Κήρυγμα

Η ευσπλαχνία του Θεού για μας τους ανθρώπους!

Πως γεννιέται η βλασφημία και πώς θεραπεύεται

Newsletter

   

Αρχή της Ινδίκτου, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. δ’ 16-22 (01-09-2024)

Πρωτ. Ανδρέα Παπαμιχαήλ

«Ο Πνεύματι Αγίω συνημμένος, άναρχε Λόγε και Υιέ, ο πάντων ορατών και αοράτων συμπαντουργός και συνδημιουργός, τον στέφανον του ενιαυτού ευλόγησον, φυλάττων εν ειρήνη των ορθοδόξων τα πλήθη…» ( Δοξαστικό του εσπερινού της Α΄ Σεπτεμβρίου).

Στο συναξάρι της σημερινής μέρας διαβάζουμε: «Τη Α΄ του αυτού μηνός (Σεπτεμβρίου) αρχή της Ινδίκτου, ήτοι του νέου έτους». Για το λόγο αυτό η ευαγγελική περικοπή είναι «της ημέρας», παρμένη από το τέταρτο κεφάλαιο του κατά Λουκάν αγίου ευαγγελίου.

Ο Ιησούς Χριστός, μετά τη βάπτισή Του και τους πειρασμούς που αντιμετώπισε στην έρημο,  «γεμάτος με τη δύναμη του Πνεύματος επέστρεψε στη Γαλιλαία» (Λουκ. 4, 14) και εκεί άρχισε να διδάσκει στις συναγωγές. Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή βλέπουμε τον Κύριο να έρχεται στην πόλη που μεγάλωσε, τη Ναζαρέτ, να πηγαίνει στην τοπική συναγωγή και εκεί να σχολιάζει το συγκεκριμένο χωρίο από το βιβλίο του Προφήτη Ησαΐα.

Όσοι βρίσκονταν στη συναγωγή έμειναν έκπληκτοι με τα γεμάτα χάρη και σοφία λόγια του Κυρίου. Έβλεπαν μπροστά τους ένα κανονικό άνθρωπο, αλλά τα λόγια του ήταν θεϊκά. Έβλεπαν μπροστά τους ένα απλό συμπατριώτη τους, αλλά η χάρη του Προσώπου του ήταν ουράνια. Κι όμως! Τελικά δεν άνοιξαν την καρδιά τους για να δεχτεί το χαρμόσυνο μήνυμα της έλευσης του Μεσσία που εκπληρωνόταν στην υπόσταση του Ιησού Χριστού. Σφράγισαν τα αυτιά της ψυχής τους και γεμάτοι θυμό οδήγησαν τον Ιησού Χριστό έξω από την πόλη με σκοπό να τον ρίξουν σε ένα γκρεμό, Αυτός όμως πέρασε ανάμεσά τους και έφυγε (Λουκ. 4, 28-30). Δεν μπόρεσαν να αποδεκτούν το μέγα μυστήριο της τέλειας ενανθρώπησης του προαιώνιου Θείου Λόγου…

Στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε: «(Πιστεύω) Και εις ένα Κύριον, Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων». Το «Κύριος Ιησούς Χριστός» αναφέρεται και διατρανώνει την Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού: Το «Κύριος» δηλώνει τη θεία φύση, αφού είναι Κύριος γης και ουρανού, το «Ιησούς» δηλώνει την ανθρώπινη φύση και το «Χριστός» δηλώνει την ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσης στο Πρόσωπο του Λόγου.

Αυτός που είναι «ο τη ουσία αναφής», αυτός που «στερέωσε τους ουρανούς πάλαι κατ’ αρχάς», αυτός που έχει «δρακί την πάσαν κτίσιν» (πρβ. Δοξαστικό Θ΄ Μ. Ώρας Χριστουγέννων), έγινε τέλειος άνθρωπος: κυοφορήθηκε, γεννήθηκε, τράφηκε, μεγάλωσε, έπαθε, πέθανε, τάφηκε. Η σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού δεν ήταν ούτε φανταστική ούτε εικονική, αλλά απόλυτα πραγματική: «επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών» . Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο βιβλίο «Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως», σχολιάζει: «(Ο Θεός Λόγος) ως τέλειος Θεός κατά φύση έγινε ο ίδιος τέλειος άνθρωπος κατά φύση, αφού δεν δέκτηκε καμιά τροπή στη φύση της θεότητος ούτε έκανε φάντασμα την οικονομία της σωτηρίας, αλλά ενώθηκε καθ’ υπόσταση ασύγχυτα και αναλλοίωτα και αδιαίρετα με τη σάρκα, που πήρε από την αγία Παρθένο» [Κεφάλαιο Γ΄ 2 (46) ].

Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο σαρκωθείς, αναστάς και αναληφθείς Ιησούς Χριστός χαρίζει στο ανθρώπινο γένος την όντως ζωή και θεώνει την ανθρώπινη φύση που έλαβε από την αγία Παρθένο Μαρία, την ανακαινίζει, την επαναφέρει στο πρωτόκτιστο κάλλος, την ανεβάζει σε θεϊκό και ουράνιο ύψος. Ο Μέγας Βασίλειος, στην ευχή του Επινίκιου Ύμνου στη Θεία Λειτουργία, αναφέρει χαρακτηριστικά: «( Ο Υιός), εκ Παρθένου αγίας σαρκωθείς εκένωσεν εαυτόν, μορφήν δούλου λαβών, σύμμορφος γενόμενος τω σώματι της ταπεινώσεως ημών, ίνα ημάς συμμόρφους ποιήση της εικόνος της δόξης αυτού». Ο Υιός του Θεού «δια τούτο επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος, βουλόμενος ελκύσαι προς το ύψος τους αυτώ βοώντας˙ Αλληλούια» (Ακάθιστος Ύμνος).

Μεγάλη λοιπόν η ευσπλαχνία του Θεού για μας τους ανθρώπους! Ας έχουμε λοιπόν πάντα κατά νου πως όλο το έργο της θείας Οικονομίας έχει ως καρπό το να έχουμε τη δυνατότητα της θεώσεως, της βίωσης της Βασιλείας του Θεού, της απόλαυσης του Παραδείσου. Μπορούμε, αν το θέλουμε, δια του αγίου Βαπτίσματος, της ζωντανής εκκλησιαστικής και μυστηριακής ζωής και της διαρκούς μετανοίας να γίνουμε υιοί Θεού, όχι κατά φύσιν, αλλά κατά χάριν και υιοθεσίαν.