« ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ »
«Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (ΜΑΤΘ. 25, 40). Το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα συγκλονίζει την ψυχή κάθε πιστού.
Μας αφυπνίζει από τον πνευματικό λήθαργο, καθώς μας φέρνει ενώπιον του φοβερού δικαστηρίου που θα συγκληθεί κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Τότε που ο Χριστός θα έλθει ως ένδοξος Βασιλιάς συνοδευόμενος από πλήθος αγγέλων, για να κρίνει τους ανθρώπους και να αποδώσει στον καθένα τις αιώνιες αμοιβές των έργων του. Το κριτήριο, με βάση το οποίο θα μας κρίνει τότε ο Θεός, θα είναι η αρετή της αγάπης. Ο Κύριος μάλιστα τόνισε ότι η αγάπη που δείξαμε στους αδελφούς μας αναφέρεται σ’ Εκείνον. Γιατί όμως ο Θεός θα μας κρίνει με κριτήριο την αγάπη προς τους πονεμένους αδελφούς μας; Αυτό το ερώτημα θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Κάνουν ασφαλώς εντύπωση τα λόγια που ακούσαμε στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή, με τα οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, αν και είναι ανενδεής και δεν έχει ανάγκη από τίποτε, βάζει τον Εαυτό Του στη θέση του πεινασμένου, του διψασμένου, του ξένου, του ρακένδυτου, του αρρώστου και του φυλακισμένου, επαναλαμβάνοντας μάλιστα τη διαβεβαίωσή Του αυτή «εμοί εποιήσατε» (ΜΑΤΘ. 25, 40).
Ο Κύριος ταυτίζεται με τους «ελαχίστους» (ΜΑΤΘ. 25, 40), τους αδύναμους αδελφούς μας. Το κάνει αυτό, διότι ο κάθε άνθρωπος, είτε είναι πλούσιος, είτε φτωχός, είτε είναι πεινασμένος, είτε χορτάτος, ακόμη κι αν είναι κλεισμένος στη φυλακή ή καθηλωμένος στο κρεβάτι του πόνου, είναι εικόνα του Δημιουργού Θεού. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Κρύβει θεϊκα στοιχεία μέσα του, με τα οποία πορεύεται προς την πληρέστερη ομοίωσή του με τον Θεό.
Στο πρόσωπο του αδελφού μας φανερώνεται ο Θεός. Είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε την αλήθεια αυτή, αλλά όχι ακατόρθωτο. Και είναι δύσκολο γιατί στην καθημερινή μας ζωή υπάρχουν εμπάθειες στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους και δεν μπορούμε να τους αντικρύσουμε ως εικόνες Θεού. Αν καταφέρουμε να προσεγγίσουμε την αλήθεια αυτή του Χριστού, θα φθάσουμε στο σημείο να παραβλέπουμε τα ελαττώματα και τις ανθρώπινες αδυναμίες των άλλων.
Μην ξεχνάμε ότι όλοι μας έχουμε αδυναμίες και δυσκολεύουμε τη ζωή των συνανθρώπων μας. Στο πρόσωπο του αδελφού μας οφείλουμε να διακρίνουμε την εικόνα του Θεού. Κι αν τελικά φθάσουμε σε τέτοια πνευματική κατάσταση, θα επιδιώκουμε το δικό του συμφέρον περισσότερο από το δικό μας. Αν γινόταν αυτό στις σχέσεις των ανθρώπων η κοινωνία μας θα ήταν εντελώς διαφορετική. Θα ήταν αγγελική!
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι σε ολόκληρη την περικοπή, ενώ τονίζεται η αρετή της αγάπης, δεν γίνεται πουθενά λόγος για την αγάπη προς τον Θεό, η οποία, όπως γνωρίζουμε από την Παλαιά Διαθήκη, είναι η κυριότερη εντολή και η βάση όλου του Νόμου. Κι αυτό γίνεται, διότι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο οδηγεί στην αγάπη προς τον Θεό. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης τονίζει: «Αν κάποιος πει “αγαπώ τον Θεό”, μισεί όμως τον αδελφό του, είναι ψεύτης.
Γιατί, πραγματικά, αυτός που δεν αγαπά τον αδελφό του, τον οποίο βλέπει, πως μπορεί να αγαπά τον Θεό, τον Οποίο δεν βλέπει;» (Α΄ ΙΩΑΝ. 4, 20). Η αγάπη προς τον συνάνθρωπο μας ενώνει τελικά με τον Θεό. Όταν αγαπάμε τους αδελφούς μας είμαστε παράλληλα ενωμένοι και με τον Θεό. Η ανυπόκριτη αγάπη που δείχνουμε προς τον πλησίον μας, αποδεικνύει την εγκυρότητα των πνευματικών μας βιωμάτων, την αλήθεια της πνευματικής μας ζωής.
Ο Κύριος θα μας κρίνει με κριτήριο την αγάπη προς τους αδελφούς μας για έναν ακόμη λόγο: Διότι στην εντολή της αγάπης περιέχονται και όλες οι υπόλοιπες εντολές. Όποιος αγαπά τον αδελφό του, δεν τον εξαπατά, ούτε τον κλέβει, ούτε του λέει ψέματα. Δεν τον συκοφαντεί, ούτε τον εκμεταλλεύεται. Δεν τον κατακρίνει, ούτε του φέρεται ανήθικα. Αντιθέτως τον σέβεται, θυσιάζεται γι’ αυτόν, τον εξυπηρετεί στις διάφορες ανάγκες του.
Με την αγάπη προς τους αδελφούς μας βγαίνουμε από τη σφαίρα του ατομισμού μας, απελευθερωνόμαστε από τον εγωϊσμό, από την τάση που έχουμε να θεωρούμε τον εαυτό μας το κέντρο του κόσμου. Στη θέση του εαυτού μας βάζουμε τον ελάχιστο αδελφό μας, εκείνον που έχει ανάγκη, που αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα. Μόνο έτσι δείχνουμε έμπρακτα την αγάπη μας και δεν μένουμε απλώς στα ωραία λόγια. Η αγάπη προς τον πλησίον προσελκύει την Χάρη του Θεού.
Ο πόνος των ανθρώπων ξεχειλίζει στις ημέρες μας. Πόσοι δυστυχισμένοι, πεινασμένοι, φτωχοί, ασθενείς, εγκαταλελειμμένοι, άστεγοι αδελφοί μας έχουν ανάγκη βοήθειας! Εμείς μπροστά σε αυτή τη δυστυχία θα μένουμε ψυχροί και αδιάφοροι; Κι αν δεν έχουμε να δώσουμε υλικά πράγματα, μπορούμε να τους βοηθήσουμε με έναν παρηγορητικό λόγο, με λίγη συντροφιά.
Μπορούμε να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, να τους δίνει ο Θεός παρηγοριά και λύσεις στα προβλήματά τους. Στο πρόσωπο των βασανισμένων αυτών αδελφών μας κρύβεται ο Χριστός. Το ακούσαμε ξεκάθαρα από τον Ίδιο τον Κύριο στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Με όλη μας την καρδιά λοιπόν ας υπηρετούμε τον Χριστό, μέσω των συνανθρώπων μας, ώστε κατά την Δευτέρα Παρουσία Του να Τον ακούσουμε να μας καλεί κοντά Του: «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (ΜΑΤΘ. 25, 34).
Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Κ. Γιαννακόπουλος
Εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Αλεξίου Αιγίου