Advertisements
Advertisements
Εκκλησία

Απόστολος και Ευαγγέλιο Μεσοπεντηκοστής 2019

Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο για την Τρίτη 12 Μαΐου
Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Μεσοπεντηκοστής 2019, όπως θα ακουστούν αύριο στην Εκκλησία και με απόδοση στα νέα Ελληνικά.
Advertisements

Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Μεσοπεντηκοστής 2019, όπως θα ακουστούν αύριο στην Εκκλησία και με απόδοση στα νέα Ελληνικά.

Advertisements

ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ  
Βασιλίσκου μάρτυρος, Δημητρίου και Παύλου ἐν Τριπόλει

Αποστολικό Ανάγνωσμα Πράξ. ιδ΄ 6-18

Ἐν ταις ημέραις εκείναις, Παῦλος καὶ Βαρνάβας κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ τὴν περίχωρον, κἀκεῖ ἦσαν εὐαγγελιζόμενοι. Καί τις ἀνὴρ ἐν Λύστροις ἀδύνατος τοῖς ποσὶν ἐκάθητο, χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων, ὃς οὐδέποτε περιπεπατήκει. Οὗτος ἤκουσε τοῦ Παύλου λαλοῦντος· ὃς ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἰδὼν ὅτι πίστιν ἔχει τοῦ σωθῆναι, εἶπε μεγάλῃ τῇ φωνῇ· ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός. Καὶ ἥλατο καὶ περιεπάτει. Οἱ δὲ ὄχλοι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν ὁ Παῦλος ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν Λυκαονιστὶ λέγοντες· οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς· ἐκάλουν τε τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου. Ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ Διὸς τοῦ ὄντος πρὸ τῆς πόλεως αὐτῶν, ταύρους καὶ στέμματα ἐπὶ τοὺς πυλῶνας ἐνέγκας, σὺν τοῖς ὄχλοις ἤθελε θύειν.

Ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, διαρρήξαντες τὰ ἱμάτια αὐτῶν εἰσεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον κράζοντες καὶ λέγοντες· ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς· ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν. Καὶ ταῦτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς.

Απόδοση στη νεοελληνική:

Τις ημέρες ἐκείνες, ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας κατέφυγαν εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας, Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ τὰ περίχωρα, καὶ ἐκεῖ ἐξακολουθοῦσαν νὰ κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιον. Εἰς τὴν Λύστραν ἔμενε κάποιος μὲ ἀδύνατα πόδια· ἦτο χωλὸς ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του καὶ δὲν εἶχε ποτὲ περπατήσει. Αὐτὸς ἄκουε τὸν Παῦλον νὰ μιλῇ, καὶ ὁ Παῦλος, ἀφοῦ τὸν ἐκύτταξε προσεκτικὰ καὶ εἶδε ὅτι ἔχει πίστιν νὰ σωθῇ, εἶπε μὲ δυνατὴν φωνήν, «Σήκω στὰ πόδια σου ὀρθός». Καὶ ἐκεῖνος πετάχθηκε ἐπάνω καὶ περπατοῦσε. Ὅταν τὰ πλήθη εἶδαν τί ἔκανε ὁ Παῦλος, ὕψωσαν τὴν φωνήν τους καὶ εἶπαν εἰς τὴν γλῶσσαν τῆς Λυκαονίας, «Οἱ θεοὶ ὑπὸ μορφὴν ἀνθρώπων κατέβηκαν σ’ ἐμᾶς». Καὶ ὠνόμαζαν τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦτο ὁ κύριος ὁμιλητής. Ὁ ἱερεὺς τοῦ ναοῦ τοῦ Διός, ποὺ ἦτο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν τους, ἔφερε ταύρους καὶ σταφάνια εἰς τὰς πύλας καὶ ἤθελε μαζὶ μὲ ὅλον τὸν λαὸν νὰ προσφέρῃ θυσίαν.

Οταν τὸ ἄκουσαν οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, ἐξέσχισαν τὰ ἐνδύματά τους καὶ ἔτρεξαν μέσα εἰς τὸ πλῆθος φωνάζοντες, «Ἄνδρες, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάνετε; Καὶ ἐμεῖς ἄνθρωποι εἴμεθα ὁμοιοπαθεῖς μ’ ἐσᾶς καὶ σᾶς κηρύττομεν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα διὰ νὰ ἐπιστρέψετε ἀπὸ αὐτὰ τὰ μάταια πράγματα εἰς τὸν Θεὸν τὸν ζωντανόν, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σ’ αὐτά. Εἰς τὰς παρελθούσας γενεάς ἄφησε ὅλα τὰ ἔθνη νὰ ἀκολουθοῦν τὸν δικόν τους δρόμον, ἂν καὶ δὲν ἄφησε τὸν ἑαυτόν του χωρὶς μαρτυρίαν, διότι σᾶς εὐεργετοῦσε μὲ τὸ νὰ στέλλῃ βροχὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἐποχὰς καρποφόρους, μὲ τὸ νὰ γεμίζῃ μὲ τρόφιμα καὶ χαρὰν τὴν καρδιά σας». Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτά, μόλις συνεκράτησαν τὰ πλήθη, ὥστε νὰ μὴν τοὺς προσφέρουν θυσίαν.

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Ιωάν. ζ΄ 14-30

Τῆς ἑορτῆς μεσούσης, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε. Καὶ ἐθαύμαζον οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς; Ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με· ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ’ ἐμαυτοῦ λαλῶ. Ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ, ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστι, καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν. Οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; Καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον. Τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι;

Ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος καὶ εἶπε· δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἓν ἔργον ἐποίησα, καὶ πάντες θαυμάζετε διὰ τοῦτο. Μωυσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωυσέως ἐστίν, ἀλλ’ ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον. Εἰ περιτομὴν λαμβάνει ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ λυθῇ ὁ νόμος Μωυσέως, ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ!

Μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε. Ἔλεγον οὖν τινες ἐκ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν· οὐχ οὗτός ἐστιν ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι; Καὶ ἴδε παρρησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. Μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός; Ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν. Ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγων· κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί· καὶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ’ ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε· ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ’ αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν.
Ἐζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι, καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὴν χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ.

Απόδοση στη νεοελληνική:

Κατὰ τὸ μέσον τῆς ἑορτῆς, ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ναὸν καὶ ἐδίδασκε. Οἱ Ἰουδαῖοι ἦσαν κατάπληκτοι καὶ ἔλεγαν, «Πῶς αὐτὸς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν ἐσπούδασε;». Ἀπεκρίθη τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ἡ διδασκαλία μου δὲν εἶναι δική μου, ἀλλὰ ἐκείνου ποὺ μὲ ἔστειλε. Ἐὰν θέλῃ κανεὶς νὰ κάνῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ γνωρίσῃ ἐὰν ἡ διδασκαλία μου προέρχεται ἀπ’ αὐτὸν ἢ ἂν ἐγὼ μιλῶ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου. Ἐκεῖνος ποὺ μιλεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, ζητεῖ τὴν δικήν του δόξαν, ὅποιος ὅμως ζητεῖ τὴν δόξαν ἐκείνου ποὺ τὸν ἔστειλε, αὐτὸς εἶναι ἀληθὴς καὶ δὲν ὑπᾶρχει σ’ αὐτὸν ψεῦδος. Δὲν σᾶς ἔδωκε ὁ Μωϋσῆς τὸν νόμον; Καὶ ὅμως κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν ἐκτελεῖ τὸν νόμον. Διατὶ ζητᾶτε νὰ μὲ σκοτώσετε;».

Ἀπεκρίθη ὁ λαός, «Δαιμόνιον ἔχεις. Ποιὸς ζητᾶ νὰ σὲ σκοτώσῃ;». Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Ἕνα ἔργον ἔκανα καὶ εἶσθε ὅλοι κατάπληκτοι γι’ αὐτό. Ὁ Μωϋσῆς σᾶς ἔδωκε τὴν περιτομήν – ὄχι ὅτι αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν ἀλλ’ ἀπὸ τοὺς πατέρας – καὶ τὸ Σάββατον περιτέμνετε ἄνθρωπον. Ἐὰν λοιπὸν ἕνας ἄνθρωπος περιτέμνεται τὸ Σάββατον, διὰ νὰ τηρηθῇ ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως, ὀργίζεσθε ἐναντίον μου διότι ὁλόκληρον ἄνθρωπον ἔκανα ὑγιῆ τὸ Σάββατον;

Μὴ κρίνετε κατὰ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα ἀλλὰ νὰ εἶσθε δίκαιοι εἰς τὰς κρίσεις σας». Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἱεροσολυμίτας ἔλεγαν, «Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ζητοῦν νὰ σκοτώσουν; Καὶ νά, μιλεῖ δημοσίᾳ καὶ δὲν τοῦ λέγουν τίποτε. Μήπως ἐννόησαν πραγματικὰ οἱ ἄρχοντες ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός; Ἀλλὰ γι’ αὐτὸν ξέρομεν ἀπὸ ποῦ εἶναι, διὰ τὸν Χριστὸν ὅμως, ὅταν ἔλθῃ, κανεὶς δὲν θὰ ξέρῃ ἀπὸ ποῦ εἶναι». Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐφώναξε δυνατά, καθὼς ἐδίδασκε εἰς τὸν ναόν, καὶ εἶπε, «Μὲ ξέρετε καὶ ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶμαι· καὶ ὅμως δὲν ἔχω ἔλθει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου ἀλλ’ ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε εἶναι ἀληθινός, καὶ αὐτὸν ἐσεῖς δὲν τὸν ξέρετε. Ἐγὼ τὸν ξέρω, διότι εἶμαι ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἐκεῖνος μὲ ἔστειλε».
Ἐζητοῦσαν τότε νὰ τὸν πιάσουν ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔβαλε χέρι ἐπάνω του, διότι δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη ἡ ὥρα του.

orthodoxia.online