Το κήρυγμα της Κυριακής του τυφλού 21 Μαΐου 2023 – Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ – “Φωνή Κυρίου”, Αποστολική διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Κατά τήν σημερινή ἡμέρα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τῶν θεοστέπτων
βασιλέων καί ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καί τῆς μητέρας του Ἑλένης.
Ὁ Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος
ὑποστήριξε τόν Χριστιανισμό, σέ ἀντίθεση μέ τούς πρό αὐτοῦ αὐτοκράτορες πού κατεδίωξαν ἀπηνῶς τήν Ἐκκλησία.
Μεταξύ τῶν σπουδαίων ἔργων του συγκαταλέγεται ἡ μεταφορά τῆς
πρωτεύουσας τοῦ κράτους ἀπό τήν Ρώμη στό Βυζάντιο καί ἡ ἵδρυση
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς ὁποίας τά ἐγκαίνια τελέσθηκαν στίς 11
Μαΐου τοῦ 330.
Ἐπίσης, ἡ ἀποστολή τῆς ἁγίας Ἑλένης στά Ἱεροσόλυμα,
μέ σκοπό τήν ἀναζήτηση καί εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τῶν ἱερῶν
χώρων πού συνδέονται μέ τήν ἐπί γῆς παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τοῦ
Γολγοθᾶ καί τοῦ Ζωοδόχου Τάφου. Ἀκόμη, ἡ φροντίδα γιά τήν εἰρήνη
τῆς Ἐκκλησίας, πού συγκλονιζόταν ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, καί ἡ ἐπί
τούτῳ σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας (325).
Στά τέλη τῆς ζωῆς του βαπτίσθηκε στήν Νικομήδεια, ὅπου καί ἐκοιμήθη ἀνήμερα τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ ἔτους 337. Ὁ ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης Εὐσέβιος (Δ΄ αἰ.), πατήρ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, γράφει ὅτι τά τελευταῖα λόγια τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν: «Τώρα
γνωρίζω ὅτι εἶμαι ἀληθινά μακάριος· τώρα γνωρίζω ὅτι ἀξιώθηκα τήν
αἰώνιο ζωή· τώρα γνωρίζω ὅτι μετέχω τοῦ θείου Φωτός».
Ἀπό πολιτικῆς
καί ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως τό ἔργο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι
πραγματικά ρηξικέλευθο καί μοναδικό. Ἐπηρέασε βαθειά τήν ἱστορία
τοῦ κόσμου, ἐκχριστιάνισε τήν Εὐρώπη καί τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία
καί κατέπαυσε τούς ἄδικους διωγμούς ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
Ἀπόστολος Παῦλος καί Μέγας Κωνσταντῖνος
Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, εἶχε στήν ζωή του μία ἀποκάλυψη παρόμοια μέ ἐκείνη τοῦ ἀποστόλου Παύλου καθώς
πορευόταν στόν δρόμο γιά τήν Δαμασκό. Πρόκειται περί τῆς ἐμφανίσεως στόν οὐρανό ἑνός ὑπερμεγέθους Σταυροῦ πού ἀξιώθηκε νά δεῖ, γύρω ἀπό τόν ὁποῖο ὑπῆρχε ἡ ἐπιγραφή:
«Ἐν τούτῳ νίκα». Καί, ὡς γνωστόν, στήν κρίσιμη μάχη τῆς Μιλβίας γέφυρας πού διεξήχθη τήν ἑπομένη τῆς ὀπτασίας, στίς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 312, ὁ Σταυρός ἦταν ἐκεῖνος
πού ἔδωσε τήν νίκη. Κατόπιν αὐτοῦ τοῦ θαυμαστοῦ συμβάντος ὁ Κωνσταντῖνος ἄρχισε νά μεταστρέφεται στόν Χριστιανισμό. Ἡ εὐμένειά του
πρός τήν Ἐκκλησία καί ἡ ἐπιθυμία του νά διαδώσει τήν πίστη, δέν ἦταν
ἁπλῶς ἐξωτερικές ἐνέργειες πολιτικῆς σκοπιμότητος, ἀλλά πράξεις συνειδητές μέ ἐσωτερικό, θεοφιλές καί ἠθικό ἀντίκρυσμα.
Ἡ μεταστροφή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου μᾶς ὑπενθυμίζει τήν μεταστροφή τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία ὥρισε νά
διαβάζεται σήμερα ἡ περικοπή ἀπό τό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων πού ἀναφέρεται σέ αὐτό τό γεγονός, τό ὁποῖο εἶχε καθοριστική σημασία γιά τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ
«εἰς πάντα τά ἔθνη».
Ὁ Παῦλος, περί τό ἔτος 34 μ.Χ., καί ἐνῶ πορευόταν πρός τίς συναγωγές τῆς Δαμασκοῦ, μέ σκοπό νά φέρει στά Ἱεροσόλυμα δέσμιους τούς
χριστιανούς πού θά εὕρισκε ἐκεῖ, βίωσε ἕνα ἀπό τά συγκλονιστικώτερα
γεγονότα πού εἶναι δυνατόν νά συμβοῦν στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἀξιώθηκε νά δεῖ, μέσα σέ οὐράνιο φῶς, τόν Ἀναστάντα Χριστό καί ἀπό ἐκείνης τῆς ὥρας μεταμορφώθηκε ἡ ὕπαρξή του. Ἀπό διώκτης τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε ὁ κορυφαῖος Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ θέαση τῆς θείας φωτοφανείας τόν ἀνεκαίνισε ριζικά, γεγονός γιά
τό ὁποῖο ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἔκθαμβος ὑμνεῖ τόν Θεό λέγοντας· «ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ τά θαυμαστά ἔργα τῆς δυνάμεώς σου, Θεέ μου,
γιατί δέν ἄφησες τόν Παῦλο νά παραμείνει μακριά σου, ἀλλά τόν ἀνέδειξες Ἀπόστολό σου πρός ὄφελος ὅλων τῶν ἀνθρώπων; Ὅταν δημιούργησες τά ἄστρα καί τόν ἥλιο, οἱ Ἄγγελοί σου σέ δοξολόγησαν μέ μία φωνή·
δέν σέ ὕμνησαν ὅμως μέ τόση χαρά τότε, μέ ὅση σέ ἀνύμνησαν ὅταν
ἀναδημιούργησες τόν νέο Παῦλο πρός χάριν ὁλοκλήρου τῆς οἰκουμένης, ὁ ὁποῖος ἔγινε λαμπρότερος ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου καί ἔκανε νά
λάμψει ἡ γῆ περισσότερο ἀπό τόν οὐρανό».
Ἄς εὐχηθοῦμε ἡ ἀγάπη τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καί τοῦ ἰσαποστόλου Κωνσταντίνου γιά τόν Χριστό νά ἐμπνέει καί τήν δική μας ὕπαρξη,
γιά νά βιώνουμε τήν πίστη μας καί νά ἀκτινοβολοῦμε τό φῶς της.
Ἀρχιμ. Ν. Κ