Φύσει μαρανθεὶς σαρκίου, θάλλει Μάρων,
Μετεμφυτευθεὶς τῆς Ἐδὲμ τῷ χωρίῳ.
Ο Όσιος Μάρων έζησε πριν τον 5ο αιώνα μ.Χ. και επειδή αγαπούσε τον μοναχικό βίο και την ησυχία είχε στήσει το ασκητήριό του σε κορυφή βουνού της πόλεως Κύρρου της Αντιοχείας.
Αλλά η θερμή αγάπη του προς τον Θεό και προς τον πλησίον, τον έκανε να κατεβαίνει απ’ το ασκητήριό του και να περιοδεύει σε πόλεις και χωριά, κηρύττοντας το θείο λόγο.
Επίσης έδινε παρηγοριά και συμβουλές, συμφιλίωνε και συμβίβαζε, άρπαζε πολλούς από τις παγίδες της πλεονεξίας, από το καμίνι του θυμού και από το βόρβορο της ακολασίας.
Και όταν έφευγε από τις πόλεις, έρχονταν οι πόλεις προς αυτόν. Και τότε στο ερημικό ασκητήριό του ακατάπαυστα έρχονταν πυκνές ομάδες ανθρώπων, που ζητούσαν γιατρειά στις διάφορες ηθικές και πνευματικές ασθένειες τους.
Αλλά και προς τους μοναχούς, ο Όσιος, έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον. Τους παρακαλούσε λοιπόν και τους ικέτευε, να μένουν πιστοί στα καθήκοντα τους, να είναι υποδείγματα της πίστης, ζηλευτοί τύποι της εγκράτειας, φρουροί του Ευαγγελίου και θεία κάτοπτρα της καλής συμπεριφοράς.
Σε τέτοιες λοιπόν ασχολίες, βρήκε τον Μάρωνα η ασθένεια, που τον διαβίβασε απ’ αυτό τον κόσμο στον άλλο, με ήσυχη τη συνείδηση, ότι έζησε για τον Θεό και για τους συνανθρώπους του.