ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΘΕΜΑΤΑ

Χρόνος και ζωή κατά τον Μέγα Βασίλειο

Χρόνος και ζωή κατά τον Μέγα Βασίλειο

Newsletter

   

Γεώργιος Μαντζαρίδης: Ο Μ. Βασίλειος έζησε και παρουσίασε στα συγγράμματά του με τον διεισδυτικότερο τρόπο τη σχέση χρόνου και ζωής. Και η αντίστοιχη διδασκαλία του, που επηρέασε βαθύτατα τη μεταγενέστερη θεολογία και διανόηση, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη και σήμερα. Βέβαια ο μεγάλος αυτός ιεράρχης της Καππαδοκίας δεν έγραψε κανένα συστηματικό έργο για το θέμα αυτό.

Ερμηνεύοντας όμως την Αγία Γραφή, και ιδιαίτερα την «Εξαήμερο» της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και αποκρούοντας την αίρεση του Ευνομίου σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού, αναφέρθηκε πολλές φορές στον χρόνο και τα σχετικά με αυτόν θέματα.Συνήθως διακρίνουμε τον χρόνο σε τρία μέρη: στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Η τριμερής όμως αυτή διάκριση δεν φαίνεται να έχει κάποια αντικειμενική υπόσταση. Πράγματι, αν θελήσουμε να προσδιορίσουμε αντικειμενικώς το παρόν, θα διαπιστώσουμε ότι δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μία διαχωριστική τομή ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Έτσι η τριμερής διάκριση του χρόνου γίνεται αυτομάτως διμερής. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης μιλάει για δύο μόνο διαστάσεις του χρόνου, το παρελθόν και το μέλλον: «Του χρόνου», λέει, «τά μέν γέγονε, τα δε μέλλει… το δε νύν ου μέρος· μετρεί τε γάρ το μέρος, και συγκείσθαι δεί το όλον εκ των μερών· ο δε χρόνος ου δοκεί συγκείσθαι εκ των νύν» (1).

Βέβαια η θέση αυτή φαίνεται καθαρώς θεωρητική, γιατί δεν είναι δυνατό να υπάρξει πραγματικός χρόνος χωρίς το νύν, δηλαδή το παρόν. Και όμως το παρόν δεν μπορεί να εκληφθεί ως χρονική διάρκεια, γιατί σε μία τέτοια περίπτωση πρέπει αναπόφευκτα να έχει και παρελθόν και μέλλον. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι το παρόν δεν είναι χρόνος, αλλά η απειροστή η η άτμητη εκείνη στιγμή, με την οποία διαχωρίζεται το παρελθόν από το μέλλον. Και η στιγμή αυτή του παρόντος, ενώ στην πραγματικότητα είναι η μόνη υπαρκτή, γίνεται ασύλληπτη, γιατί αυτόματα υποχωρεί στο παρελθόν.

Και ενώ το παρόν αποτελεί μία ασύλληπτη και φευγαλέα στιγμή, ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον ανήκουν στον άνθρωπο. Το παρελθόν είναι χαμένο, ενώ το μέλλον δεν βρίσκεται στη διάθεσή μας. «Η ουχί τοιούτος ο χρόνος», λέει ο Μ. Βασίλειος, «ού το μέν παρελθόν ηφανίσθη, το δε μέλλον ούπω πάρεστι, το δε παρόν πρίν η γνωσθήναι διαδιδράσκει την αίσθησιν» (2); Ο άνθρωπος όμως δεν ζει τον χρόνο ως μεμονωμένες στιγμές αλλά ως ευρύτερη διάρκεια, που συνιστά το εκάστοτε παρόν του και αγκαλιάζει το παρελθόν και το μέλλον. Με τη μνήμη και την προσδοκία υπερβαίνει την κάθε στιγμή και ζει το παρόν ως σύνθεση και υπέρβαση του παρελθόντος και του μέλλοντος. Έτσι το παρόν της ανθρώπινης ζωής παρουσιάζεται ως υπέρβαση του χρόνου και παραπέμπει στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό και η αρχαία ελληνική μυθολογία προσέδιδε στον χρόνο υπερβατικές διαστάσεις και τον έβλεπε προσωποποιημένο στον θεό Κρόνο, που εξαφάνιζε τα παιδιά του.

Κατά τον Μ. Βασίλειο ο χρόνος είναι το «συμπαρεκτεινόμενον τη συστάσει του κόσμου διάστημα» (3). Το διάστημα εδώ είναι χρονική έννοια με ποιοτική η ακριβέστερα ηθική σημασία. Δηλώνει την περίοδο της παρούσας ζωής σε αντιδιαστολή προς την μέλλουσα· την περίοδο της τρεπτότητας και του κινδύνου σε αντιδιαστολή προς τη σταθερότητα και την ασφάλεια της αιωνιότητας.

Αλλά και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι η μόνη περίοδος προετοιμασίας του ανθρώπου για την αιώνια μακαριότητα(4). Έτσι ο χρόνος γίνεται «καιρός», δηλαδή ευκαιρία για την εξαγορά της αιωνιότητας, ή, όπως γράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος, «τόπος» συναντήσεως με τον Θεό και την αιωνιότητά του.

Ο χρόνος συνδέεται οργανικά με τον χώρο και δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αυτόν. Η δημιουργία τους υπήρξε ακαριαία. Τόσο δηλαδή ο χρόνος, όσο και ο χώρος δημιουργήθηκαν αχρόνως με τη θέληση του Θεού. Έτσι ερμηνεύει ο Μ. Βασίλειος και το «εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γήν» (5). Όπως η αρχή του δρόμου, παρατηρεί, δεν είναι ακόμα δρόμος, και η αρχή του σπιτιού δεν είναι σπίτι, έτσι και η αρχή του χρόνου δεν είναι χρόνος ούτε μέρος του χρόνου. Σε περίπτωση που θα υποστηρίξει κάποιος ότι και η αρχή είναι χρόνος, πρέπει να μπορέσει να διαιρέσει και αυτήν σε αρχή, μέσο και τέλος, πράγμα που είναι αδύνατο (6).

Στην ευθύγραμμη πορεία του ο χρόνος περιέχει ακατάπαυστους χρονικούς κύκλους, που εξεικονίζουν την αιωνιότητα. Έτσι η ροή του χρόνου προσλαμβάνει σπειροειδή μορφή, που παραπέμπει στην αιωνιότητα. Εξάλλου η πορεία του χρόνου είναι συμφυής με τον κόσμο και με τα πράγματα του κόσμου. Τα συνοδεύει διαρκώς, χωρίς ποτέ να διακόπτεται.

Ο χρόνος συνυφαίνεται με τη ζωή και την κατευθύνει στον θάνατο. Όπως οι επιβάτες του πλοίου οδηγούνται στο λιμάνι, έστω και αν κοιμούνται και δεν αντιλαμβάνονται τίποτε, έτσι και οι άνθρωποι με το πέρασμα του χρόνου οδηγούνται φυσιολογικά στο τέλος της ζωής τους. «Κοιμάσαι και ο χρόνος σε παρατρέχει. Είσαι ξυπνητός και έχεις φροντίδες, αλλά η ζωή δαπανάται, έστω και αν αυτό δεν γίνεται αντιληπτό. Όλοι τρέχουμε κάποιον δρόμο, σπεύδοντας ο καθένας προς το τέλος… Όλα περνούν και μένουν πίσω σου… Τέτοια είναι η ζωή. Ούτε οι χαρές της είναι μόνιμες ούτε οι λύπες της διαρκείς. Και ο δρόμος δεν είναι δικός σου, ούτε τα παρόντα δικά σου» (7).

Η ηλικία του καθενός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο χρόνος της ζωής του που πέρασε και χάθηκε. Χαιρόμαστε, λέει ο Μ. Βασίλειος, που μεγαλώνουμε και προσθέτουμε χρόνια στην ηλικία μας, σαν κάτι να κερδίζουμε. Και θεωρούμε ευχάριστο πράγμα, όταν κάποιος από παιδί γίνεται άνδρας και από άνδρας πρεσβύτης. Λησμονούμε όμως ότι κάθε φορά χάνουμε από τη ζωή μας τόσο, όσο ακριβώς ζήσαμε· και δεν έχουμε την αίσθηση ότι δαπανάται η ζωή μας, μολονότι την μετρούμε πάντοτε με βάση το μέρος της που πέρασε και χάθηκε.

Ο άνθρωπος, χωρίς συνήθως να σκέπτεται την αδυσώπητη παρουσία του χρόνου, αδιαφορεί για την ύπαρξή του, η ακόμα τον ξεχωρίζει από τον εαυτό του και τον αντικειμενοποιεί. Ο καθένας π.χ. μιλάει για την προσκαιρότητα του ανθρώπου και την εννοεί ως αντικειμενική διαπίστωση που δεν συνδέεται άμεσα με τον εαυτό του. Εύκολα συλλογίζεται ότι μπορεί το περιβάλλον του να μεταβληθεί η οι άλλοι να πάψουν κάποτε να υπάρχουν, σπάνια όμως σκέφτεται ότι αυτό θα συμβεί οπωσδήποτε και στον ίδιο. Συνηθίζει να λέει ότι όλα περνούν και χάνονται, αλλά θεωρεί σχεδόν αυτονόητο ότι αυτός θα υπάρχει, για να διαπιστώνει τη φθορά και την παρέλευσή τους.

Η αντικειμενοποίηση δημιουργεί συχνά σοβαρές πλάνες. Ειδικότερα η αντικειμενοποίηση του χρόνου αλλοιώνει το νόημα της ζωής και οδηγεί στη σύγχυση και την αυταπάτη. Ο χρόνος δεν αποτελεί για τον άνθρωπο μιάν απλή αντικειμενική διαδικασία, αλλά βαθύτατη υπαρξιακή πραγματικότητα. Άλλωστε ο χρόνος δεν αφορά τόσο τα αντικείμενα, όσο την προσωπική μας ύπαρξη. Γι’ αυτό μόνο η υπαρξιακή βίωσή του απαλλάσσει τον άνθρωπο από την απάτη που δημιουργεί η αντικειμενοποίησή του. Και η ορθή τοποθέτηση μέσα στον χρόνο αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ορθή αντιμετώπιση της ζωής και τη σωστή δράση μέσα στον κόσμο.

Άλλη βασική πλάνη, που αναφέρεται στον τρόπο βιώσεως του χρόνου, είναι η ακόλουθη: Ο άνθρωπος λησμονεί συνήθως το νόημα της ζωής του μέσα στο παρόν και το αναζητεί στο διαρκώς προσδοκώμενο μέλλον. Ανικανοποίητος από αυτό που έχει στο παρόν, φροντίζει να τραφεί με τις ελπίδες του μέλλοντος. «Τοιούτος γάρ υπάρχει όλος ο των ανθρώπων βίος μη αρκούμενος τοις φθάσασιν, αλλά τρεφόμενος ου τοις φθάσασι μάλλον αλλά τοις μέλλουσιν» (9). Με τον τρόπο αυτόν ο άνθρωπος δρά και κινείται μέσα στον κόσμο, σαν να επρόκειτο να ζει αιώνια. Και συνήθως συμπληρώνει ολόκληρη την επίγεια ζωή του μένοντας στο στάδιο της προπαρασκευής του μέλλοντος.

Έτσι το μέλλον γίνεται δυνάστης του ανθρώπου, ενώ το παρόν μεταβάλλεται σε απλό μέσο για την επίτευξη των μελλοντικών στόχων και επιδιώξεών του· αντιμετωπίζεται ως απλή γέφυρα που οδηγεί στο μέλλον. Και επειδή εκείνο που ζει ο άνθρωπος δεν είναι το μέλλον αλλά το παρόν, συμβαίνει να κινείται διαρκώς επάνω στη γέφυρα, χωρίς ποτέ να φτάνει στον σκοπό του.

Το φαινόμενο αυτό προσέλαβε οξύτερη μορφή από τα τέλη του εικοστού αιώνα με την αλματώδη ανάπτυξη της επιστήμης και ιδιαίτερα της πληροφορικής. Ο άνθρωπος βρέθηκε αντιμέτωπος με κοσμογονικές εξελίξεις, που υπερβάλλουν τη φαντασία του και εντείνουν περισσότερο τις προσδοκίες του από το μέλλον. Ένας παγκόσμιος επικοινωνιακός ιστός, με απεριόριστη ευλυγισία μέσα στον χώρο, διευκολύνει τις επικοινωνίες και τις συναλλαγές του, ενώ ταυτόχρονα φαλκιδεύει την ψυχική ηρεμία και την προσωπική ζωή του. Ήδη γίνεται λόγος για μία νέα ασθένεια, το σύνδρομο της πληροφοριακής κοπώσεως, που προέρχεται από την υπερφόρτωση του νού με πληροφορίες. Και ενώ ο άνθρωπος φορτώνεται με πληροφορίες, φτωχαίνει σε πραγματική μόρφωση, αυξάνει το άγχος του και περιορίζει τις ικανότητές του για αυτοσυγκέντρωση, απομνημόνευση και λήψη αποφάσεων (9).

Όσα αναφέραμε έως εδώ για τον χρόνο και τη ζωή μας μέσα σε αυτόν αποκαλύπτουν μία σειρά αντιφάσεων:

α) Η ζωή μας μέσα στον χρόνο, ενώ κυριαρχείται από αυτόν, φανερώνει συγχρόνως και τη δυνατότητα της υπερβάσεώς του.

β) Ο χρόνος που ζούμε, ενώ παρουσιάζεται ως μετρητής της ζωής μας, είναι ταυτόχρονα και μετρητής του αφανισμού μας.

γ) Ενώ γνωρίζουμε ότι ο χρόνος είναι και μετρητής του αφανισμού μας, αποφεύγουμε να αναγνωρίσουμε τις συνέπειές του στον εαυτό μας και τις διακρίνουμε στους άλλους η στο περιβάλλον μας, όπου διαπιστώνουμε την αντικειμενική και πάλι επαλήθευσή τους.

δ) Τέλος, ενώ αυτό που ζούμε πάντοτε είναι το παρόν, καλλιεργούμε συνειδητά μία χρονική ανεστιότητα, μεταθέτοντας το εκάστοτε ενδιαφέρον μας στο μέλλον, που άρχισε να γίνεται χαοτικό.

Ο Μ. Βασίλειος, ως ερμηνευτής της χριστιανικής θεωρήσεως του χρόνου, ενώ επισημαίνει τις αντιφάσεις αυτές, μας αποκαλύπτει μία νέα προοπτική, που οδηγεί στη δημιουργική σύνθεση και υπέρβασή τους. Τη νέα αυτή προοπτική, που δεν μπορούσε να δημιουργήσει η ελληνική φιλοσοφία η γενικότερα η ανθρώπινη σκέψη, την προσφέρει σε αυτόν η Εκκλησία· η Εκκλησία όχι ως εγκόσμια κοινωνική πραγματικότητα, αλλά ως σώμα Χριστού, που είναι «ο ών και ο ην και ο ερχόμενος» (10)· ως σώμα αυτού, που συνθέτει τις διαστάσεις του χρόνου και τις προσλαμβάνει ως πρόσωπο στο αιώνιο «νύν» της παρουσίας του (11). Μέσα στην Εκκλησία η μνήμη του παρελθόντος γίνεται μνήμη εν Χριστώ. Και η ελπίδα του μέλλοντος γίνεται ελπίδα εν Χριστώ. Γι’ αυτό και η ζωή του Χριστιανού ως μέλους της Εκκλησίας τρέφεται με τη μνήμη και την ελπίδα του Χριστού.

Η Εκκλησία εισάγει μέσα στον κόσμο την αιωνιότητα και επεκτείνεται προς αυτήν. Οι θεσμοί της Εκκλησίας, παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος, μεταφέρουν τον νού του ανθρώπου «από των παρόντων επί τα μέλλοντα». Έτσι π.χ., συνεχίζει ο ίδιος ιεράρχης, με κάθε γονυκλισία και ανόρθωσή του ο πιστός μαρτυρεί εμπράκτως «ότι διά της αμαρτίας εις γην κατερρύημεν, και διά της φιλανθρωπίας του κτίσαντος ημάς εις ουρανόν ανεκλήθημεν» (12). Η απλή και εκφραστική αυτή εκδήλωση της θρησκευτικής ζωής δίνει στον Μ. Βασίλειο την αφορμή να μνημονεύσει τις νέες διαστάσεις, μέσα στις οποίες εκδιπλώνεται η ζωή του πιστού. Με την αποδοχή της φιλανθρωπίας του Θεού ως δυνάμεως που ανυψώνει από τη γη στον ουρανό, διαπιστώνει ο άνθρωπος νέους ορίζοντες μέσα στον ευθύγραμμο χρόνο της ιστορίας. Το αιώνιο, ως έκφραση της αγάπης του Θεού μέσα στον κόσμο, συναντάται σταυρικά με τον ευθύγραμμο ιστορικό χρόνο.

Με τον τρόπο αυτόν η κάθε στιγμή της ιστορίας της ανθρωπότητας και του κάθε ανθρώπου προσλαμβάνει απεριόριστη ευρύτητα η απεριόριστο βάθος, και προσφέρεται ως δυνατότητα κοινωνίας με το αιώνιο και υπερβατικό. Το αιώνιο προσφέρεται και γίνεται μεθεκτό μέσα στον χρόνο. Και ο χρόνος γίνεται χώρος συναντήσεως με το αιώνιο· χώρος βιώσεως του εσχάτου.

Τέλος το νόημα του χρόνου δεν εξαντλείται σε μία φευγαλέα και μη αντιστρεπτή ροή, αλλά βρίσκεται στη δυνατότητα που παρέχει στον άνθρωπο να ενταχθεί στην αιωνιότητα. Αυτό σημαίνει ότι και το νόημα της ιστορίας για την Εκκλησία βρίσκεται στο απεριόριστο βάθος που προσφέρει στον άνθρωπο η κάθε στιγμή της, και όχι στις εξωτερικές εναλλαγές που δημιουργούνται μέσα στη χρονική ροή. Το μήκος του χρόνου και της ιστορίας αποκτά αξία μόνο κατά το μέτρο της αξιοποιήσεως του βάθους τους. Και το βάθος του χρόνου και της ιστορίας προσφέρει τη μόνη ουσιαστική δικαίωση του μήκους τους.

Ο περιορισμός του ενδιαφέροντος του ανθρώπου στον μονοδιάστατο χρόνο οδηγεί αναπόφευκτα στη διάψευση και την απογοήτευση. Η ιστορία των πολιτισμών του ανθρώπου είναι ιστορία διαψεύσεων. Και ο λεγόμενος χριστιανικός πολιτισμός, ως ανθρώπινη δημιουργία μέσα στον ευθύγραμμο χρόνο της ιστορίας, είναι φυσικό να υπόκειται στον νόμο της φθοράς και της διαψεύσεως. Εκείνο όμως που προσφέρει ο Χριστιανισμός είναι η διέξοδος από το ιστορικό αδιέξοδο· είναι η μετάβαση από την άσκοπη χρονική ροή και περιδίνηση στην πληρότητα της θείας αγάπης και ζωής. Και η προσφορά αυτή του Χριστιανισμού, που παρέχεται σε ανθρωπολογικό επίπεδο με το πρόσωπο του Χριστού, βιώνεται εμπειρικά μέσα στο σώμα του, την Εκκλησία.

Καθετί που υπάρχει μέσα στον κόσμο είναι σχετικό. Ιδιαίτερα ο σύγχρονος άνθρωπος με τα διηπειρωτικά και τα διαστημικά ταξίδια αποκτά άμεση εμπειρία της σχετικότητας των διακρίσεων και των αντιθέσεων μέσα στον χώρο και τον χρόνο, όπως αυτές π.χ. που υπάρχουν ανάμεσα στην ηρεμία και την κίνηση, στο βάθος και το ύψος, στο επάνω και το κάτω, στη νύκτα και την ημέρα. Ακόμα και η διάκριση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος είναι κατά τον Αϊνστάιν μία επίμονη ψευδαίσθηση, γιατί όσο πιό γρήγορα μετακινείται κανείς, τόσο πιό αργά περνάει ο χρόνος: πέντε χρόνια μέσα σε ένα διαστημόπλοιο που ταξιδεύει με το 90% της ταχύτητας του φωτός (300 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο) αντιστοιχούν σε τριανταέξι χρόνια στη γή. Αν το διαστημόπλοιο επέστρεφε, οι επιβάτες του θα είχαν ταξιδέψει τριάντα ένα χρόνια στο μέλλον, αλλά θα είχαν γεράσει μόνο πέντε χρόνια (13). Το παρόν των επιβατών αυτών θα ήταν για τους άλλους ένα μακρινό μέλλον, που πολλοί από αυτούς δεν θα προλάβαιναν να το ζήσουν. Τέλος και αυτή ακόμα η φοβερή αντίθεση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο τοποθετείται σε άλλη προοπτική.

Η ζωή, και ως βιολογικό ακόμα φαινόμενο, αποτελεί εξαίρεση μέσα στον κανόνα της χρονικής ροής. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο χρόνος αυξάνει την εντροπία του κόσμου και οδηγεί προς την αταξία και την αποδιοργάνωση με έσχατη απόληξη τον λεγόμενο θερμικό θάνατο. Εξαίρεση στον κανόνα αυτόν αποτελεί το φαινόμενο της ζωής. Η ζωή, ενώ κινείται με τη φορά του χρόνου, υπερινικά τη νομοτέλειά του και αντιστρέφει την πορεία της εντροπίας με τη δημιουργία τάξεως μέσα στην αταξία και την έκπτωση. Παράλληλα όμως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί υποτάσσονται στη δύναμη του χρόνου και υποκύπτουν τελικά στον βιολογικό θάνατο. Η ζωή παρουσιάζεται ως διαδικασία θανάτου. Αλλά και ο θάνατος εμφανίζεται ως απόληξη της ζωής.

Ο θάνατος και ως βιολογικό ακόμα φαινόμενο αποτελεί την τελευταία φάση της ζωής. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τον θάνατο ως υπαρξιακό βίωμα. Αν όμως ο θάνατος αποτελεί την τελευταία φάση της ζωής, τότε και η ζωή αποκτά το πλήρες νόημά της μόνο με τη συμπερίληψη του θανάτου. Όταν το νόημα της ζωής διατυπώνεται χωρίς να συμπεριλαμβάνεται ο θάνατος, είναι άτοπο, γιατί ο θάνατος, ως τελευταία φάση της ζωής, καταλύει όλο το προηγούμενο νόημά της. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος ολοκληρώνεται, όταν κατορθώνει να χωρέσει στη ζωή του και τον θάνατο. Εδώ έγκειται και η σπουδαιότητα της μελέτης του θανάτου, που προβάλλεται ιδιαίτερα από τους αρχαίους φιλοσόφους και τους Πατέρες της Εκκλησίας.

Αν η βιολογική ζωή εκδιπλώνεται ως πάλη με τον χρόνο, που τελικώς την αφανίζει, η πνευματική ζωή του Χριστιανού προβάλλει ως νίκη εναντίον του χρόνου και ένταξη στην αιωνιότητα. Η ένταξη στην αιωνιότητα συνδέεται με μία νέα τοποθέτηση και δραστηριοποίηση μέσα στον κόσμο. Αυτό γίνεται φανερό και στη ζωή του Μ. Βασιλείου, όπως και γενικότερα των αγίων της Εκκλησίας. Η αγάπη για τους συνανθρώπους τους, το ενδιαφέρον για τις ανάγκες και τα προβλήματά τους, η άσκηση του φιλανθρωπικού, κοινωνικού και πνευματικού έργου τους, και γενικότερα η όλη παρουσία και δραστηριότητά τους, δεν ήταν προϊόντα κοινωνικής συμβατικότητας, αλλά συνέπειες της τοποθετήσεως και του προσανατολισμού της ζωής τους ως αληθινών Χριστιανών. Η αποξένωσή τους από τον κόσμο και η ταυτόχρονη επανένταξή τους σε αυτόν, ως απώλεια που αντιστοιχεί με εύρεση, ως αλλοτρίωση που ισοδυναμεί με ανάκτηση, τους ανέδειξε πραγματικούς φωστήρες της οικουμένης· τους απέδειξε Χριστιανούς όχι «ονόματι», αλλά «πράγματι».

Ο Χριστιανός λοιπόν είναι ο άνθρωπος που αποδέχεται την αλλοτρίωσή του εν ονόματι του Χριστού. Αλλοτριώνει τη ζωή του, αλλοτριώνει τον χρόνο της ζωής του, και εντάσσεται σε μία νέα πορεία ζωής. Η νέα αυτή πορεία είναι η πορεία της μετάνοιας και της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον. Η μετάνοια, ως επιστροφή του ανθρώπου στον χρόνο της μνήμης του Θεού, που συμπυκνώνεται στον λειτουργικό χρόνο, επαναφέρει τον άνθρωπο «εις οικείωσιν Θεού από της διά την παρακοήν γενομένης αλλοτριώσεως» (14).

Ο άνθρωπος, που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» Θεού, διατηρεί το νόημα και τον σκοπό της υπάρξεώς του με τη μνήμη του Θεού. Με τη μνήμη αυτή παραμένει προσηλωμένος και στη δική του θεοειδή μορφή, που αμαυρώθηκε με την αλλοτρίωση από τον Θεό και την αθέτηση του θείου θελήματος. Ειδικότερα βέβαια για τον Χριστιανό η μνήμη του Θεού συγκεκριμενοποιείται με τη μνήμη του Χριστού και του ανακαινιστικού του έργου. Και το περιεχόμενο της μνήμης του Χριστού συμπυκνώνεται στη θεία Ευχαριστία. Το μυστήριο αυτό, ως μυστήριο της αληθινής ζωής του πιστού, είναι μυστήριο της αληθινής μνήμης του· μνήμης που δεν επιστρέφει μόνο στο παρελθόν, αλλά επεκτείνεται και προς το μέλλον· μνήμης που υπερβαίνει τελικά τον χρόνο και προσλαμβάνεται στην αιωνιότητα και την αϊδιότητα της θείας ζωής. Γι’ αυτό και η τέλεση της θείας Ευχαριστίας συνδέεται με τη μεγαλύτερη συμπύκνωση του χρόνου μέσα στο πλαίσιο της πνευματικής ζωής.

Η συμπύκνωση αυτή του χρόνου εκφράζεται σαφέστατα στη θεία Λειτουργία, ιδιαίτερα μάλιστα στη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Και είναι χαρακτηριστικό ότι η λειτουργική μνήμη δεν αναφέρεται μόνο στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον. Δεν παρουσιάζεται ως ανάμνηση αυτών που έγιναν στον χαμένο, αλλά για την Εκκλησία πάντοτε κερδισμένο χρόνο, αλλά και ως πρόγευση αυτών που αναμένονται να συμβούν. «Μεμνημένοι ούν, Δέσποτα, και ημείς των σωτηρίων αυτού παθημάτων, του ζωοποιού σταυρού, της τριημέρου ταφής, της εκ νεκρών αναστάσεως, της εις ουρανούς ανόδου, της εκ δεξιών σου του Θεού και Πατρός καθέδρας, και της ενδόξου και φοβεράς δευτέρας αυτού παρουσίας».

Με τη λειτουργική αυτή συμπύκνωση του χρόνου δεν προσφέρεται κάποια συναισθηματική λύτρωση των πιστών από το δεσμευτικό επίπεδο των αισθητών, αλλά η υπαρξιακή τους ανακαίνιση με αναφορά στην υπερβατική παρουσία του Χριστού. Η πίστη στο πρόσωπο του θεανθρώπου Χριστού και η αναγνώρισή του ως κεφαλής της Εκκλησίας καθιστά δυνατή τη σταυρική η συνθετική αυτή θεώρηση και μεταμόρφωση του χρόνου.

Ο Μ. Βασίλειος, στυλοβάτης του κοινοβιακού μοναχισμού, γνώρισε και έζησε στον υψηλότερο δυνατό βαθμό την κοινοχρησία όχι μόνο των υλικών αγαθών αλλά και του χρόνου. Έδωσε όχι μόνο τα υπάρχοντά του αλλά και ολόκληρο τον χρόνο της ζωής του στους άλλους. Ο Χριστιανός δεν αντιμετωπίζει τον χρόνο ως ατομική του ιδιοκτησία, αλλά ως αγαθό για κοινή χρήση.

Όταν κρατάμε τον χρόνο μόνο για τον εαυτό μας, χωριζόμαστε από τους άλλους. Χωριζόμαστε όχι μόνο από αυτούς που έζησαν πρίν από εμάς, αλλά και από αυτούς που ζούν μαζί μας, δίπλα μας. Έτσι περιορίζουμε τον δικό μας χρόνο και τη δική μας ζωή. Γι’ αυτό χρειάζεται να μοιραζόμαστε τον χρόνο μας με τους άλλους, να τον θυσιάζουμε για τους άλλους, να κοινωνούμε μαζί τους. Προσφέροντας τον χρόνο μας προσφέρουμε τη ζωή μας, χωρίς να παύουμε να ζούμε οι ίδιοι. Και με τον τρόπο αυτόν ζούμε διπλά τον χρόνο και τη ζωή μας, γιατί ζούμε ταυτόχρονα στον χρόνο και στη ζωή των άλλων.

Σημειώσεις:

  1. Αριστοτέλους, Φυσικά 218α.

  2. Μ. Βασιλείου, Εις Εξαήμερον 5, PG 29, 13B.

  3. Μ. Βασιλείου, Κατά Ευνομίου 1, 21, PG 29, 560B.

  4. Μ. Βασιλείου, Εις Ψαλμόν 114, 5, PG 29, 492C. Πρβλ. και Δ. Τσάμη, Η πρωτολογία του Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 32-33.

  5. Γέν. 1, 1.

  6. Μ. Βασιλείου, Εις Εξαήμερον 1, 6, PG 29, 16C-17A.

  7. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ομιλία εις Ψαλμόν 1, 4, PG 29, 220D-21A.

  8. Μ. Βασιλείου, Επιστολή 42, 1, PG 32, 349.

  9. Βλ. Ι. Γιανναράκη, «Ο παγκόσμιος εγκέφαλος του διαδικτύου», Οικονομικός Ταχυδρόμος, φ. 52 (2590), 25.12.2003, σ. 21.

  10. Αποκ. 1, 4.

  11. Βλ. Μ. Βασιλείου, Εις Ησαΐαν 119, PG 30, 312A.

  12. Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος 27, 66, PG 32, 192C.

  13. Βλ. I. Piquer el Pais, «Το παράδοξο σύμπαν του Αλβέρτου Αϊνστάιν». Εφημερίδα Καθημερινή, Κυριακή 22.12.2002.

  14. Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος 15, 35, PG 32, 128D

[widget id=”text-6″]