Αναρωτιόμαστε άραγε ποια είναι τα πολύτιμα στη ζωή μας; Ο Μέγας Αντώνιος, ασκητής του 4ου αιώνα μ.Χ. συμβούλευε όσους τον άκουγαν:
«Τρία στοιχεία θα πάρουμε μαζί στον τάφο μας και στην άλλη ζωή: την αγάπη, την πραότητα, τη δικαιοσύνη». Αληθινά προφητικός λόγος! Είναι ό,τι έλειπε και λείπει από τις προτεραιότητες της ζωής μας. Το να αγαπούμε, δηλαδή να βάζουμε κένωση, θυσία, άδειασμα από την κυριαρχία του «εγώ» μας και να βλέπουμε προς τον πλησίον. Το να είμαστε πράοι, δηλαδή να πρυτανεύει η καλοσύνη στις σχέσεις μας με τους άλλους, καθώς το εύκολο είναι να ανταποδώσεις την κακία ή την αδιαφορία που λαμβάνεις, επειδή ο λογισμός λέει πως εσύ πρέπει να κυριαρχήσεις στο παιχνίδι της εξουσίας που είναι η ζωή.
Το να μην αδικείς συνειδητά τον πλησίον σου, αλλά να τον βλέπεις ως τον εαυτό σου, να προτάσσεις τι θα τον αναπαύσει, όχι για να του κάνεις το χατίρι χαλώντας τον, αλλά προσπαθώντας να δεις τι θα τον βοηθήσει να δει τα μέτρα του, αλλά και κάπως παραπάνω, τι θα τον κάνει να αισθανθεί ότι στη ζωή υπάρχει και η περίσσεια και όχι μόνο η ακρίβεια, ακόμη κι αν εσύ, λίγο ή πολύ, αδικηθείς.
Για να κρατήσουμε όμως αυτά τα τρία πολύτιμα, χρειάζεται να προηγηθεί η έγνοια του Θεού στην ψυχή μας. Αυτή εκφράζεται με το μέτρο. Με το δόσιμο. Με την προσευχή για όσα μπορούμε και για όσα δεν μπορούμε. Με το «ανήκειν» σε μια κοινότητα εκκλησιαστική, στην οποία κι εμείς και κάποιοι άλλοι θα πούμε ότι δεν θα κρίνουμε με βάση το «εγώ» μας, αλλά με βάση το «εμείς». Με το να βλέπουμε τη ζωή όχι ζηλεύοντας εκείνους που έχουν αγαθά, δόξα, απόλαυση, αλλά με το να συνταιριάζουμε με όσους παλεύουν για έναν κόσμο πιο όμορφο. Όχι για να θριαμβεύει η ταξική ανισότητα, μα για να βλέπουμε ότι ο Θεός μας έδωσε να ζούμε σ’ έναν κόσμο που τα απλά είναι ωραία και η χαρά δεν θέλει το πολύ, αλλά εκείνο το λίγο που μπορείς να μοιραστείς.
Αμέσως θα ρωτήσει κάποιος: πώς αυτό να γίνει σε έναν κόσμο όπου το άτομο υπάρχει για να υπηρετείται από τον πολιτισμό και να τον υπηρετεί στην πραγματικότητα ως καταναλωτικό στρατιωτάκι; Εύκολοι δρόμοι δεν υπάρχουν. Λιγόστεψε η πίστη και «εψύγη η αγάπη των πολλών». Μόνο που αυτό δεν είναι σημάδι των καιρών μας, αλλά όλης της ιστορίας της ανθρωπότητας. Ο άνθρωπος νικιέται από το κακό, αμαρτάνει, πληγώνεται και πληγώνει γιατί δεν είναι έτοιμος να ακούσει τη φωνή του Θεού, που βαδίζει ακόμη και στην έρημο, ακόμη και στη νέκρωση αυτού του κόσμου, για να μας καλέσει με τη φράση «Αδάμ, πού είσαι;», όχι για να μας τιμωρήσει, αλλά για να μας δείξει ότι είναι Πατέρας.
Μόνο που εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να δούμε πρώτα τον πλησίον ως αδελφό μας, ντυμένοι με τα φύλλα συκιάς, την ευτέλεια των αγαθών, των συσκευών, των ηδονών που υπάρχουν μόνο για το εγώ μας, που όλα μαζί κρύβουν για λίγο την γύμνια της σκληρόκαρδης και υπερήφανης ψυχής, αλλά δεν την ντύνουν με ζωή ανοιχτότητας και αγάπης. Πώς να μην κρυφτούμε μετά από τον Θεό;
Αγάπη, πραότητα, δικαιοσύνη. Ας ξαναδούμε και ας ξαναβρούμε τα πολύτιμα.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην “Ορθόδοξη Αλήθεια”
στο φύλλο της Τετάρτης 24 Ιανουαρίου 2024