Ο μοναχός αυτός ήταν σπουδαίος στην πρακτική άσκηση (νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ψαλμωδία, υπακοή, τήρηση των εντολών, σωματικό κόπο κλπ) αλλά απλοϊκός στην πίστη και από αμάθεια έσφαλλε λέγοντας:
« Ο άρτος που παίρνουμε στη θεία κοινωνία δεν είναι αληθινά σώμα Χριστού αλλά σύμβολό του». Όταν άκουσαν ότι λέει αυτό το πράγμα και, επειδή γνώριζαν ότι ήταν σπουδαίος ως προς τον τρόπο της ζωής του, σκέφτηκαν ότι το λέει από ακακία και απλοϊκότητα. Τον επισκέφτηκαν λοιπόν και του είπαν: «Αββά, ακούσαμε για κάποιον κάτι απίστευτο, ότι δηλαδή λέει πως ο άρτος που μεταλαβαίνουμε δεν είναι αληθινά σώμα Χριστού, αλλά είναι σύμβολο».
Ο γέροντας αποκρίθηκε : « Εγώ είμαι που το λέω αυτό». Εκείνοι τον παρακαλούσαν και του έλεγαν : «Μην πιστεύεις έτσι, αββά, αλλά όπως παρέδωσε όλη η Εκκλησία. Εμείς δηλαδή πιστεύουμε ότι ο άρτος αυτός είναι σώμα του Χριστού και το άγιο ποτήριο είναι το ίδιο το αίμα του Χριστού, στ’ αλήθεια και όχι συμβολικά.
Όπως ο Θεός στην αρχή πήρε χώμα από τη γη και έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του και κανείς δε μπορεί να πει ότι δεν είναι εικόνα του Θεού, αν και ο νους δε μπορεί να το κατανοήσει, έτσι και ο άρτος αυτός, για τον οποίο ο Κύριος είπε « είναι σώμα μου», πιστεύουμε ότι αληθινά είναι σώμα Χριστού». «Αν δεν πειστώ από τα πράγματα, δεν βεβαιώνομαι», είπε ο γέροντας και εκείνοι του απάντησαν: «Ας προσευχηθούμε και να παρακαλέσουμε τον Θεό αυτή την εβδομάδα γι’ αυτό το μυστήριο και πιστεύουμε ότι ο Θεός θα μας φανερώσει την αλήθεια».
Ο γέροντας δέχτηκε με χαρά αυτή την πρόταση και παρακαλούσε τον Θεό λέγοντας: «Κύριε, εσύ γνωρίζεις ότι δεν απιστώ από κακία, αλλά για να μην πλανηθώ από άγνοια φανέρωσε μου την αλήθεια, Κύριε Ιησού Χριστέ». Και οι γέροντες αφού πήγαν στα κελλιά τους, παρακαλούσαν κι αυτοί τον Θεό λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, φανέρωσε στον γέροντα αυτό το μυστήριο, για να πιστέψει και να μη χάσει τον κόπο του». Και ο Θεός άκουσε και αυτούς και εκείνον.
Όταν συμπληρώθηκε η εβδομάδα, πήγαν την Κυριακή στην εκκλησία και στάθηκαν οι τρεις μαζί, μόνοι τους, σε ένα στρωσίδι, και ο γέροντας ήταν στη μέση. Ανοίχτηκαν τότε τα μάτια τους και όταν τοποθετήθηκε ο άρτος στην αγία τράπεζα, αυτοί μόνο οι τρεις τον έβλεπαν ως ένα παιδί. Στη συνέχεια, μόλις ο ιερέας άπλωσε το χέρι για να κόψει τον άρτο σε κομμάτια, κατέβηκε από τον ουρανό άγγελος Κυρίου έχοντας μαχαίρι, έσφαξε το παιδί και άδειασε το αίμα του στο άγιο ποτήριο. Και όταν ο ιερέας έκοβε τον άρτο σε μικρά κομμάτια και ο άγγελος έκοβε μικρά κομμάτια από το παιδί.
Όταν πλησίασαν να κοινωνήσουν τα άγια μυστήρια, δόθηκε μόνο στον γέροντα κρέας ματωμένο. Βλέποντάς το, φοβήθηκε και φώναξε: «Πιστεύω, Κύριε, ότι ο άρτος είναι σώμα σου και το ποτήριο είναι αίμα σου». Αμέσως το κρέας που ήταν στο χέρι του (γιατί την εποχή εκείνη οι πιστοί, σύμφωνα με την αρχαία τάξη της Εκκλησίας, μεταλάμβαναν χωριστά το σώμα και το αίμα του Κυρίου) έγινε άρτος, όπως είναι κατά το μυστήριο, και μετέλαβε ευχαριστώντας τον Θεό.
Του είπαν έπειτα οι γέροντες: «Ο Θεός ξέρει τη φύση του ανθρώπου, ότι δηλαδή αυτός δε μπορεί να φάει κρέατα ωμά και γι’ αυτό μετέβαλε το σώμα του σε άρτο και το αίμα του σε οίνο γι’ αυτούς που τα δέχονται με πίστη». Και ευχαρίστησαν τον Θεό για τον γέροντα, γιατί δεν άφησε να χαθούν οι κόποι του, και πήγαν με χαρά στα κελλιά τους.
ΠΗΓΗ : “ΘΑΒΩΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ”, εκδ. Ι. Ν. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ – Ι. M. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, τευχ. 34, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ – ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ2014, σ. 10.