Εκκλησία

Ποιος ήταν ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ

Τό δεύτερο, πού ἔχω ἐντοπίσει, εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἁγιογράφησε τόν ἔνθρονο Χριστό, τόν Ὁποῖο συναντᾶμε καί στό ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου His life is mine. Χρειάζεται μεγάλη ἀνάλυση αὐτῆς τῆς εἰκόνος, γιατί νομίζω ὅτι εἶναι τό χαρακτηριστικότερο δεῖγμα τῆς ἁγιογραφίας τοῦ ἁγίου Σωφρονίου πού εἶναι ἀπαύγασμα τῆς θεοπτίας του.

Κατ’ ἀρχάς ἡ τεχνοτροπία τῆς εἰκόνας αὐτῆς δέν θυμίζει οὔτε τήν βυζαντινή οὔτε τήν ρωσική τέχνη, ἀλλά εἶναι κάτι ἰδιαίτερο καί πρωτότυπο, πού συνδέεται ἀφ’ ἑνός μέν μέ τήν θεολογία του, ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ τήν προσωπικότητά του. Περισσότερο δείχνει τήν οἰκουμενικότητα τοῦ ἁγίου Σωφρονίου καί τήν ὑπέρβαση τῶν ἐθνικιστικῶν διαιρέσεων.

Ἰδιαίτερη προσοχή πρέπει νά δοθῆ στήν ἔκφραση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχουν εἰκόνες διαφόρων ἁγιογράφων πού δείχνουν ἄλλοτε τήν ἱλαρότητα, ἄλλοτε τό ἔλεος, ἄλλοτε τήν δικαιοσύνη, ἄλλοτε τήν παντοδυναμία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἰκόνα πού ἁγιογράφησε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος φανερώνει, κατά ἕναν θαυμαστό τρόπο, ὅλες αὐτές τίς ἰδιότητες τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τήν ἱλαρότητα, τήν ἐλεημοσύνη, τήν ἀγάπη, τήν δικαιοσύνη, τήν παντοδυναμία, τήν κρίση κλπ. Πρόκειται γιά ἔκφραση ἑνός ὑπερτάτου ὄντος τῶν πάντων. Αὐτή ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου συνδέται ἀναπόσπαστα μέ τίς φράσεις «ὁ Ὤν» (ὁ Ὑπάρχων) καί «Ἐγώ εἰμι», πού δείχνουν τό συναΐδιο τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀσφαλῶς εἶναι ἀπεικόνιση, κατά τό δυνατόν, τῆς ἐμπειρίας πού εἶχε ὁ ἅγιος Σιλουανός καί ὁ ἴδιος, κατά τήν ὁποία ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκοή καί ἡ ἀκοή τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅραση, ἀφοῦ κατά τήν θεοπτία οἱ αἰσθήσεις τοῦ Θεόπτου ἑνοποιοῦνται.

Τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ εἶναι φωτεινό, ἀφοῦ καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγή τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί χαρακτηρίζεται «ὁμόθεον». Παρατηροῦμε ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος γιά νά εἰκονογραφήση τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀκολουθεῖ τήν μέθοδο νά θέτη τά φωτίσματα καί τίς ψιμιθιές πάνω στό πρόπλασμα, ἀλλά διατηρεῖ τό σῶμα- πρόπλασμα καί τό καλύπτει ἐξ ὁλοκλήρου μέ φώτισμα. Αὐτό νομίζω ὅτι τό κάνει γιά νά δείξη ὅτι ὅλο τό πρόσωπο φωτίζεται ἀπό τόν ἔσωθεν φωτισμό, τήν δόξα τῆς Θεότητος, χωρίς νά ἀφήνη φωτοσκιάσεις. Ἔτσι ἐκφράζεται κατά τόν καλύτερο τρόπο ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου «ὅτι ὁ Θεός φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (Α΄ Ἰω. α΄, 5). Πρόκειται γιά μεταφορά μέ εἰκονίσματα τῆς ἀκτίστου φωτεινῆς πραγματικότητος.

Ἐνδιαφέρον ἔχει καί ὁ τρόπος ἁγιογραφήσεως τῶν ἱματίων τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι λευκά. Στόν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ δέν τίθενται διάφοροι χρωματισμοί. Πρόκειται γιά τά λευκά ἱμάτια τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Μεταμόρφωση, ἀφοῦ καί αὐτά ἔγιναν «λευκὰ ὡς τό φῶς» (Ματθ. ιζ΄, 2) καί τά ἱμάτιά Του μετά τήν Ἀνάσταση. Βέβαια, πρωτοτυπία ἀποτελεῖ τό νά ἁγιογραφῆται ὁ Χριστός ἔνθρονος μέ λευκά ἱμάτια, διότι προφανῶς πρόκειται γιά ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἅγιο Σωφρόνιο καί συνδυάζεται, ὅπως εἴπαμε πιό πάνω, ὁ ἔνθρονος Χριστός μέ τόν Μεταμορφωθέντα καί Ἀναστάντα Χριστό.

Ἡ ὅλη ἁγιογράφηση τοῦ ἐνθρόνου Χριστοῦ, πού εἶναι φωτεινός μέ φόντο τό κυανοῦν χρῶμα, πρέπει νά τεθῆ στήν προοπτική τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Σωφρονίου περί τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Σέ ἕνα σημεῖο τοῦ βιβλίου του γράφει τό πῶς ἐνατένιζε ἐπίμονα τόν καθαρό καί κυανοῦν οὐρανό, προσήλωνε τό βλέμμα του σέ μιά κατεύθυνση καί πολλές φορές διέτρεχε τόν οὐρανό ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρου. Ὅταν ἔφθανε στόν ὁρίζοντα, μετέβαινε νοερῶς καί πέραν αὐτοῦ καί τότε ἔβλεπε τόν κυανοῦν οὐρανόν νά περιβάλλη τόν πλανήτη τῆς γῆς. Συγχρόνως, προσπαθοῦσε νά εἰσχωρήση στά βάθη του καί νά ἀνιχνεύση τά ὅριά του. Αὐτή ἡ ἐνατένιση τῆς οὐράνιας σφαίρας, γεμάτης ἀπό τό φῶς, τόν ἔθελγε διά τοῦ μυστηρίου της. Στήν συνέχεια γράφει: «Ὅταν ὅμως ἀξιώθηκα μέ Ἄνωθεν δωρεά νά δῶ τό ἄκτιστο Φῶς τῆς Θεότητος, τότε στόν κυανό οὐρανό τοῦ “κυανοῦ πλανήτου” μας ἀναγνώρισα μέ χαρά τό σύμβολο τῆς ἀκτινοβολίας τῆς ὑπερκόσμιας δόξης». Καί συμπληρώνει ὅτι «τό κυανό εἶναι τό χρῶμα τοῦ ἐπέκεινα, τῆς ὑπερβατικότητας».

Ἔτσι, ὁ ἔνθρονος Χριστός εἶναι πλήρης φωτός, τά ἱμάτιά Του φωτεινά, ὅπως ἐμφανίσθηκε κατά τήν Μεταμόρφωση, καί στό βάθος τῆς εἰκόνας (φόντο) εἶναι τό κυανοῦν φῶς καί τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἀλλά καί τοῦ ἐπέκεινα. Ἄλλωστε, κατά τήν θεοπτική ἐμπειρία ὁ Θεόπτης βλέπει δύο φῶτα, τό κτιστό καί τό ἄκτιστο και ἀντιλαμβάνεται σαφέστατα τήν διαφορά καί τήν ποιότητά τους. Κατά τήν μαρτυρία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου «Τό ἄκτιστο Φῶς εἶναι διαφορετικό κατά τή φύση του, καί ἡ θεωρία του δέν εἶναι ὅμοια μέ τή φυσική ὅραση».

Πάντως, κυριαρχοῦσα μορφή στήν εἰκόνα αὐτή εἶναι ὁ ἀποκαλυφθείς Χριστός μέσα στό ἄκτιστο Φῶς, ὅπως ὁ ἴδιος τόν εἶδε καί γράφει σέ κείμενά του ὅτι μέ τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός «Γεννήθηκαν μέσα μου νέες δυνάμεις, ἄλλη ὅραση, ἄλλη ἀκοή. Μπόρεσα νά γνωρίσω ἀπερίγραπτη ὡραιότητα». Τό ἄκτιστον Φῶς εἶναι «Φῶς καταυγάζον».

Τό τρίτο πού διέκρινα βλέποντας τίς ἁγιογραφίες τοῦ ἁγίου Σωφρονίου εἶναι ὅτι ἡ καρδιά εἶναι τό κέντρο στά σώματα τῶν ἁγιογραφημένων Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων. Ὁ νοῦς τους δέν βρίσκεται συγκεντρωμένος στήν λογική καί τόν ἐγκέφαλο, ἀλλά ἔχει κατεβῆ στήν καρδιά. Σέ ἕνα σημεῖο τῶν γραπτῶν του ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὁμιλώντας γιά τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός γράφει: «Τό βλέπουμε, ἀλλά ἡ προσοχή στρέφεται στά ἐνδότερα τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, στήν καρδιά πού φλέγεται ἀπό τήν ἀγάπη, ἀγάπη ἄλλοτε τῆς εὐσπλαχνίας καί ἄλλοτε τῆς εὐγνωμοσύνης». Αὐτή ἡ θεολογία του ἁγιογραφεῖται κατά τόν καλύτερο τρόπο στίς εἰ κόνες τῶν Ἀποστόλων κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο.

Τά ἁγιογραφημένα πρόσωπα τῶν Ἀποστόλων δείχνουν ὅτι ὁ ἐγκέφαλος ἔχει ἀδειάσει, ἀφοῦ δέν ὑπάρχουν μέσα οἱ λογισμοί, καί ὁ νοῦς, εὑρισκόμενος στήν καρδιά, προσεύχεται. Οἱ ἐλαφρές, ἐξωτερικές κινήσεις τοῦ προσώπου δείχνουν τήν ἔκσταση ἀπό αὐτήν τήν ὅραση τῆς καρδιᾶς πού προσεύχεται. Αὐτήν τήν διαδικασία τήν συναντᾶμε στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ὅταν ὁ νοῦς εὑρίσκεται στήν καρδιά καί προσεύχεται αὐτοκινήτως, ὡς πρός τήν δική του ἐνέργεια, ἑτεροκινήτως δέ ὡς πρός τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ λογική παρακολουθεῖ ἐκστατική τήν ἐργασία τοῦ νοῦ, διότι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι λογική καί νοερά, καί οἱ δύο αὐτές ἐνέργειες κινοῦνται παραλλήλως.

Ἔτσι, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι στήν ἁγιογραφία τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου βρίσκονται κοντά στόν Χριστό, βλέπουν τόν Χριστό, προσέχουν τόν λόγο Του, μετέχουν τῆς Χάριτος ἡ ὁποία προχέεται ἀπό τόν Χριστό, ὅμως αὐτό γίνεται ὄχι μέ τήν λογική, ἀλλά μέ τήν καρδιά. Διαφέρει, βέβαια, ἡ στάση τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει οὔτε κοινωνία μέ τόν Χριστό, ἀλλά οὔτε καί ὁ νοῦς του βρίσκεται μέσα στήν καρδιά. Ἄλλωστε, ἡ ἕνωση νοῦ καί καρδιᾶς γίνεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἐν κοινωνίᾳ μέ τόν Χριστό.

Μέ τήν ἀπεικόνιση τοῦ κέντρου τοῦ προσώπου νά βρίσκεται στήν καρδιά, ἐκτός τοῦ ὅτι δείχνει ὅτι τό πρόσωπο εἶναι ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος (Α΄ Πέτρ. γ΄, 4), συγχρόνως, φαίνεται καθαρά ἡ διαφορά μεταξύ τῆς ἡσυχαστικῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς σχολαστικῆς θεολογίας ἀκόμη καί τῆς ἠθικολογίας πού ἀναπτύχθηκε στήν Δύση. Κατά τήν ὀρθόδοξη ἡσυχαστική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκεῖνος πού ἀποκτᾶ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί ὁρᾶ τόν Θεό, ἐνῶ κατά τόν σχολαστικισμό ἡ λογική ἀναζητᾶ, ἐρευνᾶ καί ἐπεξεργάζεται τόν Θεό, καί κατά τόν ἠθικισμό ἡ χριστιανική ζωή ἐξαντλεῖται μόνον ἐξωτερικά. Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης κάνει λόγο γιά τήν κυκλική κίνηση τοῦ νοῦ πρός τόν Θεό, ὅταν ὁ νοῦς ἀποσπᾶται ἀπό τόν αἰ σθητό κόσμο, ἐπιστρέφει στήν καρδιά καί ἀπό ἐκεῖ ἀνέρχεται στόν Θεό. Αὐτό φαίνεται εὐδιάκριτα στίς ἁγιογραφίες τοῦ ἁγίου Σωφρονίου πού παρουσιάζουν ὅλην τήν ἡσυχαστική μέθοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Τό τέταρτο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἁγιογραφώντας τά πρόσωπα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἴσως χωρίς νά τό συνειδητοποιῆ, ἁγιογραφοῦσε τόν ἑαυτό του, καί ὡς πρός τόν ἐξωτερικό καί τόν ἐσωτερικό κόσμο του. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ μορφή τῶν ἁγιογραφημένων Ἀποστόλων ὁμοιάζει μέ τήν μορφή τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, ἀλλά καί στά πρόσωπά τους ἀποτυπώνεται ἡ σύννοια τοῦ ἁγίου Σωφρονίου. Βεβαίως, αὐτό εἶναι τό πρόβλημα κάθε ζωγράφου, ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό τήν κατάσταση τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλά ἐδῶ γίνεται κατά ἕναν φυσικό τρόπο, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ζοῦσε ἔντονα τό μυστήριο τῆς πνευματικῆς μεταμορφώσεώς του καί αὐτό περνοῦσε, χωρίς νά τό συνειδητοποιῆ, καί στίς ἁγιογραφίες.

Ἔτσι, ὅταν ἐξετάζη κανείς προσεκτικά τίς ἁγιογραφίες τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, θά διασπιστώση ὅτι τά πρόσωπα τῶν περισσοτέρων Ἀποστόλων, ἰ διαιτέρως στόν Μυστικό Δεῖπνο, εἶναι προσωπογραφίες τοῦ ἰ δίου τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, σέ διάφορες ἡλικίες του, ἀλλά καί σέ διάφορες πνευματικές του καταστάσεις. Ἄλλωστε, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὅταν τά διαβάζη κανείς προσεκτικά, διαπιστώνει κάθε φορά τήν πνευματική κατάστασή τους.

Γενικά, ἡ ἁγιογραφία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου εἶναι ἀπαύγασμα ὅλης τῆς θεολογίας του. Βλέποντας τίς ἁγιογραφίες αὐτές καταλαβαίνει κανείς τήν θεολογία του, καί διαβάζοντας τήν θεολογία του τήν βλέπει ἁγιογραφημένη στούς τοίχους τῆς Μονῆς του. Οἱ ἁγιογραφίες του δείχνουν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. α΄, 15) καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκών τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πρέπει νά φθάση καί στό καθ’ ὁμοίωση γιά νά ἐκπληρώση τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς του.

Μέ ὅσα ἀνέφερα προηγουμένως, φαίνεται τό πῶς γνώρισα τόν ἅγιο Σωφρόνιο, πῶς τόν εἶδα, ὅταν λειτουργοῦσε, ὅταν ὁμιλοῦσε, ὅταν συζητοῦσε, ὅταν γελοῦσε, ὅταν σιωποῦσε, ὅταν προσευχόταν, ὅταν ἁγιογραφοῦσε. Ἔτσι, προσπάθησα νά σᾶς τόν μεταφέρω μέ τόν πενιχρό μου λόγο. Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του.–

Προδημοσίευση ἑνός κεφαλαίου ἀπό τό νέο βιβλίο μέ τίτλο «Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής», περίπου 550 σελίδων μεγάλου μεγέθους πού θά κυκλοφορήση λίαν προσεχῶς.

Από parembasis.gr