Ἐκεῖ μετῆλθεν Εὐψύχιον τὸ ξίφος,
Οὗ Χριστὸς ἦλθε, Καισαρείας εἰς μέρη.
Φάσγανον ἀμφ’ ἐνάτην Εὐψυχίου ἔκταμε λαιμόν.
Ο Άγιος Ευψύχιος έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη. Αν και νιόπαντρος, αυτό δεν τον εμπόδισε να δείξει έμπρακτα τη μεγάλη αγάπη του στο Χριστό. Στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, ο Ιουλιανός είχε κτίσει ένα είδωλο της θεάς Τύχης, που προσκυνούσαν κάθε μέρα επιδεικτικά οι ειδωλολάτρες. ο Ευψύχιος, αφού πήρε μαζί του και μερικούς άλλους τολμηρούς νέους, πήγε και γκρέμισε το είδωλο.
Όταν συνελήφθη, είπε στον αξιωματούχο ότι ο Ιουλιανός δεν έχει κανένα δικαιωμα να ενεργεί ειδωλολατρικά πράγματα στη χριστιανική Καισαρεία. Βέβαια, ο Ευψύχιος εκ των προτέρων γνώριζε ότι η απόφαση θα ήταν καταδικαστική.
Πράγματι, οι συνεργάτες του καταδικάστηκαν σε βασανισμούς και εξορία. Ενώ ο ίδιος, σαν αρχηγός της πράξης, καταδικάστηκε σε θάνατο με αποκεφαλισμό. Έτσι, ο Ευψύχιος κατατάχθηκε σ’ εκείνη τη μερίδα των ανθρώπων, για την οποία ο Κύριος είπε:
«Ό άπολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού εϋρήσει αυτήν» ( Ευαγγέλιο Ματθαίου, ι’ 39). Εκείνος, δηλαδή, που θα χάσει τη ζωή του για την πίστη του σε ‘μένα, θα κερδίσει τη μακάρια και υψηλότερη ζωή.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Εὐψύχως ἤνυσας, δρόμον τὸν ἔνθεον, καὶ καταβέβληκας, ἐχθρὸν τὸν δόλιον, τὴν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, παμμάκαρ ἐνδεδυμένος ὅθεν συνηρίθμησαι, τῶν Μαρτύρων ταὶς τάξεσι, δόξαν αἰωνίζουσαν, κεκτημένος Εὐψύχιε. Ἀλλὰ μὴ διαλείπῃς πρεσβεύων, σώσαι ἠμᾶς τοὺς σὲ τιμώντας.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς εὐσεβείας θεόδμητον ἄγαλμα, τῆς ἀσεβείας καθεῖλες τὸ ἳδρυμα, καὶ εὒψυχος ὤφθης πρὸς ἄθλησιν, ἐν εὐψυχίᾳ τμηθείς τὸν αὐχένα σου· διό σε ὑμνοῦμεν Εὐψύχιε.