θεός φῶς ἐστί» καί οἱ «λαβόντες Αὐτόν ὡς φῶς ἔλαβον». Ὅσοι ὅμως δέν «ἔπαθαν τοῦτο» τελοῦν ἀκόμη ὑπό τή δουλεία τοῦ πρό τῆς χάριτος Νόμου ἀκόμη κι ἄν εἶναι πατριάρχες, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, λαϊκοί ἤ μοναχοί! (Sources Chrétiennes 113, 137επ.)
Κατά τοῦτο, δεκτά ἀπό τόν Θεό δέν εἶναι κάποια ἀγαθά ἔργα δῆθεν ἀντάξια τῆς Βασιλείας, ἀλλά τά ἔργα ζώσας καί δι’ ἐργασίας τῶν ἐντολῶν ἐνεργουμένης πίστης, ἡ ὁποία αὐξάνει συνεχῶς ἐντός τῆς ζωῆς τοῦ κυριακοῦ Σώματος. Μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ ὀρθόδοξοι φιλοκαλικοί Πατέρες εἶναι σέ θέση νά ἑρμηνεύσουν τά ἀναρίθμητα χωρία τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης (π.χ. Ψαλμ. 61, 13· Α΄ Κορ. 3, 8· Β΄ Ιω 8· Μθ 10, 42) σύμφωνα μέ τά ὁποῖα ὁ Κύριος θά κρίνει τούς ἀνθρώπους «κατά τά ἔργα» τους,  χωρίς ὅμως νά σχετικοποιοῦν τήν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας μας ἐκ τῆς «δικαιούσης πίστεως».
Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής εἶναι σαφέστατος σέ μιά διαβεβαίωσή του πού θά ζήλευε καί ὁ πλέον πεπεισμένος προτεστάντης χωρίς ὅμως νά μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ τό βάθος της:
«Ὅταν ἀκούσης τῆς Γραφῆς λεγούσης, ὅτι ἀποδώσει ἑκάστῳ κατά τά ἔργα αὐτοῦ, οὐκ  ἔργα νοήσεις γεένης καί Βασιλείας ἀντάξια, ἀλλά ἔργα τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁ Χριστός ἀποδίδωσιν ἑκάστῳ, οὐχ ὡς συναλλάκτης πραγμάτων, ἀλλ’ ὡς Θεός κτίστης καί ἀγοραστής ἡμῶν» (Φιλοκαλία Α΄, 110· πρβλ. ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης, Περί τελώνου καί Φαρισαίου,  PG 97,1265).
Δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα ἔργα ἀντάξια τῆς Βασιλείας ἤ τῆς γέενας τοῦ πυρός! Ὁ ὅσιος Μάρκος μιλᾶ γιά «ἔργα πίστεως» καί ἀντιλαμβάνεται μέ τόν τρόπο αὐτό πίστη καί ἀρετή σέ μιά μυστική ἑνότητα ὀφειλόμενη στή χάρη. Ἑπομένως ἡ ἄποψη ὅτι τά ἀγαθά ἔργα μποροῦν ὀρθοδόξως νά κατανοηθοῦν ὡς ἀξιόμισθα (merita), καί μάλιστα μέ τήν ἔννοια πού δίνει στόν ὅρο ἡ ρωμαιοκαθολική θεολογία, ἀπορρίπτεται. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν εἶναι ὀφειλόμενη, ὄχι ἀξιόμισθη: Αὐτό καταφάσκει τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία χωρίς νά «φυσιοῖ» (πρβλ. Α΄ Κορ. 8, 1· ἐπίσης ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, Περί τελώνου καί Φαρισαίου,  PG 97,1265).
Ἔτσι ὅλα τά χωρία τῆς Γραφῆς πού χρησιμοποιήθηκαν καί ἀπό νεότερους ὀρθόδοξους θεολόγους ὡς μαρτυρίες ὑπέρ τοῦ «ἀξιόμισθου» χαρακτήρα τῶν ἀγαθῶν ἔργων θά πρέπει νά κατανοοῦνται μέ βάση τό ἑρμηνευτικό κλειδί τῆς φιλοκαλικῆς μαρτυρίας πού συνοψίζει ὁ ὅσιος Μάρκος. (Πρβλ. Π. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος ΙΙ 305, ὁ ὁποῖος κάνει λόγο γιά «σχετική ἀξιομισθία» τῶν ἀγαθῶν ἔργων μέ τρόπο πού θυμίζει τήν περί ἀξιομισθιῶν ρωμαιοκαθολική διδασκαλία. Ἐντούτοις, ὀρθότατα παρατηρεῖ ὅτι «ἡ σωτηρία δέν παύει νά παρέχεται εἰς ἡμᾶς χάριτι καί δωρεάν…» τοποθετώντας τήν ὅλη προβληματική ἐντός ὀρθοδόξου πλαισίου. Τά ἀγαθά ἔργα κατανοοῦνται ὡς ἀξιόμισθα καί στήν πιό διαδεδομένη Δογματική τῆς προεπαναστατικῆς Ρωσίας, αὐτή τοῦ Μακαρίου Μπουλγκάκοφ, Δογματική θεολογία, ρωσιστί, τόμος ΙΙ, 290).

3. Ρωμαιοκαθολική «κτιστή χάρη» καί προτεσταντική «sola fide»: μιά ὀρθόδοξη φιλοκαλική ἀπάντηση

 Ὡς γνωστόν, ἡ ρωμαιοκαθολική θεολογία ἐκλαμβάνει τή δικαίωση ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἔκχυσης (infusio) στόν ἄνθρωπο τῆς χάρης ὡς μιᾶς ὑπερφυσικῆς ἕξεως (habitus) ἤ ποιότητας, ἐφόσον διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Σωτῆρος «ἱκανοποιήθηκε» ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός( Ἄνσελμος Κανταβρυγίας). Ἡ κτιστή χάρη αἴρει (gratia elevans) τόν ἄνθρωπο στό ἐπίπεδο ἐκεῖνο πού τοῦ ἐπιτρέπει πλέον ὡς καινή κτίση νά ἀπαντήσει ἀγαπητικά στή χάρη τοῦ Θεοῦ πραγματοποιώντας ἀγαθά ἔργα.
Ἡ χάρη τῆς δικαίωσης (gratia gratum faciens) κατανοεῖται ἔτσι ὡς ἕνα κτιστό μέγεθος πού ἐπιπροστίθεται καί ἐνυπάρχει στόν πιστό (gratia inharens) προκειμένου νά ἱκανώσει τήν βούλησή του νά στραφεῖ πρός τό Θεό μέ τέλεια διαμορφωμένη πίστη, ἀγάπη καί ἐλπίδα (fides caritate et spe formata). Τά ἔργα πού τελοῦνται σέ αὐτή τήν κατάσταση τῆς δικαιώσεως θεωροῦνται ἀξιόμισθα (merita) καί ἑπομένως ἀνταμείβονται ἀπό τό Θεό μετά θάνατον διά τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τήν ρωμαιοκαθολική θεολογία, ἔγκειται στήν μακαρία θέα – ὅραση (visio beatifica) τῆς θείας οὐσίας καί τῶν ἐνδοτριαδικῶν προβολῶν (βλ. τά σχετικά στήν ἀντιπροσωπευτικότερη σύγχρονη ρωμαιοκαθολική Δογματική: G. L. Müller, Katholische Dogmatik, passim).
Πρόκειται γιά μία μεταφυσική-θρησκευτική προσέγγιση ἀσύμβατη μέ τήν ἰουδαιοβιβλική καί πατερική μαρτυρία. Διόλου παράξενο ὅτι ἐπρόκειτο σύντομα νά δεχθεῖ «ἐξ οἰκείων τά βέλη». Πράγματι, θεολόγοι τοῦ ὕστερου Σχολαστικισμοῦ, ὅπως ὁ πολύς Δούνς Σκῶτος, θά ἀμφισβητήσουν τή διδασκαλία αὐτή ὑποδεικνύοντας τίς ἀνεπίτρεπτες θεολογικές της συνεπαγωγές ἰδίως ὡς πρός τή θεία ἐλευθερία: Πῶς εἶναι δυνατόν μιά κτιστή ἕξη (ὅπως ἡ δικαιοῦσα χάρη ἤ τά ἀξιόμισθα ἔργα) νά ἐξαναγκάζει τόν Θεό νά παράσχει ὡς ἀνταμοιβή στόν ἄνθρωπο τήν αἰώνιο ζωή; Ἐν τέλει τίποτε τό κτιστό δέν εἶναι κατά τό εἶδος του σέ θέση νά προκαλέσει ἐξ ἀνάγκης τήν σωτηριώδη ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ («Nihil creatum formaliter est a Deo acceptandum»).
Ἡ ἀντίστροφη μέτρηση γιά τήν ἐπανάσταση τοῦ Λουθήρου εἶχε ἀρχίσει. Καί τίποτε δέν θά μποροῦσε νά συμβολίσει αὐτή τήν ἐπανάσταση περισσότερο ἀπό τήν ἀπόρριψη τῆς ἀξιομισθίας τῶν ἔργων καί τήν ἐν τέλει ἐμμονική προβολή τοῦ «σολιστικοῦ» τριπτύχου: solus Christus, sola gratia, sola fide. Ὡστόσο ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἀμφότερες οἱ δυτικές παραδόσεις (Ρωμαιοκαθολική καί Προτεσταντική) θάλλουν ἐπί κοινοῦ ὑποβάθρου: Στόχος δέν εἶναι ἡ θεραπευτική ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ … ἀλλαγή τῆς στάσης τοῦ Θεοῦ ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Θεός δέχεται τήν «ἱκανοποίηση» πού προσέφερε στήν προσβεβλημένη ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου δικαιοσύνη Του ὁ Χριστός μέ τόν σταυρικό θάνατό Του καί ἔτσι εἴτε δημιουργεῖ στήν ψυχή τήν κτιστή ἕξη τῆς δικαιούσας χάριτος γιά νά ἱκανώσει τόν ἄνθρωπο σέ ἀξιομισθίες αἰωνίου ζωῆς (Βατικανό), εἴτε  προσπορίζει στόν πιστό τή βεβαιότητα τῆς σωτηρίας ἐκ μόνης τῆς χάρης Του καί διά μόνης τῆς πίστεως (Διαμαρτύρηση). Καί στίς δύο παραδόσεις ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ πρωτίστως τή σχέση Του μέ τόν Πατέρα, καί ὄχι τήν συντριβή τοῦ θανάτου καί τοῦ «ἔχοντος τό κράτος αὐτοῦ» (Ἑβρ. 2, 14)· καί στίς δύο παραδόσεις ἡ σωτηρία δέν  ἀπορρέει ἄμεσα ἀπό τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλά διαμεσολαβεῖται εἴτε ἀπό ἕναν καθιδρυματικό μηχανισμό εἴτε ἀπό μιά δικαστική ἀπόφαση ἐπί ἀτομικοῦ ἐπιπέδου!
Παρά τήν ἄκρως συνοπτική καί ἀναπόφευκτα ἁπλουστευτική παρουσίαση τῆς ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς προτεσταντικῆς σωτηριολογίας, καθίσταται πρόδηλο ὅτι ἡ ὀρθόδοξη περί χάριτος, ἔργων καί δικαιώσεως διδασκαλία πόρρω ἀπέχει ἀπό τό νά ταυτίζεται ἤ νά ὁμοιάζει μέ κάποια ἐξ αὐτῶν. Ἡ ἐσφαλμένη αὐτή ἄποψη ἀπαντοῦσε παλαιότερα ἀκόμη καί σέ ὀρθόδοξα δογματικά ἐγχειρίδια. Ἐπί παραδείγματι ὁ πολύς Χρ. Ἀνδροῦτσος (Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολκῆς Ἐκκλησίας, 251) ἐκλάμβανε τή ρωμαιοκαθολική διδασκαλία περί «ἀξιομισθιῶν» καί «ἐγχεομένης χάριτος» καί ἀρετῶν ὡς ταυτόσημη μέ τήν ὀρθόδοξη.
Ἀλλά ἀκόμη καί στίς μέρες μας ὁ Ρῶσος δογματολόγος Ὀλέκ Νταβύντεκοφ, (Δογματική θεολογία, Μόσχα 2016, ρωσιστί, 466) διδάσκει, προφανῶς ἐπηρεασμένος ἀπό τίς σχολαστικές διακρίσεις τῆς χάρης, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιήσει τή χάρη πού τοῦ δωρίζεται «ἀντικειμενικῶς» στό Βάπτισμα καί ἔτσι χρειάζεται «ἔξωθεν» θεία βοήθεια (sic). Παραθεωρεῖ ἐδῶ ὅτι στό Βάπτισμα, ἀλλά καί τήν βαπτισματική ζωή τοῦ πιστοῦ πού ἐκδιπλώνεται ἐντεῦθεν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός διά τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς ἐνεργεῖ κατά τήν ἄκτιστη δύναμη τοῦ Σταυροῦ ἀφενός τήν καταστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἀφετέρου τήν αὔξηση τοῦ πιστοῦ μέχρι νά πληρωθεῖ «εἰς πᾶν τό πλήρωμα τοῦ Θεοῦ».
Μάλιστα ὁ «φωτισμός» τοῦ Βαπτίσματος τελειοῦται στό ἅγιο Χρίσμα, τό ὁποῖο στήν ὀρθόδοξη λειτουργική Παράδοση συνάπτεται χρονικῶς μέ τό Βάπτισμα καί καθιστᾶ τόν πιστό «ἐνεργόν» ὡς πρός τίς πνευματικές ἐνέργειες (ἱερός Καβάσιλας) ἐφόσον εἶναι «ἐνεργητικόν τῆς Χριστοῦ θεότητος» (Ἱεροσολύμων Κύριλλος). Ἀπό ἐκεῖ καί ἔπειτα δέν ἀπαιτεῖται «ἔξωθεν» θεία βοήθεια, ἄλλα ἔνδοθεν καί, ἀσφαλῶς, διαρκῶς ἐγκαινιζόμενη «θέλουσα τά καλά διάθεσις» (Μάξιμος Ὁμολογητής). Καί τοῦτο ἐφόσον ὁ διά ἀσκήσεως καί μαρτυρίου διερχόμενος «τίς μεθηλικιώσεις τοῦ Χριστοῦ» (Συμεών Νέος Θεολόγος) ζεῖ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ στά μυστήρια καί ὁ Χριστός τή ζωή Του μέσα του! Σέ κάθε περίπτωση μιά ματιά στόν ἅγιο Διάδοχο ἤ τόν ὅσιο Μάρκο -μεταξύ πολλῶν ἄλλων- θά ἔπειθε τόν Νταβύντενκοφ γιά τό ἀνέρειστο τῆς ἄποψής του.
Ἑπομένως τίποτε δέν εἶναι πιό παραπλανητικό ἀπό τέτοιου εἴδους ἀπόψεις. Ἀκόμη καί στά σημεῖα ἐκεῖνα ὅπου σέ ὀρθόδοξα συμφραζόμενα χρησιμοποιεῖται ἡ ἴδια ὁρολογία μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, οἱ θεολογικές προϋποθέσεις καί οἱ ποιμαντικές συνεπαγωγές εἶναι ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες. Καί τοῦτο γιά τούς ἑξῆς λόγους, πού προβάλλει καί βεβαιώνει ἡ φιλοκαλική γραμματεία:
α) Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καί βέβαια ἡ ἐνέργεια τῆς ἐν Χριστῷ δικαιώσεως, εἶναι ἄκτιστη οὐσιώδης ἐνέργεια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ πού κοινωνεῖται ἐν Ἐκκλησίᾳ ὡς πρόγευση τῶν Ἐσχάτων τῆς ἀφθαρσίας τοῦ Πνεύματος (ἐδῶ δίνει ἰδιαίτερη ἔμφαση ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· πρβλ. Β. Τσίγκος, Προλεγόμενα στή θεολογική γνωσιολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Θεσσαλονίκη 2010, passim).
β) Ἡ σωτηρία καί ἡ αἰώνια ζωή δέν ἔγκειται στή θεωρία τῆς θείας οὐσίας στό ἐπέκεινα (μιά τέτοια δοξασία ἐκλαμβάνεται ἀπό τούς Πατέρες ὡς βλάσφημη), ἀλλά στήν μέθεξη τῆς ἁγιαστικῆς καί θεοποιοῦ ἤ τουλάχιστον φωτιστικῆς ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί κατά πρόγευση μετοχή στήν ἄκτιστη Δόξα καί Βασιλεία Του ἤδη ἀπό τό ἐνταῦθα στή ζωή τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης, πού δρασκελίζει ἀλώβητη τό κατώφλι τοῦ θανάτου (πρβλ. Ρωμ. 8, 35).
γ) Ἡ χαρισματική αὐτή κατάσταση ἄρχεται ἀπό τό ἐνταῦθα τῆς ἱστορικῆς  ὅδευσης τῆς Ἐκκλησίας (in statu viae) καί θά ὁλοκληρωθεῖ ἤ μᾶλλον θά τελειωθεῖ ἀτελέστως κατά τήν γενική Ἀνάσταση μέ τήν «ἀπολύτρωσιν» τοῦ σώματός μας, ὁπότε καί ἡ ἀληθινή ζωή καί θεία υἱοθεσία μας θά φανερωθεῖ μέ τόν Χριστό καί στόν Χριστό πρός δόξαν Θεοῦ Πατρός.
δ) Γιά τούς λόγους αὐτούς ἡ δικαίωση κατανοεῖται ὡς ζωοποίηση διά τῆς μεθέξεως στήν ἄκτιστη χάρη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ ἐντός τῆς ἀναστημένης ἀνθρωπότητας τοῦ Κυρίου τῆς Ἐκκλησίας σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο (ἡ ἀναντικατάστατη σπουδαιότητα τῆς τοπικῆς «συνάξεως» τῆς Ἐκκλησίας «ἐπί τό αὐτό»). Τελειοῦται δέ στήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, πού εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ δοξασμοῦ!
ε) Ὑπό τό πρίσμα, τέλος, αὐτό τά ἔργα τῶν ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένων πιστῶν δέν εἶναι καί δέν μποροῦν νά εἶναι ἀξιόμισθα, ἐφόσον τίποτε ἀπό ὅσα ὁ ἄνθρωπος φυσικῶς ἐκτελεῖ δέν μπορεῖ νά «ἐξαναγκάσει» τό Θεό σέ ἀνταπόδοση· εἶναι μᾶλλον θεραπευτικά μέσα πού μᾶς καθαίρουν ἀπό τά πάθη, προφυλάσσουν τήν ἐν Χριστῷ ἐκ χάριτος δωρηθεῖσα ἐλευθερία μας (Μάρκος Ἀσκητής· Ἰωάννης Χρυσόστομος, PG 57, 233 καί PG 60, 515· Νικόλαος Καβάσιλας, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Sources Chretiennes I, 90).
Κατά τοῦτο κι ὅταν ἀκόμη οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὁ Θεός τίμησε τόν ἄνθρωπο μέ τό αὐτεξούσιο, «ἵνα  ᾖ τοῦ ἑλομένου τό ἀγαθόν οὐχ ἧττον ἤ τοῦ παρασχόντος τά σπέρματα» (Γρηγόριος Θεολόγος, Ὁμιλία 38, 12), ὑπογραμμίζουν ὅτι ἡ ἐλευθερία τῆς ἀνθρώπινης βουλήσεως εἶναι θεόσδοτη καί ἡ συμμετοχή της στήν πορεία τοῦ ἁγιασμοῦ ἀναγκαία· δέν ἐννοοῦν ὅμως ὅτι τά ἀγαθά ἔργα εἶναι ἀξιόμισθα μέ τήν ἔννοια μιᾶς δῆθεν δεσμεύουσας τόν Θεό «ἀξιομισθίας». Κάτι τέτοιο ἐξάλλου θά προσέκρουε στήν ξεκάθαρη διαβεβαίωση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ: «ὅταν πάντα τά διατεταγμένα ὑμῖν πράξητε, τότε εἴπατε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοί ἐσμεν· ὅ ὠφείλαμεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17, 10· πρβλ καί τό ψαλμικό: «Κύριός μου εἶ σύ, ὅτι τῶν ἀγαθῶν μου χρείαν οὐκ ἔχεις» Ψαλμ. 15, 2· Ἰεζ. 36, 22: «οὐχ «ὑμῖν ἐγώ ποιῶ, οἶκος Ἰσραήλ, ἀλλ’ ἤ διά τό ὄνομά μου τό ἅγιον…»· καί Ἡσ. 64, 6).
Στό ἑπόμενο τεῦχος τό β΄μέρος
Εκκλησιαστική Παρέμβαση – Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου Αγίου Βλασίου