Η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ) απέστειλε επιστολή στο Υπουργείο Παιδείας εκφράζοντας την ανησυχία της για τη μείωση των προσλήψεων Αναπληρωτών Θεολόγων. Η επιστολή υπογραμμίζει τα σοβαρά κενά στη στελέχωση των θέσεων Θεολόγων στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, με αποτέλεσμα εκατοντάδες σχολεία να είναι υποστελεχωμένα. Η ΠΕΘ τονίζει ότι η θεολογική εκπαίδευση είναι πυλώνας του εκπαιδευτικού συστήματος και συμβάλλει στην ηθική και πνευματική διαμόρφωση των μαθητών.
Επιπλέον, εκφράζονται ανησυχίες για τις συνέπειες της μη διδασκαλίας του μαθήματος από εξειδικευμένους Θεολόγους και γίνεται έκκληση για άμεση κάλυψη των κενών μέσω επιπλέον προσλήψεων. Τέλος, η ΠΕΘ επισημαίνει τις ελλείψεις γνώσεων στα Θρησκευτικά σε μαθητές που έρχονται από την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και ζητά την άμεση λήψη μέτρων για τη βελτίωση της κατάστασης.
Διαβάστε ολόκληρη την επιστολή:
Αξιότιμε κ.Υπουργέ,
Με την παρούσα επιστολή θα θέλαμε να εκφράσουμε τις σοβαρές ανησυχίες μας σχετικά με τα κενά που παρατηρούνται στη στελέχωση θέσεων θεολόγων στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το ζήτημα αυτό, πέρα από τις προφανείς λειτουργικές δυσκολίες, επηρεάζει άμεσα την ποιότητα της θρησκευτικής εκπαίδευσης αλλά και τη διαμόρφωση της ηθικής και πνευματικής αγωγής των μαθητών.
Πιο συγκεκριμένα, μετά την πραγματοποίηση της Α΄ φάσης προσλήψεων Αναπληρωτών διαπιστώσαμε πως εκατοντάδες σχολεία θα ανοίξουν υποστελεχωμένα σε εκπαιδευτικό προσωπικό Θεολόγων. Καθημερινώς ενημερωνόμαστε για τα υπάρχοντα κενά της ειδικότητας μας και αυτό είναι ένα γεγονός που μας θλίβει και για το οποίο σε καμία περίπτωση δεν ευθύνεται ο κλάδος των θεολόγων εκπαιδευτικών, οι οποίοι δηλώνουν έτοιμοι να αναπληρώσουν τα κενά σε κάθε περιοχή της χώρας.
Από μελέτη της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων για την καταγραφή των κενών από τις Διευθύνσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης προκύπτουν 268 κενές θέσεις θεολόγων εκπαιδευτικών, από τις οποίες καλύφθηκαν μόλις 40 στην Δευτεροβάθμια Γενική Εκπαίδευση, 3 στην Δευτεροβάθμια Ειδική Εκπαίδευση και 3 στα Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σε όλη την επικράτεια. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα ποσοστό, που κυμαίνεται στο 15% κάλυψης των κενών. Επισημαίνουμε, μάλιστα, πως ο αριθμός αυτός μεταφράζεται σε πολλαπλάσιο αριθμό Γυμνασίων, Λυκείων και Επαγγελματικών Λυκείων της χώρας που στερούνται τις υπηρεσίες εκπαιδευτικού θεολόγου.
Δεν κρύβουμε, μάλιστα, την περαιτέρω ανησυχία μας για την ύπαρξη περισσοτέρων κενών, λόγω των ενδεχόμενων αδειών, μεταθέσεων και αποσπάσεων που θα προκύψουν, έπειτα και από την ανάληψη των νεοδιόριστων θεολόγων καθηγητών. Εννοείται ότι ενστερνιζόμαστε την προσπάθεια που επιχειρεί το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού για τον περιορισμό της ανάγκης προσλήψεων Αναπληρωτών με το διορισμό μόνιμων Καθηγητών και χαιρετίζουμε τους μόνιμους διορισμούς, που πραγματοποιήθηκαν την τρέχουσα σχολική χρονιά. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται, παρά τα κενά του πολύπαθου κλάδου μας είναι πολλά και θα χρειαστούν και άλλες προσλήψεις, τόσο αναπληρωτών για τη φετινή χρονιά, όσο και μονίμων για τις επόμενες.
Θα θέλαμε, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι η θεολογική εκπαίδευση αποτελεί πυλώνα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, συμβάλλοντας, όχι μόνο στη γνώση της ορθόδοξης παραδόσεώς μας αλλά και στην ανάπτυξη της κρητικής σκέψης, της διάκρισης, του διαλόγου και της αλληλοκατανόησης μεταξύ νέων που ανήκουν σε διαφορετικές θρησκευτικές ή πολιτισμικές κοινότητες. Οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διαπαιδαγώγηση των νέων, προσφέροντάς τους τα κατάλληλα πνευματικά εργαλεία για την κατανόηση του εαυτού τους, της θρησκευτικής τους πίστεως καθώς και του κοινωνικού και φυσικού τους περιβάλλοντος.
Επιπλέον, σε μια εποχή, που διογκώνεται επικίνδυνα το φαινόμενο της σχολικής παραβατικότητας, της βίας και της επιθετικότητας, καθίσταται αναγκαία και απαραίτητη η απρόσκοπτη προσφορά και διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Ωστόσο, είναι ανάγκη να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η ιδιαιτερότητα του γνωστικού αντικειμένου, των Θρησκευτικών, καθώς, πολύ συχνά, ανατίθενται σε εκπαιδευτικούς άλλων ειδικοτήτων, που δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και εμπειρίες, με αποτέλεσμα είτε να διδάσκεται πλημμελώς, είτε να μη διδάσκεται καθόλου.
Δεν παραλείπουμε να τονίσουμε και με αυτό το έγγραφό μας, τα μορφωτικά προβλήματα που παρουσιάζονται στη διδασκαλία του Μαθήματος των Θρησκευτικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, εξαιτίας της πλημμελούς ή μηδενικής διδασκαλίας του από ένα μεγάλο ποσοστό δασκάλων στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Το παράνομο και απαράδεκτο αυτό φαινόμενο, όπως σας έχουμε περιγράψει με αδιάσειστα στοιχεία σε προηγούμενο έγγραφό μας, δημιουργείται από την απροθυμία ή αμέλεια ενός μεγάλου αριθμού δασκάλων του Δημοτικού Σχολείου, οι οποίοι, αν και γνωρίζουν, άριστα, τις καταστροφικές συνέπειες που προκαλεί στη μόρφωση η έλλειψη προηγούμενων γνώσεων, σε οποιοδήποτε μάθημα, παραβαίνουν το καθήκον τους και δεν εφαρμόζουν το Ωρολόγιο Πρόγραμμα του Δημοτικού Σχολείου, που περιλαμβάνει και τα Θρησκευτικά. Όσο και να θέλουν κάποιοι από τη Διοίκηση των Δασκάλων να κρύψουν την αλήθεια για την παρανομία που γίνεται με τους Δασκάλους, για το και πόσο διδάσκονται τα Θρησκευτικά στα Δημοτικά, εμείς επιμένουμε να προβάλουμε αντικειμενικά τα γεγονότα. Εκτός από τις έρευνες και τα ερωτηματολόγια, που έχουμε ως Ένωση, στη διάθεσή μας, έχουμε τα χιλιάδες παιδιά που έρχονται από το Δημοτικό στην Α’ Γυμνασίου, τα οποία δείχνουν και μαρτυρούν στους Θεολόγους που διδάσκουν σε αυτήν την τάξη, τις ανέλπιστες, απίστευτες και αθεράπευτες, εν πολλοίς, ελλείψεις των προσδοκώμενων θεολογικών γνώσεών τους στο μάθημα των Θρησκευτικών, κατά τη φοίτησή τους στο Δημοτικό Σχολείο!!!
Ευελπιστούμε πως η παρούσα επιστολή θα συμβάλει στη διερεύνηση της κατάστασης και στην εύρεση κατάλληλων λύσεων για την κάλυψη όλων των κενών διδασκαλίας του μαθήματος. Θεολόγους, στις επόμενες φάσεις προσλήψεων Αναπληρωτών Καθηγητών.
Προς τούτο, είμαστε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση ή συνεργασία.
Με εκτίμηση,
Για το Διοικητικό Συμβούλιο
O Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Ηρακλής Ρεράκης Σταύρος Αβαγιάννης
Καθηγητής Θεολογίας ΑΠΘ Δρ. Θεολογίιας