Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα ακούσαμε την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Στην παραβολή αναφέρεται ότι κάποιος, που πήγαινε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ, έπεσε σε ενέδρα ληστών.
Το Ευαγγέλιο της Κυριακής Η΄ Λουκά, 13 Νοεμβρίου 2022
Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Από το σημείο εκείνο πέρασαν ένας Λευΐτης κι ένας ιερέας, άνθρωποι της θρησκείας και οι δύο την εποχή εκείνη, και αδιαφορώντας τον προσπέρασαν. Πέρασε κι ένας Σαμαρείτης, ο οποίος τον περιέθαλψε με οίνο και έλαιο, τον ανέβασε στο ζώο του και τον πήγε στο πανδοχείο, όπου τον περιποιήθηκε μέσα στη νύχτα. Δεν αρκέσθηκε ωστόσο σε αυτά.
Την επόμενη ημέρα φεύγοντας από το πανδοχείο έδωσε δύο δηνάρια στον πανδοχέα για τη νοσηλεία του αγνώστου σε αυτόν Ιουδαίου –ποσό αξιόλογο για την εποχή εκείνη– με την υπόσχεση ότι θα επανερχόταν για να εξοφλήσει ό,τι επιπλέον απαιτούσε η φροντίδα του ασθενούς.
Ο καλός Σαμαρείτης είναι ο Χριστός. Ο τραυματισμένος είναι ο άνθρωπος που πάσχει μέσα στην αναζήτηση της αλήθειας, που όντας απομακρυσμένος από τον Θεό και ζώντας μέσα στην αμαρτία τραυματίζεται. Ο Λευΐτης και ο ιερέας είναι οι εκπρόσωποι της θρησκείας, είναι οι άνθρωποι του θρησκευτικού συστήματος, μέσα από το οποίο νεκρώνεται η ζωντανή σχέση με τον Θεό και «επαγγελματοποιείται» η αναφορά προς Εκείνον.
Έτσι ο άνθρωπος την πίστη την κάνει «παράδοση» και την ευθύνη του για το σήμερα την μετατρέπει απλώς σε υποχρέωση για την περιφρούρηση της θρησκευτικής κληρονομιάς, μέσα από την οποία οχυρώνεται και δικαιώνεται. Το πανδοχείο είναι η Εκκλησία. Ο καλός Σαμαρείτης πηγαίνει τον άνθρωπο εκεί, για να βρει τη θεραπεία του.
Το κρασί και το λάδι είναι τα Μυστήρια. Είναι η Θεία Ευχαριστία και το Βάπτισμα. Ο πανδοχέας είναι ο Ποιμένας που φροντίζει την ψυχή. Τα δύο δηνάρια είναι η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, το εφόδιο στη διαποίμανση των ανθρώπων. Η ανταπόδοση είναι η άλλη ημέρα στην Βασιλεία των Ουρανών, όπου εκεί ο Χριστός θα αποδώσει τα απαραίτητα.
Θα ήθελα να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία σε ένα σημείο. Στην έννοια της Εκκλησίας ως πανδοχείου. Η Εκκλησία, λοιπόν, είναι πανδοχείο, που σημαίνει ότι δέχεται τους πάντες. Γι’ αυτό και χρησιμοποιείται αυτή η λέξη. Δέχεται τους πάντες, για να τους αναπαύσει, να τους ξεκουράσει και να τους δώσει τη δυνατότητα της θεραπείας. Αλλά δεν είναι η μόνιμη κατοικία μας. Είναι πανδοχείο. Κανένας δεν έχει σαν μόνιμη κατοικία ένα πανδοχείο. Το πανδοχείο είναι μία προσωρινή κατάσταση.
Στην Εκκλησία δίνεται η δυνατότητα θεραπείας και ανάπαυσης του ανθρώπου, έτσι ώστε έτοιμος και υγιής να συνεχίσει την πορεία για τη μόνιμη κατοικία του, που είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Ο λόγος του Κυρίου μας είναι απλός και ξεκαθαρίζει για το ποιος πρέπει να είναι ο στόχος μας στην πνευματική ζωή. Είναι εφήμερη η ζωή μας. Και ανάλογα τι στόχο θέτει ο άνθρωπος μέσα του, καθορίζει και την ποιότητα της ύπαρξής του.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ο θάνατος και η δυσκολία του ανθρώπου να τον αποδεχθεί ως γεγονός στη ζωή του. Οποιοδήποτε σημαντικό έργο κι αν κάνουμε, όση αξία κι αν έχει ο πολιτισμός μας, όσες αξίες κι αν έχουμε, δοκιμάζονται στο γεγονός του θανάτου. Οποιαδήποτε ιδέα, όσο ευγενική κι αν είναι, η κοινωνική προσφορά ή ακόμη και η φιλοπατρία μας, αν είναι μέχρι τα όρια του βιολογικού ανθρώπου, είναι αντίχριστο γεγονός.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη εκκοσμίκευση της Εκκλησίας μας, όταν ο λόγος της και η προσφορά της είναι για να υπηρετήσει την προσωρινότητά μας, δηλαδή τον βιολογικό άνθρωπο. Να εξυπηρετήσει δηλαδή μόνο και μόνο τις υλικές, ψυχολογικές και συναισθηματικές ανάγκες μας. Η Εκκλησία δεν έχει μόνο παρηγορητικό ρόλο για τον άνθρωπο, για να αισθάνεται καλά μέσα στο άγχος της καθημερινότητάς του. Αυτό δεν είναι Εκκλησία. Εκκλησία σημαίνει να μου ανοίξει τις δυνατότητες της αιωνιότητας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι σπουδαία γιατί μπορεί να προβάλλει κάποιο σπουδαίο επίγειο έργο, κάποια ιδρύματα. Είναι σπουδαία γιατί υπάρχει η Κυριακή, κατά την οποία εορτάζουμε την Ανάσταση του Χριστού. Δεν σώζει η Εκκλησία, γιατί έχει καλούς ιερείς. Δεν σώζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί έχει καλή παράδοση και ανέπτυξε τη βυζαντινή αγιογραφία, τη βυζαντινή μουσική και τον βυζαντινό πολιτισμό εν γένει.
Η Εκκλησία σώζει, διότι κεντρικό γεγονός της έχει την Ανάσταση του Χριστού που δίνει και την ελπίδα της προσωπικής μας ανάστασης. Αυτή τη στάση όμως δεν μπορεί ή δεν θέλει να την κατανοήσει ο σύγχρονος άνθρωπος. Όλη η προσπάθειά μας είναι να λησμονήσουμε την αιωνιότητα και τον θάνατο, κι αυτό γιατί αμφιβάλλουμε ότι υπάρχει η μετά θάνατον ζωή και ότι νικήθηκε ο θάνατος. Είμαστε προσκολλημένοι στη γη και γι’ αυτό τρέμουμε τον θάνατο.
Αυτό που έχει ανάγκη ο άνθρωπος είναι να δει τη ζωή του, να την εκτιμήσει και να την χαρεί μέσα σε αυτή την προοπτική της νίκης του θανάτου. Έτσι έχει αξία το καλό. Έτσι οποιοδήποτε ανθρώπινο γεγονός βρίσκει την υπαρξιακή του ομορφιά. Η κοινωνική προσφορά, η εργασία μου, η πατρίδα μου, όλα έχουν ομορφιά, εφόσον δεν εμποδίζουν και δεν υποκαθιστούν το γεγονός της Ανάστασης. Αυτός είναι ο λόγος ύπαρξης της Εκκλησίας. Αυτός είναι ο λόγος ζωής.
Έτσι κατανοούμε ότι είναι σχετική και η έννοια του ηθικού βίου του ανθρώπου που τηρεί το νόμο. Τι να κάνουμε έναν άνθρωπο, ο οποίος είναι καλός και νομοταγής, είναι όμως ανυποψίαστος μπροστά στην πρόκληση του θανάτου; Αναλογιζόμενοι τον θάνατο θα προετοιμασθούμε γι’ αυτό το μεγάλο γεγονός της ζωής μας και θα ζήσουμε αυτή τη ζωή, όπως τη θέλει ο Θεός, χαρούμενη και ειρηνική.
Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Κ. Γιαννακόπουλος
Εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Αλεξίου Αιγίου