Advertisements
Advertisements
Ορθοδοξία Blog

Άγιος Ευθύμιος ο Μέγας: Τα μεγάλα Θαύματα

Άγιος Ευθύμιος ο Μέγας: Τα μεγάλα Θαύματα
Τα μεγάλα Θαύματα του Αγίου Ευθυμίου που εορτάζει σήμερα, Πέμπτη 20 Ιανουαρίου.
Advertisements

Τα μεγάλα Θαύματα του Αγίου Ευθυμίου που εορτάζει σήμερα, Πέμπτη 20 Ιανουαρίου.

Advertisements

Ο Άγιος Ευθύμιος ο Μέγας είχε λάβει από τον Θεό το προορατικό χάρισμα και τη δύναμη της θαυματουργίας. Με ελάχιστα ψωμιά κατόρθωσε να χορτάσει τετρακόσιους ανθρώπους, που κάποτε την ίδια μέρα τον επισκέφθηκαν στο κελί του. Πολλές γυναίκες που ήταν στείρες, όπως και η δική του μητέρα, με τις προσευχές του Αγίου απέκτησαν παιδί και έζησαν την χαρά της τεκνογονίας. Και όπως ο Προφήτης Ηλίας, έτσι και αυτός προσευχήθηκε στον Θεό και άνοιξε τις πύλες του ουρανού και πότισε με πολύ βροχή τη διψασμένη γη, η οποία και αναζωογονήθηκε και έδωσε πλούσιους τους καρπούς της.

Ένα από τα πολλά θαύματα που έκανε είναι και το ακόλουθο, που το διηγήθηκε στον Κύριλλο, ο οποίος έγραψε το βίο του αγίου Ευθυμίου, ένας φύλαρχος Σαρακηνός, Τερέβωνας λεγόμενος, για τον πάππο του που είχε το ίδιο όνομα και που τον έγιανε ο άγιος. Αυτός λοιπόν ο γέρο – Τερέβωνας, τον καιρό που ήταν ακόμα παιδί παράλυσε το μισό κορμί του, το δεξιό μέρος, από το κεφάλι έως τα πόδια. Ο πατέρας του Ασπέβετος, που ήτανε κι’ αυτός φύλαρχος, ήτανε απαρηγόρητος, γιατί οι γιατροί δεν μπορέσανε να δώσουνε ωφέλεια στο παιδί του. Βρισκότανε στην Αραβία κ’ είχανε στήσει τα τσαντήρια τους. Όπου, μια νύχτα, βλέπει το άρρωστο παιδί στον ύπνο του έναν καλόγερο με μακριά γενειάδα και του λέγει: «Τι ασθένεια έχεις;» Κ’ εκείνο έδειξε το παράλυτο μέρος του κορμιού του. Κι’ ο μοναχός του λέγει πάλι: «Ο,τι τάξεις στο Θεό, θα το κάνεις, αν ελευθερωθείς από την αρρώστια;» Και το παιδί είπε: «Ναί». Τότε του λέγει ο γέροντας: «Εγώ είμαι ο Ευθύμιος, που κάθουμαι στην έρημο, δέκα μίλια ανατολικά της Ιερουσαλήμ, μέσα στο ξεροπόταμο που είναι νοτινά από το δρόμο που πηγαίνει στην Ιεριχώ. Αν θέλεις να θεραπευθείς, έλα σε μένα κι’ ο Θεός θα σε γιατρέψει».

Το πρωί, είπε το όνειρο το παιδί στον πατέρα του, κ’ εκείνος αμέσως πρόσταξε να σηκώσουνε τις τέντες και να τραβήξουνε κατά το μοναστήρι του αγίου Ευθυμίου, που το βρήκανε ρωτώντας. Οι μοναχοί, σαν είδανε το πλήθος των βαρβάρων, φοβηθήκανε. Μοναχά ο Θεόκτιστος κατέβηκε και τους ρώτησε τι ζητάνε. Κ’ εκείνοι του είπανε «τον Ευθύμιο, το δούλο του Θεού». Επειδή όμως ο άγιος Ευθύμιος ησύχαζε κ’ είχε δώσει παραγγελία να μην τον ανησυχήσουνε ως το Σάββατο, είπε στον Ασπέβετο να περιμένουνε. Αλλά ο δυστυχής πατέρας του έδειξε το παιδί που κειτότανε ξυλιασμένο και τον παρακάλεσε να τον λυπηθεί. Τότε ο Θεόκτιστος πήγε και είπε στον άγιο την ιστορία.

Κ’ εκείνος κατέβηκε, και σαν είδε το παιδί, έκανε προσευχή πολλήν ώρα, ύστερα το σταύρωσε, και παρευθύς έγινε καλά ο Τερέβωνας. Βλέποντας οι Αραπάδες αυτό το θαύμα, γονατίσανε και φιλούσανε τα πόδια του αγίου, και τον παρακαλούσανε να τους βαφτίσει. Τότε ο άγιος παράγγειλε να κάνουνε μία μικρή κολυμβήθρα σε μια γωνιά της σπηλιάς, που σώζουνταν ως τον καιρό που τα έγραφε ο Κύριλλος, κι’ αφού τους κατήχησε, τους βάφτισε. Τους κράτησε στο μοναστήρι σαράντα μέρες για να τους διδάξει τα της θρησκείας, κ’ ύστερα φύγανε. Ένας μοναχά απόμεινε στο μοναστήρι, ο θείος του Τερέβωνα, Τερέβωνας κι’ αυτός, αδελφός της μητέρας του, και χειροτονήθηκε καλόγηρος, και μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, αφού έδωσε πολλά χρήματα για να μεγαλώσουνε το μοναστήρι. Στάθηκε τύπος και υπογραμμός στην ευσέβεια, και κοιμήθηκε εν ειρήνη.

Μια Κυριακή λειτουργούσε ο άγιος Ευθύμιος, και κατά τα συνηθισμένα κάποιος ευλαβέστατος μοναχός Δομετιανός στεκότανε στα δεξιά της αγίας Τραπέζης βαστώντας το λειτουργικό ριπίδι, κι’ ο Μαρίνος ο Σαρακηνός στεκότανε κοντά στο θυσιαστήριο, ακουμπώντας τα χέρια του στα κάγκελα. Άξαφνα βλέπει φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να απλώνεται απάνω στο θυσιαστήριο σαν νάτανε σεντόνι πύρινο, και σκέπασε το μέγα Ευθύμιο και το μακάριο Δομετιανό.

Και έμεινε έτσι σ’ όλο το χερουβικό. «Τούτο δε το θαύμα ουδείς είδεν ειμή οι όντες του πυρός ένδον, και Τερέβων, και ο Χρυσίππου αδελφός Γαβρήλιος ο Καππαδόκης, ευνούχος ων από γεννήσεως και δι’ εικοσιπέντε ενιαυτών τότε εις την εκκλησίαν προσελθών. Φόβω τοίνυν συσχεθείς ο Τερέβων, έφυγεν εις τα οπίσω, και από τότε ουκέτι προέθετο επιστηρίζεσθαι τω καγκέλω του ιερατείου, καθ’ ην είχε συνήθειαν τολμηρώς και θρασέως τούτο ποιείν κατά την ώραν της θείας προσκομιδής, αλλ’ οπίσω πλησίον της θύρας της εκκλησίας ίστατο, μετά φόβου και ευλαβείας κατά την της συνάξεως ώραν κατά την κελεύουσαν εντολήν ευλαβείς έσεσθαι τους υιούς Ισραήλ και μη καταφρονητάς».

Ασάλευτο Θεμέλιο, Ακρίτας 1996