Εκκλησία

Ποιος ήταν ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ

Ἡ ὀρθόδοξη ἡσυχία εἶναι μιά ὁλόκληρη ἐπιστήμη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἐλέγχει τούς λογισμούς του καί δέν τούς ἐπιτρέπει νά γίνουν ἐπιθυμία καί πράξη, δηλαδή νά μήν εἰσέρχωνται μέσα στήν καρδιά. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά ἐπηρεάζεται τό ἐπιθυμητικό τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό λογιστικό του, ἀλλά στό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό νά ὑπάρχη ἀδιάλειπτα τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί φροντίζει νά τηρῆ τό θέλημά Του, τίς ἐντολές Του, ἐνῶ στό λογιστικό πρέπει νά παραμένουν οἱ λογισμοί, προκειμένου νά ἀντιμετωπίζη ὁ ἄνθρωπος διάφορα θέματα στήν κοινωνική του ζωή. Ἡ ἡσυχία λέγεται καί νήψη, καί τήν συναντᾶμε στά κείμενα τῶν Ἀποστόλων. Ὁπότε, ὁλόκληρη ἡ εὐαγγελική ζωή εἶναι νηπτική καί ἡσυχαστική ζωή. Γιά τήν νήψη κάνουν λόγο οἱ Ἀπόστολοι στίς ἐπιστολές τους.

Κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ θεία Λειτουργία, στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται στόν σταυρωθέντα καί ἀναστάντα Χριστό καί κοινωνεῖ τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματός Του. Τήν ἀναίμακτη Μυσταγωγία ὁ Χριστός τήν προσφέρει ὡς μέγας Ἀρχιερεύς, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος θυσιάσθηκε γιά τό ἀνθρώπινο γένος καί θυσιάζεται σέ κάθε θεία Λειτουργία γιά νά ζήση ὁ ἄνθρωπος. Δέν νοεῖται ὀρθόδοξος Χριστιανός ἄν δέν συμμετέχη πραγματικά καί οὐσιαστικά στήν θεία Κοινωνία.

Εἶναι ἑπόμενο ὅτι συνδυάζεται στενά ἡ ὀρθόδοξη ἡσυχία μέ τήν θεία Λειτουργία, ἀφοῦ ἡ ἡσυχία ἔχει ἀναφορά στήν θεία Εὐχαριστία, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική ζωή καί τά Μυστήρια, ἀλλά καί ἡ θεία Λειτουργία μετέχεται πραγματικά ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει τίς ὀρθόδοξες ἡσυχαστικές προϋποθέσεις. Πρέπει κανείς νά ζῆ ἀσκητικά καθ’ ὅλη τήν ἑβδομάδα, γιά νά μπορέση νά ζήση λειτουργικά τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς.

Στόν ἅγιο Σωφρόνιο συνδυάζονταν καί τά δύο αὐτά γνωρίσματα πολύ στενά. Ἦταν μεγάλος ἡσυχαστής, ἀφοῦ μέσα στήν καρδιά του ὑπῆρχε ἀπόλυτη ἡρεμία. Γνώριζε πολύ καλά τήν μάχη μέ τούς λογισμούς, τίς εἰκόνες καί τίς φαντασίες. Γνώρισε τόν Χριστό καί, θά μποροῦσα νά πῶ, «πληγώθηκε» βαθειά ἀπό τήν θέα τοῦ δοξασμένου Χριστοῦ. Εἶναι ἀδύνατον κανείς νά γνωρίση τόν Θεό, μέσα στό Φῶς καί στήν συνέχεια νά στρέψη τήν προσοχή του σέ ἄλλες ἀγάπες καί σέ ἄλλα ἐνδιαφέροντα. Μέσα στήν προοπτική αὐτή πρέπει νά δοῦμε τήν ἀδιάλειπτη μετάνοια τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, πού ξεκινοῦσε ἀπό τήν ὅραση τῆς ἁγιότητος τοῦ Χριστοῦ. Ζοῦσε διαρκῶς στόν φωτισμό τοῦ νοῦ, πού εἶναι ἡ βάση τῆς ἡσυχαστικῆς καί νηπτικῆς ζωῆς, καί γι’ αὐτό ἦταν ἕνας ἀληθινός ἡσυχαστής.

Αὐτό, ὅμως, ἦταν ἡ πραγματική προϋπόθεση συμμετοχῆς στήν θεία Λειτουργία. Ἐφ’ ὅσον συνεχῶς ζοῦσε «τό ἀληθινό ἱερατεῖο», πού εἶναι ἡ ἀέναη λειτουργία μέσα στήν καρδιά, ἦταν εὔκολο νά ζῆ τήν οὐσία καί τό περιεχόμενο τῆς θείας Λειτουργίας. Βλέποντας κανείς τόν ἅγιο Σωφρόνιο διέκρινε ὅτι ὡς ἡσυχαστής βρισκόταν συνεχῶς μέσα στό πνεῦμα τῆς θείας Λειτουργίας καί ὡς λειτουργός ἦταν μυσταγωγικός, ἀφοῦ ἦταν μέγας ἡσυχαστής.

Αὐτός ἦταν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁμιλοῦσε στούς συνομιλητές του γιά τήν νοερά προσευχή, ὡς βασική προϋπόθεση τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς, ἀλλά καί γιά τήν θεία Λειτουργία, ὡς ἄνοιγμα στόν πόνο ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, ὡς βίωση τῆς Γεθσημανῆ. Ἄλλωστε, ὁ Χριστός στήν Γεθσημανῆ προσευχήθηκε γιά ὅλο τόν κόσμο, καί, συγχρόνως, βίωνε τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων, μέ τό ποτήριο, καί αὐτή ἡ πνευματική κατάσταση ἦταν συνέχεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου.

Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔλεγε ὅτι μέ τήν νοερά προσευχή ἡ θεία ἐνέργεια τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ εἰσέρχεται μέσα στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας καί μέ τήν θεία Λειτουργία εἰσερχόμαστε μέσα στόν πόνο καί τήν ὀδύνη τοῦ ὅλου Ἀδάμ. Συμβαίνει κατ’ ἀναλογία ὅ,τι μέ τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἀνέβηκε στόν Σταυρό, ἔπειτα τό σῶμα Του μαζί μέ τήν Θεότητα βρισκόταν στό μνημεῖο καί ἡ ψυχή Του μαζί μέ τήν Θεότητα κατέβηκε στόν Ἅδη. Ἄν δέν κενωθοῦμε πνευματικά καί ἐάν δέν ἑλκύσουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους μέσα στήν καρδιά μας μέ ἀγάπη καί προσευχή, δέν μποροῦμε νά βιώσουμε τήν θεία Λειτουργία ὡς ἕνα παγκόσμιο γεγονός, ὡς μιά λυτρωτική προσφορά γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος.

3. Ἐρημίτης καί κοινωνικός